Ασφαλώς αρκετοί από σας, αγαπητοί φίλοι και συμπολίτες μου, θα έχετε κάπου ακούσει ή δει στο ημερολόγιό σας, ότι εδώ και οκτώ ημέρες, άνοιξε το Τριώδιο, δηλαδή έχουμε μπει στις αποκριές.
- Από τον Χρήστο Μπολώση
– Και λοιπόν; Θα ρωτήσετε οι πιο γκρινιάρηδες. Έχει πάρει χαμπάρι κάποιος ότι εδώ και μια εβδομάδα διανύουμε την πιο εύθυμη εποχή του χρόνου;
Θα συμφωνήσω απολύτως και θα επισημάνω, ότι εάν δεν υπήρχαν η κα Παγώνη, η κα Λινού (που δήλωσε ότι εν ξέρουμε πού βρισκόμαστε…), ο κ. Βασιλακόπουλος (ο οποίος σήμερα δήλωσε ότι η μάσκα έξω, προστατεύει μόνο απ το κρύο, που κρύο να τον έβρει…) και σύμπας ο λοιμωξιολογικός κόσμος να ωρύεται ότι δεν πρέπει να γίνουν οι ανά την Ελλάδα καρναβαλικές εκδηλώσεις, διότι θα στριμωχθούμε, ούτε που θα το παίρναμε χαμπάρι.
Βεβαίως και οι Πακιστανοί στριμώχνονται όταν γιορτάζουν την πρωτοχρονιά και απολαμβάνουν τον ακριβοπληρωμένο κ. Ρουβά ή όταν διαμαρτύρονται κατά της Ινδίας για το… Κασμίρ, αλλά αυτοί, αν δεν το ξέρετε, έχουν κάνει και την τέταρτη δόση εμβολίου και δεν τους πιάνει μήτε μικρόβιο του σ. Κουτσούμπα. Ρωτήστε και τον κ. Μηταράκη και τον κ. Πλεύρη.
Κάποτε όμως σύντροφοι, αυτή την περίοδο όχι μόνο την απολαμβάναμε, αλλά και της δίναμε και καταλάβαινε. Διότι τότε ο κόσμος δεν ήταν έτσι, όπως είναι ή μάλλον όπως τον έχουν καταντήσει, σήμερα. Και να σκεφτείτε ότι και δύο παγκοσμίους πολέμους είχε περάσει και μια Μικρασιατική Καταστροφή είχε ζήσει στο πετσί του. Ως κι’ έναν καταστροφικό συμμοριτοπόλεμο είχε δεχτεί. Κι’ όμως τις Απόκριες το γλένταγε κανονικά.
Και δεν μιλάμε για τις σχεδόν παραδοσιακές χοροεσπερίδες, που οργάνωναν διάφοροι φορείς. Αποτελούσαν γεγονός οι χοροί των εκφωνητών του ΕΙΡ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας), ή των Ηθοποιών, ή των Συντακτών που γίνονταν στα ακριβότερα ξενοδοχεία. Μιλάμε για τον απλό λαό.
Με το που άρχιζε λοιπόν το Τριώδιο, τον λόγο πια, είχε το γλέντι. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όλοι χόρευαν σαν τρελοί στους δρόμους επί 22 μέρες, όπως γίνεται στο Ρίο. Όμως η περίοδος αυτή, έδινε την αφορμή για σχεδόν γενικό ξασάλωμα.
Οι γύφτοι (έτσι τους έλεγαν τότε και είναι οι σημερινοί «Ρομά», τ(ρομά)ρα μας) είχαν ντύσει τις μαϊμούδες και τις αρκούδες τους κολομπίνες και γύριζαν στις γειτονιές συνοδευόμενοι από τιμητική φρουρά, που την αποτελούσε όλη η πιτσιρικαρίας που θαύμαζε και απορούσε πώς η μαϊμού μπόρηγε και πήδαγε και χόρευε. Το πώς γινόταν ίσως το πούμε άλλη φορά.
Άλλη συνηθισμένοι εικόνα ήταν το γαϊτανάκι, που αποτελούνταν από ένα μεγάλο κονταρόξυλο από το οποίο ξεκινούσαν κορδέλες. Αυτές τις κορδέλες κρατούσαν χορευτές, ντυμένοι κολομπίνες, πιερότοι και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις.
