Του Χρήστου Ιακώβου
Η Τουρκία σταδιακώς άρχισε να εμπλέκεται σε μια πολεμική επιχείρηση εντός της Συρίας επιχειρώντας να πετύχει τέσσερεις στόχους. Ο πρώτος είναι να πείσει κυρίως στη Δύση ότι οι κατηγορίες εναντίον της για υποστηρικτική στάση προς το Ισλαμικό Κράτος δεν έχουν βάση. Ο δεύτερος, αλλά πολύ σημαντικός στα σχέδιά της, είναι να αποτρέψει κάθε ενδεχόμενο δημιουργίας κουρδικού κράτους στα σύνορά της με τη Συρία. Ο τρίτος είναι να εμποδίσει ταχύτατη γεωστρατηγική αναβάθμιση του Ιράν στη νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα μετά τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η πρόσφατη διεθνής συμφωνία σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Ο τέταρτος αφορά τις εσωτερικές εξελίξεις στη χώρα.
Με την αλλαγή στάσης έναντι των ισλαμιστών αλλά πρωτίστως με τη επιθετική πολιτική εναντίον των Κούρδων, ο Ερντογάν ευελπιστεί ότι θα αντλήσει ψήφους από το χώρο της τουρκικής ακροδεξιάς στις νέες εκλογές, ούτως ώστε να εξασφαλίσει την αναγκαία πλειοψηφία για να προωθήσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες μέσω των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων.
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, η Τουρκία μετέφερε σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις προς τα νοτιοανατολικά σύνορά της και άνοιξε τις αεροπορικές βάσεις του Ιντσιρλίκ και του Ντιγιαρμπακίρ για την πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ. Από τη στιγμή που η Τουρκία παραχώρησε τις βάσεις για χρήση από αμερικανικά πολεμικά αεροπλάνα και η ίδια άρχισε έστω και περιορισμένες επιθέσεις κατά των ισλαμιστών συνεπάγεται ότι σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό οι δύο χώρες έχουν ρυθμίσει τις διαφορές τους στο θέμα της Συρίας.
Οι αεροπορικές επιθέσεις εναντίον των τζιχαντιστών ενδιαφέρουν περισσότερο τους Αμερικανούς παρά τους Τούρκους. Το άνοιγμα των τουρκικών αεροπορικών βάσεων κάνει τις αεροπορικές επιθέσεις εναντίον του Ισλαμικού Κράτους πιο αποτελεσματικές. Οι αποστάσεις που είχαν να καλύψουν τα αμερικανικά αεροσκάφη που απογειώνονταν από την Αραβική Χερσόνησο επέβαλλαν τον ανεφοδιασμό στον αέρα και επιπλέον ώρες πτήσεων. Σε μεγάλο βαθμό η μείωση της απόστασης από την απογείωση έως τους στόχους στη Βόρεια Συρία δίνει περισσότερες επιλογές. Εν ολίγοις, η αεροπορική εκστρατεία θα γίνει ευκολότερη και μπορεί να επεκταθεί σε μεγάλο βαθμό, αν χρειαστεί.
Οι αεροπορικές επιθέσεις εναντίον των τζιχαντιστών ενδιαφέρουν περισσότερο τους Αμερικανούς παρά τους Τούρκους. Το άνοιγμα των τουρκικών αεροπορικών βάσεων κάνει τις αεροπορικές επιθέσεις εναντίον του Ισλαμικού Κράτους πιο αποτελεσματικές. Οι αποστάσεις που είχαν να καλύψουν τα αμερικανικά αεροσκάφη που απογειώνονταν από την Αραβική Χερσόνησο επέβαλλαν τον ανεφοδιασμό στον αέρα και επιπλέον ώρες πτήσεων. Σε μεγάλο βαθμό η μείωση της απόστασης από την απογείωση έως τους στόχους στη Βόρεια Συρία δίνει περισσότερες επιλογές. Εν ολίγοις, η αεροπορική εκστρατεία θα γίνει ευκολότερη και μπορεί να επεκταθεί σε μεγάλο βαθμό, αν χρειαστεί.
Η Τουρκία έχει μεγαλύτερη αγωνία για το ενδεχόμενο οι Κούρδοι να εκμεταλλευθούν την κατάσταση και να προχωρήσουν στην ίδρυση κράτους. Γι΄ αυτό θέλει να εξασφαλίσει συνθήκες στρατιωτικής παρουσίας στη Βόρεια Συρία μέσω της δημιουργίας “ουδετέρας ζώνης”.
