Είτε συνεχίζεται η πολιτική λιτότητας, η οποία προϋποθέτει την ονομαστική διαγραφή του δημοσίου χρέους, είτε παύει να επιβάλλεται – οπότε αρκεί η ελάφρυνση του, παράλληλα με ευρωπαϊκά αναπτυξιακά μέτρα και την στήριξη της ΕΚΤ
(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
.
Ενώ η Ελλάδα έχει εισέλθει ξανά σε μία προεκλογική περίοδο, ουσιαστικά για να αποφασισθεί ποιά κυβέρνηση θα υπογράφει στο μέλλον τις εντολές των δανειστών της, η Γερμανία και το ΔΝΤ «λογομαχούν», σε σχέση με το πώς θα πρέπει να αντιμετωπισθεί το δημόσιο χρέος της – όπου αρχικά το ΔΝΤ ανακοίνωσε ότι, εάν δεν μεσολαβήσει η διαγραφή ενός μέρους του, από τους Ευρωπαίους δανειστές της χώρας μας όμως και όχι από το ίδιο, δεν θα συμμετέχει στο νέο πρόγραμμα διάσωσης (86 δις €), με το ποσόν των 16 δις €.
Εν τούτοις, μετά από τις πιέσεις της Γερμανίας, η οποία θεωρεί απαραίτητη τη συμμετοχή του Ταμείου, φαίνεται πως υπάρχει μία σημαντική αλλαγή – αφού το ΔΝΤ δήλωσε ξαφνικά πως θα αναθεωρήσει τις θέσεις του περί διαγραφής, στη βάση ενός νέου υπολογισμού της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Ειδικότερα, αντικαθιστώντας τη μία μεταβλητή της εξίσωσης με κάποια άλλη, οι δανειστές άλλαξαν εντελώς τη μέθοδο υπολογισμού – όπου σημαντικό δεν θα είναι πλέον το απόλυτο ύψος του χρέους της Ελλάδας το 2022, το οποίο όφειλε να είναι στο 120% του ΑΕΠ, αλλά οι δυνατότητες εξυπηρέτησης του.
Σύμφωνα τώρα με τον διοικητή του ESM, δεν πρόκειται για μία «ωραιοποίηση» των αριθμών, αλλά για την αλλαγή ενός κριτηρίου, μέσω της οποίας διορθώνεται ένα λάθος του παρελθόντος – αφού, κατά τον ίδιο, αυτό που έχει σημασία για μία χώρα είναι η δυνατότητα της να πληρώνει τους τόκους και τα χρεολύσια του χρέους της.
Περαιτέρω, το ΔΝΤ φαίνεται πως πείσθηκε από την επιχειρηματολογία του ESM, κατά την οποία αυτό που θα πρέπει να το ενδιαφέρει είναι η εξόφληση των δανείων που έχει δώσει στην Ελλάδα – δηλαδή, η εμπρόθεσμη πληρωμή των τόκων και των δόσεων εκ μέρους του ελληνικού δημοσίου. Επ’ αυτού, το ΔΝΤ έχει συγκεκριμένους κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους επιτρέπεται να χρηματοδοτεί τότε μόνο κράτη, όταν οι χρηματοπιστωτικές ανάγκες τους είναι το ανώτατο στο 15% του ΑΕΠ τους – κάτι που θα ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας.
Αναλυτικότερα, το EFSF έχει δανείσει στην Ελλάδα 130 δις €, με μία περίοδο χάριτος για τους τόκους έως το 2023 – ενώ οι περισσότερες δόσεις θα πληρωθούν μετά το 2040. Η μέση διάρκεια αποπληρωμής είναι στα 32 έτη, ενώ το δάνειο δεν θα επιστραφεί με μηνιαίες δόσεις, όπως συνήθως συμβαίνει, αλλά εφάπαξ στην ημερομηνία λήξης του.
Συνοψίζοντας, τα παραπάνω σημαίνουν πως το ελληνικό δημόσιο δεν θα επιβαρυνθεί καθόλου από το δάνειο του EFSF έως το 2023 – ενώ σχετικά ανάλογες συνθήκες ισχύουν για το νέο πακέτο που εγκρίθηκε στην Ελλάδα από το ESM (μέσος χρόνος αποπληρωμής στα 32 έτη, αλλά άμεση καταβολή των τόκων, με επιτόκιο όμως μόλις 1%).
Ως εκ τούτου, πάντοτε κατά το διοικητή του ESM, η εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους (τοκοχρεολύσια) θα κοστίζει λιγότερο από το 15% του ΑΕΠ της χώρας – ενώ θα είναι εξασφαλισμένη, εάν οι Ευρωπαίοι συμφωνήσουν εντός του Φθινοπώρου ορισμένες επί πλέον ελαφρύνσεις του. Για παράδειγμα, την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, τα χαμηλότερα επιτόκια, την επιστροφή των κερδών που αποκομίζει η ΕΚΤ από τη διαπραγμάτευση των ελληνικών ομολόγων κοκ.
Επομένως, σύμφωνα με το ESM, η διαγραφή αποκλείεται, ενώ δεν είναι καθόλου απαραίτητη – αφού σε τελική ανάλυση είναι αδιάφορο εάν πληρώνει κανείς υψηλούς τόκους για χαμηλότερο χρέος ή χαμηλούς τόκους για υψηλότερο χρέος. Κατ’ επακόλουθο, η Ελλάδα είναι φερέγγυα, αντιμετωπίζοντας μόνο προβλήματα ρευστότητας – τα οποία θα επιλυθούν από το νέο πρόγραμμα διάσωσης. Είναι όμως πράγματι έτσι;
.
Η αναδιάρθρωση του χρέους
Από το ξεκίνημα της κρίσης, την οποία ουσιαστικά προκάλεσαν οι χρηματαγορές αυξάνοντας τα επιτόκια σε χρόνο μηδέν άνω του 6%, το θέμα του χρέους βρίσκεται στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων – ενώ η πρώτη αναδιάρθρωση του έγινε πολύ αργά, το 2011/12 (PSI), με αποτέλεσμα αφενός μεν τη μείωση του κατά 30%, αφετέρου τη χρεοκοπία των υγιών τότε ελληνικών τραπεζών, με την ταυτόχρονη επιβάρυνση πολλών οργανισμών του δημοσίου.
Υπήρξε παράλληλα μία σειρά σιωπηρών αναδιαρθρώσεων, οι οποίες αφορούσαν την επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης του, καθώς επίσης τη μείωση των επιτοκίων – λόγω των οποίων η μέση διάρκεια αποπληρωμής υπολογίζεται πλέον στα 16 έτη, αισθητά μεγαλύτερη συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.
Σε σχέση με το 2011, η επιβάρυνση της Ελλάδας από τους τόκους μειώθηκε σχεδόν κατά το ήμισυ, φτάνοντας στο 4% περίπου του ΑΕΠ το 2014 – ενώ η αντίστοιχη στις άλλες χώρες της περιφέρειας (Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία) αυξήθηκε.
Με δεδομένο δε το ότι, κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου το δημόσιο χρέος της χώρας μας, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ αυξήθηκε, η πραγματική επιβάρυνση από τόκους ως ποσοστό επί του ΑΕΠ μειώθηκε ακόμη περισσότερο (γράφημα, πηγή de Grauwe).
.
.