Τα κακοτράχαλα και αφιλόξενα εδάφη του Αφγανιστάν πολλοί διεκδίκησαν (Πέρσες, Μακεδόνες, Μογγόλοι, Βρετανοί). Κανείς τους όμως δεν κατόρθωσε να τα θέσει υπό τον έλεγχό του για μεγάλο χρονικό διάστημα και να υποτάξει το φρόνημα των κατοίκων του. Η χώρα αυτή της κεντρικής Ασίας με τη μεγάλη στρατηγική σημασία έγινε χώρος ανταγωνισμού την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων της εποχής εκείνης, της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1979, στρατιωτικές δυνάμεις της Σοβιετικής Ένωσης εισέβαλαν στο Αφγανιστάν για να υποστηρίξουν την κομμουνιστική κυβέρνηση της χώρας που μαχόταν τους μουσουλμάνους αντάρτες, γνωστούς ως μουτζαχεντίν.
Οι Σοβιετικοί παρέμειναν στο Αφγανιστάν έως τα μέσα Φεβρουαρίου του 1989, οπότε αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν, έχοντας υποστεί μεγάλες απώλειες και η χώρα οικονομική αιμορραγία. Την εντολή της εισβολής έδωσε ο τότε ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Λεονίντ Μπρέζνιεφ και την αντίστοιχη της αποχώρησης ο εμπνευστής της «γκλάσνοστ» και της «περεστρόικα» Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
Η πολιτική κατάσταση στο Αφγανιστάν και οι ψυχροπολεμικές παρεμβάσεις
Στις 27 Απριλίου 1978, η κυβέρνηση του Μοχάμαντ Νταούντ Χαν, που είχε θέσει τέλος στη βασιλεία το 1973 με αναίμακτο πραξικόπημα, ανατράπηκε με τη σειρά της από στρατιωτικό πραξικόπημα που οργάνωσαν αριστεροί αξιωματικοί με την κάλυψη των δύο μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων του Αφγανιστάν, «Χαλκ» («Μάζες») και «Παρτσάμ» («Λάβαρο»).
Πρόεδρος του Επαναστατικού Συμβουλίου, πρωθυπουργός της χώρας και γενικός γραμματέας του ενοποιημένου Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν (ΛΔΚΑ) ανακηρύχθηκε ο 60χρονος δημοσιογράφος Νουρ Μοχάμαντ Ταράκι. Ο Μπαμπράκ Καρμάλ, ηγέτης του «Παρτσάμ», και ο Χαφιζουλάχ Αμίν του «Χαλκ» ανέλαβαν αντιπρόεδροι της κυβέρνησης. Η Λαοκρατική Δημοκρατία του Αφγανιστάν είχε γεννηθεί.
Οι ηγέτες του νέου καθεστώτος επέμειναν ότι δεν ελέγχονταν από τη Σοβιετική Ένωση. Διακήρυξαν ότι η πολιτική τους βασιζόταν στον αφγανικό εθνικισμό, στις αρχές του ισλαμισμού, στην κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη, τη μη ένταξη σε συνασπισμούς και στον σεβασμό όλων των συμφωνιών και συνθηκών που είχαν υπογράψει οι προηγούμενες αφγανικές κυβερνήσεις.
Σύντομα όμως η ενότητα μεταξύ των δύο κυβερνητικών κομμάτων διερράγη. Το «Χαλκ» αναδείχθηκε κυρίαρχο, καθώς η κύρια βάση της δύναμής του ήταν οι στρατιωτικοί. Ο Καρμάλ και οι άλλοι κορυφαίοι ηγέτες του «Παρτσάμ» στάλθηκαν στο εξωτερικό ως πρεσβευτές, ενώ έγιναν συστηματικές εκκαθαρίσεις, τόσο μελών του «Παρτσάμ», όσο και αντιφρονούντων από το χώρο της αντιπολίτευσης.
