Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Η Παλιά Τρελλή αποκριά

 



Λέγαμε προχθές για τα συμβαίνοντα τις Αποκριές στους δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας. Τα ίδια ασφαλώς είχαμε και σε κάθε γωνιά της Ελλάδος. Ακόμα και στο μικρότερο χωριουδάκι, ο κόσμος μαζευόταν στα καφενεία και του έδινε και καταλάβαινε.

  • Από τον Χρήστο Μπολώση

Όμως σήμερα θα μιλήσουμε για τον τρόπο ο διασκέδαζε τότε η «χρυσή» νεολαία της εποχής εκείνης. Της δεκαετίας του ’60, που σημάδεψε τον 20ο αιώνα.

Πέραν των εκατοντάδων κλαμπ, στα οποία διασκέδαζε τότε η νεολαία, πρωτεύουσα θέση στις προτιμήσεις της, κατείχαν και τα πάρτι, πού γίνονταν σε σπίτια. Μια πολύ πειστική απεικόνιση των πάρτι της εποχής εκείνης βλέπουμε στα παλιές Ελληνικές ταινίες, εκεί που ο Κώστας Βουτσάς, η Αλίκη, ο Αλέκος Τζανετάκος, η Ζωίτσα, ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης, η Χλόη Λιάσκου, ο Νίκος Κούρκουλος, η Κατερίνα Γώγου και τα άλλα παιδιά  χόρευαν, ερωτεύονταν, τσακώνονταν, έκαναν πλάκες, αλλά και δάκρυζαν, όταν κάποιο «όχι» γκρέμιζε τα όνειρά του… Φίλιππα (Κ. Βουτσάς στην «Ψεύτρα»)…

Βέβαια η περίοδος των αποκριών ήταν μία θαυμάσια ευκαιρία για να διοργανωθεί κάποιο πάρτι.

Όμως για να φτάσουμε στο πάρτι υπήρχε πολύ παρασκήνιο και κοπιαστική προετοιμασία. Αυτό ακριβώς θα θελήσουμε να αποκαλύψουμε σήμερα, μιάς και είναι εποχή του αποχαρακτηρισμού απορρήτων εγγράφων. Να ενημερώσουμε τον κ. Κουτσούμπα, ότι δεν υπάρχει λόγος ν΄ ανησυχεί, καθόσον αυτά  δεν αφορούν το ΚΚΕ…

Η όλη διαδικασία, ακολουθούσε μία αυστηρά επιτελική, όχι σαν αυτή της κυβερνήσεώς μας, σειρά. Δηλαδή, προηγείτο η Σχεδίαση και ακολουθούσε η Διεξαγωγή, χωρίς να αποκλείονται και ενδιάμεσες, μικρές ή μεγάλες, διορθωτικές κινήσεις. Αναλυτικότερα:

α. Σχεδίαση

Εν αρχή λοιπόν ήταν το σπίτι. Πού δηλαδή θα γίνει το πάρτι. Για να γίνει εκλογή του σπιτιού, λαμβάνονταν υπόψη ορισμένοι  παράγοντες. Πρώτα ο χώρος. Είχε δηλαδή το σπίτι άνετους χώρους; Το αν εξυπηρετείτο από συγκοινωνία ήταν δευτερεύον, αφού και ποδήλατα υπήρχαν, αλλά κα τα πόδια μας νάναι καλά… Ακόμα, βασικότατο, οι γονείς του οικοδεσπότη, να συναινούσαν κα μάλιστα ασμένως στο εγχείρημα.

Πρώτα «πιανόταν» η μαμά «Ξέρεις μαμά, λέω να κάνω ένα πάρτι στο σπίτι. Όλοι οι φίλοι μου έχουν κάνει στα δικά τους και δεν είναι σωστό (τότε μ’ έπιανε ο πόνος για το τι είναι σωστό και τι όχι), εγώ να κάνω το κορόιδο. Η μαμά, που ήταν σχεδόν πάντοτε μέσα στα πράγματα, ρώταγε:

  • Ο Γιώργος έχει κάνει στο σπίτι τους;
  • Είναι μικρό.
  • Ο Μιχάλης;
  • Είναι πολύ μεγάλο.
  • Ο Αντώνης;
  • Είναι μακριά
  • Ο Θανάσης
  • Είναι κοντά.