Από κοντά βέβαια και ο ταμίας, που μ’ ένα ξεθωριασμένο καπέλο μάζευε την είσπραξη από το φιλοθεάμον κοινό, το οποίο βέβαια, δολίως σκεπτόμενο αμα δε και πράττον, όταν πλησίαζε ο ταμίας απομακρυνόταν, για να ξαναπλησιάσει όταν… απομακρυνόταν ο ταμίας.
Τέλος άλλο ένα δημοφιλές… event (τύφλα στα μάτια μας) ήταν η «Γκαμήλα». Δανείζομαι το κείμενο από την εξαιρετική ιστοσελίδα του κ. Ελευθερίου Σκιαδά «Τα Αθηναϊκά»:
«Μέχρι να κυριαρχήσουν στη ζωή μας τα πλούσια στολισμένα άρματα, τα πανάκριβα αυτοκίνητα και οι σύγχρονες εικαστικές δημιουργίες, ο ελληνικός λαός είχε τους δικούς του τρόπους για να γιορτάζει τις Απόκριες. Στην αρχή οι λαϊκοί διασκεδαστές επέλεγαν ηρωικά εθνικά θέματα και επιδείξεις ρώμης. Τα αποκριάτικα πανηγύρια ακολουθούσαν την κατάσταση της κοινωνίας. Διεξάγονταν στους δρόμους της πόλης, με πρωταγωνιστές εκπροσώπους του λαού και θεάματα που δεν διακρίνονταν για την ποιότητά τους αλλά για το κέφι όσων συμμετείχαν σ’ αυτά. Πολλά αποκριάτικα θεάματα συντρόφευσαν τους Έλληνες επί έναν αιώνα μετά την απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους και τα οποία εξαφανίστηκαν. Το Γαϊτανάκι, το οποίο επανεμφανίσθηκε τα τελευταία χρόνια, οι Φασουλήδες, κουκλοθέατρο πάνω σε κάρα, αλλά και τα Ρόπαλα, που ήταν πλανόδιοι θίασοι σχοινοβατών και ακροβατών. Το κλίμα απέδιδε ο Γεώργιος Σουρής:
«Τι μούτσουνα στους δρόμους και μέσα στη Βουλή
η Αποκρηά στο γλέντι και πάλι μας καλεί»!
Ο πολιτισμός και ο εξευρωπαϊσμός εξαφάνισαν τις ανατολίτικου χαρακτήρα έθιμα, τα λαϊκά πανηγύρια, προπαντός δε την Γκαμήλα.
Η γκαμήλα ήταν μια παρωδία του αγαθού ζώου, ένα κινούμενο ομοίωμα του ανατολίτικου τετράποδου που δεν εμφανιζόταν πουθενά αλλού στον κόσμο. Ούτε στην Τουρκία, ούτε σ’ άλλες γειτονικές χώρες. Όπως έγραψε κάποτε ο Φώτος Γιοφύλλης ήταν ένα καθαρά αθηναϊκό δημιούργημα. Ωστόσο είχε ριζώσει γερά στις αποκριάτικες συνήθειες της Παλιάς Αθήνας. Μόλις άνοιγε το Τριώδιο έπρεπε να φανεί στους δρόμους η Γκαμήλα, συνοδευόμενη από το ντέφι του καμηλιέρη. Μία ή περισσότερες ψεύτικές Γκαμήλες ξεχύνονταν στην πόλη και αναστάτωναν τους δρόμους της πρωτεύουσας. Ένα ψεύτικο κεφάλι με μεγάλα σαγόνια, στηριγμένο σε ψηλό ξύλο, υψωνόταν εμπρός και τα σαγόνια κινούνταν με έναν σπάγκο. Πίσω ακολουθούσε το σώμα της Γκαμήλας. Κουρελιασμένες καναβάτσες απ’ έξω και δύο άνθρωποι από μέσα. Ο Δημήτριος Ταγκόπουλος μας πρόσφερε μια πιο κατανοητή περιγραφή, γράφοντας πως δύο κρεμανταλάδες ήταν κρυμμένοι κάτω από ένα ξύλινο σκελετό, σκεπασμένο με λινάτσα. Το κεφάλι ήταν πελώριο, ξύλινο και ντυμένο με προβιά. Το κρατούσε ο μπροστινός κρεμανταλάς, πάνω σ’ ένα κοντάρι με το ένα του χέρι και με τ’ άλλο τραβούσε έναν σπάγκο που έκανε τα ξύλινα σαγόνια του να ανοιγοκλείνουν και να βροντοκοπούν».