Το νέο καθεστώς, έχοντας μικρή λαϊκή υποστήριξη, άρχισε να καλλιεργεί στενότερες σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση. Η κυβέρνηση Ταράκι επέβαλε ένα πρόγραμμα κοινωνικών και αγροτικών μεταρρυθμίσεων, που απειλούσε να υπονομεύσει τα βασικά αφγανικά πολιτιστικά πρότυπα.
Το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων, που προέβλεπε μεταξύ άλλων και την ισότητα των γυναικών, σε συνδυασμό με τους πολιτικούς διωγμούς, βρήκαν αντίθετο μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Αξιόλογες βίαιες αντιδράσεις δεν σημειώθηκαν έως την εξέγερση του Νουρεστάν στα τέλη του καλοκαιριού του 1978.
Από τότε άρχισαν να εκδηλώνονται μαζικές εξεγέρσεις, κυρίως ασυντόνιστες, σ’ ολόκληρο το Αφγανιστάν και περιοδικές βομβιστικές ενέργειες να συνταράσσουν την Καμπούλ και τις άλλες μεγάλες πόλεις, με αποκορύφωμα την απαγωγή και τη δολοφονία του πρεσβευτή των ΗΠΑ, Άντολφ Νταμπς, στις 14 Φεβρουαρίου 1979. Η δολοφονική αυτή ενέργεια που καλύπτεται από πέπλο μυστηρίου μέχρι σήμερα είχε ως συνέπεια τη διακοπή της αμερικανικής βοήθειας προς το Αφγανιστάν και την υποστήριξη της αντιπολίτευσης.
Στις 28 Μαρτίου 1979 πρωθυπουργός ανέλαβε ο ηγέτης του «Χαλκ» Χαφιζουλάχ Αμίν, με τον Ταράκι να διατηρεί τις θέσεις του προέδρου του Επαναστατικού Συμβουλίου και του γενικού γραμματέα του ΛΔΚΑ. Αλλά η επέκταση των εξεγέρσεων στην ύπαιθρο συνεχιζόταν και ο αφγανικός στρατός δεν μπορούσε να τις αντιμετωπίσει. Τότε, ο Αμίν ζήτησε κι έλαβε περισσότερη σοβιετική βοήθεια σε στρατιωτικούς συμβούλους, όπλα και εφόδια.
Η διαμάχη μεταξύ των δύο ισχυρών ανδρών του Αφγανιστάν συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση και στις 14 Σεπτεμβρίου 1979 ο Ταράκι σκοτώθηκε σε μία ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των οπαδών του και αυτών του Αμίν. Ο Αμίν ως απόλυτος κυρίαρχος της κατάστασης προσπάθησε να διευρύνει την εσωτερική του βάση υποστήριξης και να προκαλέσει και πάλι το ενδιαφέρον του Πακιστάν και των ΗΠΑ για την ασφάλεια της χώρας του.
Η σοβιετική εισβολή
Η εξέλιξη αυτή επέσπευσε την απόφαση των Σοβιετικών να επέμβουν στη γειτονική τους χώρα, με την οποία είχαν κοινά σύνορα 1.800 χιλιομέτρων. Τη νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου 1979, 30.000 στρατιώτες εισέβαλαν στο Αφγανιστάν και πρώτο μέλημά τους ήταν η εγκαθίδρυση μιας νέας κυβέρνησης απόλυτα ελεγχόμενης από αυτούς.
Τρεις ημέρες αργότερα, ο Χαφιζουλάχ Αμίν σκοτώθηκε, όπως και πολλοί οπαδοί του. Ο Μπαμπράκ Καρμάλ, ηγέτης του κόμματος «Παρτσάμ», επέστρεψε στο Αφγανιστάν από την Σοβιετική Ένωση και ανέλαβε πρωθυπουργός, πρόεδρος του Επαναστατικού Συμβουλίου και γενικός γραμματέας του ΛΔΚΑ.