Μετά από αυτόν τον, χωρίς τέλος, διάλογο η μαμά εξουθενωμένη, έλεγε την πολυπόθητη κουβέντα: «Καλά θα το πω στον πατέρα σου και ό,τι αποφασίσει». Αυτό σήμαινε «Ναι», διότι ο μπαμπάς, είχε μεν τις αντιρρήσεις του («τι λες ρε γυναίκα, αυτά που κοροϊδεύουμε;»), οι οποίες όμως ήταν απλώς για την τιμή των όπλων.

Ακολουθούσε ο καταρτισμός της λίστας των καλεσμένων, που σαφώς ήταν πιο δύσκολος από την δουλειά που κάνει ο αρχηγός ενός κόμματος όταν καταρτίζει τις λίστες των υποψηφίων του κόμματός του. Τότε τα πάρτι ήταν αυστηρώς «πριβέ», αφού οι συμμετέχοντες έπρεπε να έχουν προσκληθεί από τον οικοδεσπότη ή τους διοργανωτές και δεν ήταν μπάτε σκύλοι αλέστε ή «είδα φως και μπήκα», όπως σήμερα.

Άλλο θέμα προ επίλυση ήταν η τροφοδοσία, διότι βεβαίως πλην του χορού κάτι θα έπρεπε να φάνε και να πιούνε οι… παρτι –ζάνοι.

Εδώ τα πράγματα ήταν πολύ εύκολα, αφού η συνηθισμένη και τηρουμένη με θρησκευτική ευλάβεια, συνταγή τροφοδοσίας των πάρτι της εποχής, ήταν το βερμούτ και οι ξηροί καρποί. Για να συμπιεσθεί το κόστος του πάρτι, πήγαινε το χύμα σύννεφο. Εμείς λοιπόν, για να καταθέσω και τα προσωπικά μου βιώματα (έτσι δεν λένε οι κουλτουρέ;…) εκεί στο Περιστέρι που μεγάλωσα (τα έχουμε ξαναπεί αυτά, ο πατέρας ασπριτζής, η μητέρα ξενόπλενε ενώ εγώ δούλευα λουστράκος…), παίρναμε μια δυό νταμιτζάνες και πηγαίναμε στου «Σατόγλου» για ανθράκευση. Ο Σατόγλου, πιο σωστά οι αδελφοί Σατόγλου, ήταν δύο πανέξυπνοι μικρασιάτες, που η ταμπέλα του καταστήματος έγραφε μεν «Καφεκοπτείο», αλλά είχε και ποτά και ζαχαρώδη και ξηρούς καρπούς και άλλα συναφή προϊόντα. Κάπως έτσι ενεργούσαν όλοι οι… παρταδόροι εις άπασαν την επικράτειαν.

Ποτήρια,  πιάτα κ.λπ. χρειώδη, ήταν υποχρέωση του οικοδεσπότη ή μάλλον της  μαμάς του οικοδεσπότη.

Κάνα δυό ώρες πριν τη καθορισμένη έναρξη, γινόταν η διευθέτηση των δωματίων. Στην άκρη, ή και έξω, τα μεγάλα τραπέζια, γύρω γύρω οι καρέκλες και στην άκρη το πικάπ, με δίπλα ένα τραπεζάκι για τους δίσκους.

