Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

Η Κόλαση υπήρξε στη Σιβηρία


 Καμία άλλη περιοχή της ρωσικής επικράτειας δεν έχει ταυτιστεί στο φαντασιακό των ίδιων των Ρώσων, αλλά και των ανθρώπων της Δύσης, με την εξορία, τον θάνατο ή την επιβίωση όσο η Σιβηρία. Ο θάνατος του Αλεξέι Ναβάλνι είναι ο τελευταίος σταθμός στο μεγάλο μαρτυρολόγιο που περιλαμβάνει ορισμένους από τους κορυφαίους δημιουργούς και τα σημαντικότερα έργα τους


Ντοστογιέφσκι: «Ήταν η Κόλαση» 

Στις 23 Απριλίου 1849 ο Ντοστογιέφσκι συλλαμβάνεται μαζί με άλλα μέλη του «Ομίλου Πετρασέφσκι», ως κατηγορούμενος για απόπειρα να δημιουργηθεί παράνομο τυπογραφείο με σκοπό τη διάδοση επαναστατικής ιδεολογίας. Στις 16 Νοεμβρίου 1849 όλοι καταδικάζονται από το τσαρικό καθεστώς σε θάνατο, αλλά η ποινή μετατρέπεται σε τετραετή εξορία και καταναγκαστικά έργα στο Ομσκ της Σιβηρίας. Πριν φτάσει εκεί μεταφέρεται για δέκα ημέρες (9-20 Ιανουαρίου 1850) στο κάστρο Τομπόλσκ (όπου θα φυλακιστούν αργότερα ο Τσάρος Νικόλαος Β’ και η οικογένειά του, αλλά και περισσότεροι από 2.500 πολιτικοί κρατούμενοι). Γράφει για το μέρος ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι στον αδελφό του Μιχαήλ, στις 22 Φεβρουαρίου 1854, μια εβδομάδα μετά την απελευθέρωσή του: 

Ηταν θλιβερή η στιγμή όταν περάσαμε τα Ουράλια. Τα άλογα και τα έλκηθρα βούλιαζαν στους λοφίσκους από χιόνι. Μας χτυπούσε χιονοθύελλα. Κατεβήκαμε από τα έλκηθρα –ήταν νύχτα– και περιμέναμε να τα τραβήξουν. Ολόγυρά μας μόνο χιόνι και θύελλα. Ήταν το σύνορο της Ευρώπης, μπροστά μας η Σιβηρία και η άγνωστη μοίρα μας, πίσω μας το παρελθόν. Ήταν τόσο καταθλιπτικά που έτρεξαν τα δάκρυά μου. 


Σε κείνες τις φυλακές έζησε μια συνάντηση που θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην πνευματική εξέλιξή του. Στο φρούριο της φυλακής, οι γυναίκες των επαναστατών «Δεκεμβριστών» –Φονβιζίνα, Μουραβιόβα και Aννένκοβα– δώρισαν στον Ντοστογιέφσκι ένα αντίγραφο της Καινής Διαθήκης: 

Είδαμε αυτές τις μαρτυρικές γυναίκες, που εθελοντικά ακολούθησαν τους συζύγους τους στη Σιβηρία. Εγκατέλειψαν τα πάντα: τη φήμη, τον πλούτο, τις σχέσεις τους με τις οικογένειές τους, θυσίασαν τα πάντα για να εκπληρώσουν το υψηλό ηθικό τους χρέος, το πιο ελεύθερο χρέος που μπορεί να υπάρξει. Χωρίς να φταίνε σε τίποτα, για είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια υπόφεραν τα πάντα μαζί με τους καταδικασμένους τους συζύγους.

 Η συνάντηση διάρκεσε μία ώρα. Μας ευλόγησαν για το νέο μας δρόμο, μας σταύρωσαν, και έδωσαν στον καθένα μας από ένα Ευαγγέλιο – το μοναδικό βιβλίο που επιτρεπόταν στο στρατόπεδο. Τέσσερα χρόνια βρισκόταν αυτό το βιβλίο κάτω από το μαξιλάρι μου. Το διάβαζα πότε μόνος μου και πότε σε άλλους. 

Λίγες ημέρες μετά περνάει με ξυρισμένο το μισό κεφάλι, ένα δίχρωμο πουκάμισο και έναν κίτρινο άσο στην πλάτη το κατώφλι του θαλάμου του στο Ομσκ. Ενα παλιό ξύλινο κτίριο, έτοιμο να καταρρεύσει, με σάπιο πάτωμα, στέγη που έσταζε και καπνισμένες σόμπες. «Κοριοί, ποντίκια και κατσαρίδες κατά χιλιάδες». Κοινά δοχεία – απόπατοι από το δειλινό μέχρι την αυγή. «Ηταν η κόλαση, σκότος βαθύ», θα θυμηθεί αργότερα στο ημερολόγιό του. 