Η αντίδραση στη νέα κυβέρνηση και τους Σοβιετικούς δεν άργησε να εκδηλωθεί. Οι διαδηλώσεις στις πόλεις και η βία πολλαπλασιάστηκαν καθ’ όλο το 1980 και η αντίσταση κλιμακώθηκε σ' όλες τις περιοχές, με την άμεση εμπλοκή του ξένου παράγοντα, δηλαδή του Πακιστάν και των ΗΠΑ.
Στην αρχή οι σοβιετικοί εισβολείς ανέθεσαν στον αφγανικό στρατό να καταστείλει τις εξεγέρσεις και όταν αυτός απέτυχε ανέλαβαν οι ίδιοι δράση. Σύντομα, η κατάσταση περιήλθε σε αδιέξοδο, παρότι οι δυνάμεις των σοβιετικών είχαν φτάσει τις 100.000 άνδρες. Οι κυβερνητικές δυνάμεις έλεγχαν την πρωτεύουσα Καμπούλ και τις μεγάλες πόλεις, ενώ οι μουτζαχεντίν κινούνταν ελεύθερα στην ύπαιθρο χώρα.
Οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να αποκόψουν τη λαϊκή υποστήριξη προς τους αντάρτες, βομβαρδίζοντας χωριά και εκτοπίζοντας πληθυσμούς. Οι τακτικές τους αυτές προκάλεσαν μεγάλο προσφυγικό κύμα. Έως το 1982 2,8 εκατομμύρια Αφγανοί είχαν καταφύγει στο Πακιστάν και 1,5 εκατ. στο Ιράν.
Με την πάροδο του χρόνου οι ανταρτικές δυνάμεις που ήταν στην αρχή ανοργάνωτες και ποικίλων αποχρώσεων άρχισαν να βελτιώνονται επιχειρησιακά και με σύγχρονο αμερικανικό εξοπλισμό που περνούσε δια μέσου του Πακιστάν, προκαλούσαν μεγάλες απώλειες στους Σοβιετικούς. Σημαντικά πλήγματα υπέστη η σοβιετική αεροπορία από τη χρήση των φορητών αντιεροπορικών πυραύλων τύπου Στίνγκερ. Επίσης, τις τάξεις των μουτζαχεντίν πύκνωσαν μουσουλμάνοι εθελοντές απ’ όλο τον κόσμο.
Η αποχώρηση από το Αφγανιστάν
Η Σοβιετική Ένωση αιμορραγούσε οικονομικά από την εισβολή στο Αφγανιστάν. Έτσι, ο νέος ηγέτης της χώρας Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αναγκάστηκε να υπογράψει τις Συμφωνίες της Γενεύης (14 Απριλίου 1988) με το Αφγανιστάν, το Πακιστάν και τις ΗΠΑ, με τις οποίες ανέλαβε την υποχρέωση να αποσύρει τις δυνάμεις του από το Αφγανιστάν, με αντάλλαγμα το Αφγανιστάν να επιστρέψει σε καθεστώς αδέσμευτου κράτους.
Η επιχείρηση απαγκίστρωσης των Σοβιετικών στρατιωτικών δυνάμεων ξεκίνησε στις 15 Μαΐου 1988 και ολοκληρώθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1989, όταν και ο τελευταίος σοβιετικός στρατιώτης εγκατέλειψε τα αφιλόξενα εδάφη του Αφγανιστάν.
Η δεκάχρονη εμπλοκή της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν με τους 15.000 νεκρούς (25.000 σύμφωνα με δυτικές πηγές), έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατάρρευση και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991.
Το Αφγανιστάν συνέχιζε να ταλανίζεται από εμφύλιες διαμάχες, ώσπου το 2003, επενέβησαν οι Αμερικανοί για να δώσουν λύση στα προβλήματα της χώρας. Μάταια όμως. Τον Αύγουστο του 2021 αναγκάστηκαν και αυτοί να εγκαταλείψουν το Αφγανιστάν υπό την πίεση των μουσουλμάνων Ταλιμπάν, που είχαν αναδειχθεί σε κυρίαρχη δύναμη στη χώρα.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/1453?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2024-02-15
© SanSimera.gr