Για τις σημερινές αποφάσεις και κινήσεις της Τουρκίας δεν υπάρχει χαμηλό ρίσκο αλλά, αντιθέτως, μεγάλο. Ενώ η Τουρκία αριθμητικώς έχει ένα πολύ μεγάλο στρατό για τα δεδομένα της Μέσης Ανατολής, στην πραγματικότητα όμως, ο στρατός αυτός δεν έχει πολεμικές εμπειρίες από συμβατικούς πολέμους εδώ και δεκαετίες. Επιπλέον, τα πενιχρά αποτελέσματα του αμερικανικού στρατού από την πολεμική ανάμειξη στο Ιράκ λειτουργούν ως πρότυπο για την τουρκική στρατιωτική ηγεσία, η οποία δεν θέλει να αναλάβει παρόμοιο ρίσκο.
Συνεπώς, η Τουρκία ενώ φαίνεται να αλλάζει, όπως δείχνει η πρόσφατη συμφωνία με τις ΗΠΑ προκειμένου να γίνει χρήση των δύο αεροπορικών βάσεων, στην πραγματικότητα είναι πολύ συγκρατημένη αν όχι παράλυτη έναντι επιλογών. Από στρατηγικής πλευράς, για την Άγκυρα το ρίσκο είναι πολύ μεγάλο σε σχέση με το όφελος. Στο τέλος θα αναγκαστεί να ακολουθήσει τη στάση του Ισραήλ, δηλαδή να παρακολουθεί και να αναμένει, ευελπιστώντας ότι οι εξελίξεις στη Συρία δεν θα την αναγκάσουν να αναλάβει στρατιωτική δράση. Από πολιτικής πλευράς, η Τουρκία είναι αναγκασμένη να υποστηρίζει ανοικτά κάτι το οποίο ενδομύχως απεύχεται, δηλαδή να υποστηρίζει τους Αμερικανούς στις αεροπορικές επιθέσεις κατά των ισλαμιστών, τους οποίους από την αρχή στήριζε και ενίσχυε εναντίον του καθεστώτος Άσαντ.
Το γεωστρατηγικό πρόβλημα για την Τουρκία είναι να βρεθεί ενώπιον του χειρίστου σεναρίου που είναι η δημιουργία κουρδικού κράτους στο Ιράκ και τη Συρία. Αυτή η εξέλιξη θα ενεργοποιήσει τη λογική των συγκοινωνούντων δοχείων με τους Κούρδους της Νοτιοανατολικής Τουρκίας και, ανεξαρτήτως της σημερινής θέσης των ΗΠΑ για το ΡΚΚ, θα αποσταθεροποιήσει εσωτερικώς την Τουρκία. Αυτή είναι η μοναδική εξέλιξη που θα μπορούσε να ενεργοποιήσει πιο συστηματικά την Τουρκία να αναλάβει στρατιωτική δράση, με το ρίσκο να είναι πάλι υψηλό. Η μοναδική ελπίδα που μπορεί να καλλιεργεί η Τουρκία σήμερα στην παρακολούθηση των εξελίξεων είναι η στενή σχέση που έχουν αναπτύξει οι ΗΠΑ με τους Κούρδους.
Η εξάρτηση που έχουν οι Αμερικανοί από τους Κούρδους μαχητές στον αγώνα κατά των Ισλαμιστών δημιουργεί μία ειδική σχέση που στο μέλλον ευελπιστούν οι Τούρκοι ότι η Ουάσιγκτον θα συγκρατήσει τους Κούρδους από κινήσεις που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν την ίδια. Γι’ αυτό και η Τουρκία σήμερα ακολουθεί αντιφατική πολιτική. Ενώ μέχρι τώρα στήριζε ποικιλοτρόπως τους τζιχαντιστές αναγκάζεται να συμμετάσχει αιφνιδίως σε αεροπορικές επιθέσεις εναντίον τους. Αυτή η, έστω και περιορισμένη αναστροφή της Τουρκίας, αποτελεί ένα γραμμάτιο προς εξαργύρωση για το μέλλον. Όμως στις ίδιες εξελίξεις επενδύουν και οι Κούρδοι για μελλοντική αμερικανική στήριξη. Συνεπώς όπως και να έχουν τα πράγματα οι εξελίξεις περισσότερο ανησυχούν την Τουρκία που την κάνουν να κινείται νευρικά και αντιφατικά.
Ο Χρήστος Ιακώβου είναι ο Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
πηγή:mignatiou.com