Και κάπου εδώ ολοκληρωνόταν η Σχεδίαση της επιχειρήσεως και όλα ήταν έτοιμα για την…

β. Διεξαγωγή

Πριν απ’ όλους έρχονταν οι συνδιοργανωτές, που ήταν και οι στενοί φίλοι του οικοδεσπότη («ελάτε ρε σεις νωρίτερα να κάνουμε καμιά δουλειά»). Σιγά σιγά άρχιζε η προσέλευση των καλεσμένων. Στην αρχή η ατμόσφαιρα θύμιζε την ωραία ατμόσφαιρα του Ηλιόπουλου. Όλοι κάθονταν σεμνά, ταπεινά και αμήχανα στις καρέκλες τους. Μερικοί νεαροί κάθονταν με τα πέλματα προς τα μέσα, για να δείξουν ότι έχουν «ποδοσφαιρικά» πόδια, προσόν ιδιαίτερο, για να συγκινήσουν έτσι τον στόχο τους. Αλλά, προοδευτικώς και βοηθούντος και του βερμούτ, τα πράγματα χαλάρωναν.

Κάποιος, είχε αναλάβει ατύπως τον ρόλο του ντισκ τζόκεϊ, δηλαδή να βάζει τους δίσκους, τα θρυλικά 45ράκια (δίσκοι βινυλίου, που σε ένα λεπτό έκαναν 45 στροφές) στο πικάπ. Ενίοτε εκτελούσε και παραγγελίες. Πήγαινε π.χ. ένα φίλος και τούλεγε «Ρε, μετά βάλε το τάδε τραγούδι γιατί θα χορέψω με την Ελένη». Προς τι η προτίμηση; Μα επειδή το «τάδε» τραγούδι διαρκούσε πολύ και άρα…

Και τότε οι γλυκές μελωδίες των αστεριών της εποχής, έβαζαν φωτιά στην ατμόσφαιρα. Να θυμηθούμε  εκείνα τα αστέρια. Ο Καναδός Πωλ Άνκα (Crazy love, Lonely boy, Diana), ο Νίλ Σεντάκα (Oh carol, You mean everything to me), οι Πλάτερς  (My prayer, Omly you, Thw great pretender), ο Έλβις με το It’s now or never και τόσους άλλους, που για να τους αναφέρουμε θα χρειαζόμαστε πολλές σελίδες, εστω και ηλεκτρονικές. Άλλωστε εκείνη η εποχή δεν χαρακτηρίστηκε άδικα ως «η χρυσή εποχή της μουσικής».

Κάπου κάπου, εμφανιζόταν και η μαμά, παρά τις αυστηρές εντολές («Εσείς στην κουζίνα ή πηγαίνετε δίπλα στον κ. Μπάμπη και την κ. Στέλλα»), δήθεν αν θέλαμε τίποτα, στην ουσία όμως για να ρίξει μια ματιά για το «καλώς έχειν» και μη γίνει το σπίτι «Σόδομα και Γόμορρα»…

Και έτσι ενώ προχωρούσε η βραδιά, πάντα σεμνά και ταπεινά μπορούσε κανείς να διακρίνει τα εκκολαπτόμενα ειδύλλια, αλλά και τις αγρίως σερβιριζόμενες χυλόπιττες… Πάντως τελικώς κάποιοι «τα φτιάχνανε»…

Τι σήμαινε όμως ο όρος «Τα φτιάχνανε;». Ο μεγάλος μας Αλέκος Σακελλάριος, είχε γράψε ένα σχετικό κείμενο,  χωρίς όμως, όπως ομολόγησε, να μπορέσει να δώσει μία πειστική ερμηνεία του όρου. Ας το αφήσουμε κι΄ εμείς, αν και κάτι ψυλλιαζόμαστε…

Έτσι λοιπόν κάπου εκεί περί την 12η,  άρχισαν να φεύγουν οι πρώτοι, κυρίως οι ασυνόδευτες κοπέλες και το πράγμα άρχιζε προοδευτικά να..φυλλοροεί, ώσπου στο τέλος  έπαιρνε και αυτό το πάρτι την θέση του στην ιστορία και στον χώρο των αναμνήσεων μιας εποχής, που δεν ξέρω αν ήταν  η καλύτερη ή η εποχή της αθωότητας. Σίγουρα όμως ξέρω, ότι ήταν η εποχή της νιότης μας κι’ αυτό τα λέει όλα…

Καλές αποκριές



πηγή:https://www.dimokratia.gr/apopseis/542964/trelli-apokria-2/