Εκτός όμως από τα θεάματα του δρόμου, οι απόκριες έδιναν την ευκαιρία στον απλό λαό να σκαρώνει γλεντάκια σε κάθε γειτονιά και έτσι να ξεχνάει τα βάσανά του, τα οποία και τότε (άτιμη κοινωνία που άλλους τους ανεβάζεις και άλλους τους κατεβάζεις στα τάρταρα…) ήταν «ένα βουνό οι λύπες μου», που τραγούδησε ο Γιώργος Μούτσιος σε μουσική Γεράσιμου Λαβράνου.
Τι γινότανε τότε λοιπόν;
Μαζεύονταν δυό δυό ή τρεις τρεις οικογένειες και με φαγητά ρεφενέ («Κι’ εμείς ο άλλοι μα το ναι, κάνουμε πάρτι ρεφενέ», τραγούδαγε ο Κώστας Χατζής), έστηναν τα αποκριάτικα γλεντάκια. Και να «Το γελακάκι που φορείς» και να «Το λεμονάκι μυρωδάτο» και να το «Ανέβηκα στη πιπεριά» και να «Η Σαμιώτισσα», που χάλαγε ο κόσμος. Τα ολόφωτα σπίτια (τότε δεν υπήρχε ο τιτανοτεράστιος κ. Σκρέκας να μας λέει να μην ανάβουμε τα φώτα για να κάνουμε οικονομία, ούτε η ΔΕΗ έκλεβε στους λογαριασμούς) περίμεναν. Τι περίμεναν; Τους μασκαράδες. Δηλαδή φιλικές παρέες που με αυτοσχέδιες στολές, είχαν ντυθεί γιατροί, χανούμισσες, απάχηδες, αλλά και… απροσδιόριστοι. Θυμάστε την Τζόλυ Γαρμπή στον ‘’Θανασάκη τον πολιτευόμενο’’, που ανέφερε τον γείτονά τους τον Θόδωρο λέγοντας «καλός ο Θόδωρος α, καλός και χωρατατζής. Γέλια που κάναμε τις Απόκριες που ντύθηκε γιατρός και μας ήρθε»; Κάπως έτσι γινόταν. Ερχόταν η παρέα, φωνάζανε οι οικοδεσπότες και οι άλλοι «σας γνωρίσαμε, σας γνωρίσαμε», γίνονταν τα αποκαλυπτήρια και ακολουθούσε γενναίο κέρασα.
Το έθιμο αυτό, εξακολουθεί και σήμερα, με την διαφορά ότι οι μασκαράδες κυκλοφορούν όλο τον χρόνο και χωρίς να είναι μεταμφιεσμένοι…
Από αυτά τώρα τίποτα δεν έχει μείνει. Καταλαβαίνει λίγο ότι έφτασαν οι Απόκριες από τα πρωινάδικα στην τηλετύφλωση που από τις 6 το πρωί αχάραγα, αγοράκια, «αγοράκια» και κοριτσάκια, χορεύουν κάτι δικά τους και έχουν την εντύπωση ότι διασκεδάζουν εμάς.
Και η νεολαία; Πώς διασκέδαζε τότε η «χρυσή» νεολαία της εποχής;
Η συνέχεια επί της οθόνης την προσεχή Δευτέρα, νάμαστε καλά.
Χαίρετε και αγαλλιάσθε.
Υ.Γ.: Το Τριώδιο έχει λάβει την ονομασία του από το ομώνυμο εκκλησιαστικό βιβλίο, το «Τριώδιο», το οποίο περιλαμβάνει τους ύμνους που ψάλλονται στις εκκλησίες κατά τη συγκεκριμένη περίοδο.
Οι ύμνοι αυτοί, έχουν τρεις ωδές σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ύμνους τις εκκλησίας, οι οποίοι έχουν εννέα ωδές. Αυτός είναι και ο λόγος που το βιβλίο αυτό, και κατ’ επέκταση και η συγκεκριμένη χρονική περίοδος, ονομάστηκαν τριώδιο.