Β. Σαλάμοφ: «Θυμός, το πιο παλιό συναίσθημα» 

Το 1937 ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Βαρλάμ Σαλάμοφ συλλαμβάνεται για αντεπαναστατική τροτσκιστική δράση και κατηγορείται σαν «εχθρός του λαού» (από τους βαρύτερους χαρακτηρισμούς της σταλινικής περιόδου). Στέλνεται με πενταετή ποινή καταναγκαστικών έργων στην Κολυμά, στις εσχατιές του Αρκτικού Βορρά. Η κυβέρνηση θέλει να εξορύξει τον χρυσό πάση θυσία αδιαφορώντας για το κόστος σε ανθρώπινες ζωές – στη ζοφερότερη περίοδο θα βρεθούν εκεί 800.000-900.000 κρατούμενοι. 

Ο Σαλάμοφ θα μείνει τελικά στην Κολυμά για δεκαεπτά χρόνια. Η τυπική απελευθέρωσή του έρχεται το 1951, αλλά θα βγει από εκεί μόνο με τη γενική αμνηστία τον Νοέμβριο του 1953. Οι 145 «Ιστορίες από την Κολυμά» (εκδ. Αγρα, 2023, μτφ. Ελένη Μπακοπούλου) ανήκουν πλέον στα αριστουργήματα του 20ου αιώνα μεταφέροντας εικόνα από την επίγεια κόλαση που οργάνωσε κάποτε ο ολοκληρωτισμός. 

Αυτό που ανακάλυψε στα στρατόπεδα ο Σαλάμοφ ήταν ο άνθρωπος χωρίς άλλες ιδιότητες ή προσδοκίες. Ο κρατούμενος που σκοτώνει για να φάει. Ο βίαιος δεσμώτης που θεωρείται πιο «σοφός» από έναν καθηγητή, επειδή έχει με το μέρος του τη δύναμη. Ο φυλακισμένος που ζηλεύει τους άλλους επειδή βρήκαν μια μικροδουλειά μέσα στο στρατόπεδο:

 «Ολα τα ανθρώπινα συναισθήματα –η αγάπη, η φιλία, η ζήλια, η φιλανθρωπία, το έλεος, η δίψα για δόξα, η τιμιότητα– μας είχαν εγκαταλείψει μαζί με το κρέας που στερούμασταν στη διάρκεια της παρατεταμένης λιμοκτονίας μας. Σε αυτή την ασήμαντη μυϊκή στοιβάδα που παρέμενε ακόμα πάνω στα κόκαλά μας, που μας έδινε ακόμα τη δυνατότητα να τρώμε, να κινούμαστε και να αναπνέουμε, ακόμα και να πριονίζουμε κορμούς δέντρων και να γεμίζουμε με το φτυάρι τα καρότσια με χώμα και πέτρες, και μάλιστα να σπρώχνουμε τα καρότσια πάνω σε ένα ατελείωτο ξύλινο μονοπάτι μέσα στα ορυχεία του χρυσού (…), σε αυτή, λοιπόν, τη μυϊκή στοιβάδα είχε θέση μόνο ο θυμός, το πιο παλιό ανθρώπινο συναίσθημα». 

Μαργκαρέτε Νόιμαν: από τον Στάλιν στον Χίτλερ 

Η Μαργκαρέτε Νόιμαν ήταν σύζυγος του Χάιντς Νόιμαν, ηγετικού στελέχους του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας ο οποίος απελάθηκε στην πρώην ΕΣΣΔ, συνελήφθη και εκτελέστηκε από τα σταλινικά όργανα τον Απρίλη του 1937 


Η Νόιμαν συλλαμβάνεται τον Ιούνιο του 1938 ως σύζυγος ενός «εχθρού του λαού». Στη συνέχεια εξορίζεται σε στρατόπεδα εργασίας στο Καζακστάν, την Καραγκάντα και την Μπούρμα της Σιβηρίας.  Στο βιβλίο «Εξόριστη στη Σιβηρία» (στα ελληνικά από τις εκδ. Εργατική Πάλη, επανέκδοση του 2006) περιγράφει τις απάνθρωπες συνθήκες που αντικρίζουν οι φυλακισμένοι:

