Καμία περιοχή του πλανήτη δεν έχει σταθεροποιηθεί μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – οπότε οι συναλλαγματικές, ενεργειακές και λοιπές οικονομικές αναταράξεις, θα είναι το κύριο χαρακτηριστικό της επόμενης χρονικής περιόδου
,
Μέσα στα τελευταία επτά χρόνια το νόμισμα της Κίνας ανατιμήθηκε από τα 0,08 € στα 0,15 € –δηλαδή, σχεδόν κατά 90%. Εν τούτοις, η πρόσφατη υποτίμηση του στα 0,14 € θεωρήθηκε ως η είσοδος της Κίνας στον παγκόσμιο συναλλαγματικό πόλεμο – παρά το ότι θα έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως φυσιολογική, αφού αντίστοιχα μειώθηκε ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας.
Φυσιολογική θα ήταν ασφαλώς μία περαιτέρω υποτίμηση του γουάν κατά ένα ή δύο Σεντ, η οποία θα ήταν μεν της τάξης του -15%, αλλά θα συνέχιζε να είναι υψηλότερη από τα αμέσως προηγούμενα έτη – οπότε άδικα «κατηγορείται» η Κίνα από τα δυτικά ΜΜΕ πως προσπαθεί να αυξήσει επιθετικά τις εξαγωγές της, εις βάρος των άλλων χωρών.
Πόσο μάλλον όταν το νόμισμα της ήταν ήδη υπερτιμημένο, οπότε δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο για να μειωθεί η τιμή του από τη χαλάρωση του ελέγχου του εκ μέρους της κυβέρνησης – ενώ η στήριξη του στη νέα τιμή απαίτησε την παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας.
Ουσιαστικά βέβαια οι ανησυχίες προέρχονται από τη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της Κίνας, ο οποίος εντείνει τους φόβους μίας νέας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης – όπως τουλάχιστον συμπεραίνεται από το γράφημα που ακολουθεί.
.
.
Με βάση το γράφημα, η ύφεση στην Κίνα θεωρείται ως το μεγαλύτερο ρίσκο παγκοσμίως, ακολουθούμενο από την κρίση χρέους των αναπτυσσομένων οικονομιών – η οποία θα ξεσπάσει εκείνη τη στιγμή που η κεντρική τράπεζα των Η.Π.Α. θα αυξήσει το βασικό επιτόκιο, με αποτέλεσμα την περαιτέρω ανατίμηση του δολαρίου.
Η αιτία είναι ο υπερβολικός δανεισμός τους σε δολάρια (ανάλυση), οπότε τυχόν ανατίμηση του δολαρίου θα αύξανε ανάλογα τα χρέη τους στα τοπικά νομίσματα – προκαλώντας ένα κύμα αθετήσεων πληρωμών και χρεοκοπιών.
Ανεξάρτητα όμως από το τι σημαίνει η υποτίμηση του γουάν, ο συναλλαγματικός πόλεμος σε διεθνές επίπεδο είναι δεδομένος – επειδή πολλές χώρες μαζί, σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, προσπαθούν να λύσουν τα οικονομικά τους προβλήματα, αυξάνοντας τις εξαγωγές και μειώνοντας τις εισαγωγές τους.
Μία από τις περιοχές αυτές είναι αναμφίβολα η Ευρωζώνη – η οποία, κατά τη συνταγή της Γερμανίας, επιδιώκει την αύξηση των εξαγωγών της, καθώς επίσης τη μείωση των εισαγωγών, με τη βοήθεια ενός αδύναμου ευρώ. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τόσο του κέντρου, όσο και της περιφέρειας (γράφημα) – τα οποία είτε έχουν αυξημένα πλεονάσματα σε σχέση με το 2008 (κέντρο), είτε έχουν μετατραπεί από ελλειμματικά σε πλεονασματικά (περιφέρεια).
.
.
Όπως συμπεραίνεται από το γράφημα οι χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα, κυρίως βέβαια η Γερμανία, έχουν αυξήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα πλεονάσματα τους σε σχέση με το 2008 – ενώ τα κράτη της περιφέρειας μετέτρεψαν τα τεράστια ελλείμματα τους σε πλεονάσματα. Η αλλαγή αυτή είναι συνολικά της τάξης των 520 δις $ – τα οποία έχουν ουσιαστικά αφαιρεθεί από τρις άλλες περιοχές του πλανήτη.
Εκτός από την Ευρώπη, η Ιαπωνία προσπαθεί επίσης να κάνει ότι μπορεί, για να διατηρήσει χαμηλή την ισοτιμία του γεν, έτσι ώστε να αναπτυχθεί μέσω των εξαγωγών της – αν και μέχρι στιγμής χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού έχει επιστρέψει ξανά στην ύφεση. Εάν δε η Κίνα συνεχίσει να υποτιμάει το νόμισμα της, η Ιαπωνία θα αντιμετωπίσει πολύ μεγάλα προβλήματα – όπως ολόκληρη η υπόλοιπη Ασία.
Συνεχίζοντας, όλα τα παραπάνω είναι εις βάρος των χωρών που οδηγούνται οι αυξημένες εξαγωγές – κυρίως των Η.Π.Α., τα ελλείμματα του ισοζυγίου των οποίων έχουν κλιμακωθεί σε επικίνδυνο βαθμό. Επομένως, η υπερδύναμη δύσκολα θα ανεχθεί επόμενες υποτιμήσεις – πόσο μάλλον όταν καθυστερούν την πρώτη μετά το 2008 αύξηση των βασικών επιτοκίων εκ μέρους της Fed, προτού δημιουργηθούν ανεξέλεγκτες φούσκες στη χώρα.
Σε γενικές γραμμές πάντως, καμία περιοχή του πλανήτη δεν έχει σταθεροποιηθεί μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – οπότε οι συναλλαγματικές, ενεργειακές και λοιπές παγκόσμιες οικονομικές αναταράξεις, θα είναι το βασικό χαρακτηριστικό της επόμενης χρονικής περιόδου.
Σωστά δε λέγεται πως η πτώση των χρηματιστηρίων θα υπερβεί το 50%, ενώ η οικονομία θα έχει τα χαρακτηριστικά της Μεγάλης Ύφεσης – χωρίς βέβαια να γνωρίζει κανείς πότε ακριβώς θα συμβούν τα παραπάνω, ποιά θα είναι η ημερομηνία δηλαδή.
Αυτό που όμως γνωρίζουμε είναι πως τα κρατικά ομόλογα έχουν ξεπεράσει τα 100 τρις $ από 80 τρις $ το 2008, πως τα παράγωγα που χρησιμοποιούν ως ασφάλεια τα ομόλογα είναι πάνω από 555 τρις $, πως τα εταιρικά ομόλογα έχουν διπλασιαστεί σε σχέση με το 2008 (από τα 3,5 τρις $ στα 7 τρις $), πως η Fed είναι περισσότερο μοχλευμένη από την Lehman Brothers όταν χρεοκόπησε (στο 78:1 έναντι 30:1 της Lehman – η ΕΚΤ στο 26:1), πως οι Η.Π.Α. δεν είναι πλέον βέβαιες για την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης (QE) κοκ.