 Κατά τις τρεις το πρωί, όταν το πρώτο αχνό φως της στέπας άρχισε να μπαίνει στις καλύβες, ένα σινιάλο από σάλπιγγα σήμανε εγερτήριο. Ητανε το πρώτο μου πρωί στο πειθαρχικό μπλοκ. Ακολούθησε σχεδόν αμέσως ένας βροντερός κτύπος στην πόρτα της καλύβας με τις γυναίκες και δυνατές φωνές: “Σηκωθείτε γυναίκες! Κουνηθείτε!” Ευχαριστώ Θεέ μου που πέρασε η νύχτα, ήταν η πρώτη μου σκέψη. Το μέρος ήταν γεμάτο κοριούς. Αλλά οι κοριοί δεν ήταν το μόνο κακό, υπήρχαν και ψείρες. Οι γυναίκες σύρθηκαν έξω από τη βρωμερή καλύβα τους, ακόμη μισοκοιμισμένες, γκρινιάζοντας και βλαστημώντας. Τρέμοντας από το πρωινό κρύο, τράβηξαν για τα αποχωρητήρια ή απλά έκαναν την ανάγκη τους όπου έβρισκαν. Μετά από αυτό όλοι μπήκαμε στη γραμμή για τη σούπα και ο αέρας έφερνε τη βρομιά από τα περιττώματα. 

Το 1940, στο πλαίσιο του συμφώνου Μολότοφ – Φον Ρίμπεντροπ, η Νόιμαν, μαζί με αρκετούς Γερμανούς και Εβραίους κομμουνιστές, παραδίδεται στην Γκεστάπο. Περνά άλλα πέντε χρόνια στο ναζιστικό στρατόπεδο του Ράβενσμπρουκ, όπου γνωρίζει μεταξύ άλλων τη Μιλένα Γιεσένκα, τη φίλη του Φραντς Κάφκα, η οποία «σβήνει» εκεί τον Μάιο του 1944. Η Νόιμαν επιζεί και απελευθερώνεται τον Απρίλη του 1945. 

Γκίνζμπουργκ: το αίμα και τα δάκρυα των αθώων 

Η Εβγκένιγια Γκίνζμπουργκ (1904-1977), ρωσίδα κοινωνιολόγος, παιδαγωγός και συγγραφέας, καταδικάζεται το 1938, στη δίνη της σταλινικής κάθαρσης, με την κατηγορία ότι ενεργεί ως διπλή πράκτορας. Μένει δύο χρόνια έγκλειστη στις φυλακές του Ιεροσλάβ και κατόπιν περνάει άλλα δεκαπέντε χρόνια εξόριστη στη Σιβηρία. 

Είναι μία από τις χιλιάδες κρατούμενες που χτίζουν ολόκληρες πόλεις, όπως το Μάγκανταν, κατά την εντολή του καθεστώτος. Δρόμοι χτίζονταν εκεί που πριν υπήρχε δάσος, σπίτια εμφανίζονταν εκεί που υπήρχαν μόνο βάλτοι. Θα αφήσει και αυτή το δικό της χρονικό του τρόμου με το «Ταξίδι στον ανεμοστρόβιλο»: «Πόσο παράξενη είναι η καρδιά του ανθρώπου! Η ψυχή μου ολόκληρη καταριόταν όσους είχαν επινοήσει την ιδέα για τη δημιουργία μιας πόλης σε αυτή την παγωμένη γη όπου το αίμα και τα δάκρυα αθώων ανθρώπων ζέσταναν κι έλιωσαν τον πάγο». 

Οσίπ Μαντελστάμ: ο δρόμος προς τον χαμό 

Ο ποιητής Όσιπ Μαντελστάμ συλλαμβάνεται για πρώτη φορά το 1934 για την επίθεση στον Στάλιν μέσω των ποιημάτων του, όπως το παρακάτω: Ζούμε χωρίς να νιώθουμε τη γη κάτω από τα πόδια μας, Μιλούμε και δέκα βήματα πιο πέρα δεν ακούγεται η μιλιά μας Κι όμως, όπου ακούγονται οι ψίθυροι Εκεί αναφέρεται ο αλπινιστής του Κρεμλίνου, ο δολοφόνος, ο φονιάς των χωρικών. Τα χοντρά του δάχτυλα, όμοια με σκουλήκια, είναι γεμάτα λίγδα Τα λόγια του, σαν σιδερένιο βάρος, είναι τελεσίδικα Το μουστάκι του σαν κατσαρίδα που γελάει Οι μπότες γυαλισμένες αστράφτουν… 

Αρχικά στέλνεται σε εσωτερική εξορία μαζί με τη σύζυγό του Ναντιέζντα στην πόλη Τσέρντιν των Ουραλίων. Ύστερα από ένα είδος αναστολής –και ενώ ο Στάλιν παίζει το σαδιστικό παιχνίδι που επιτρέπει στα θύματά του να πιστεύουν ότι γλίτωσαν–, μετακομίζουν στο Βορόνεζ. Το 1938 ο Μαντελστάμ συλλαμβάνεται εκ νέου και καταδικάζεται σε εγκλεισμό στη Σιβηρία. Πεθαίνει την ίδια χρονιά –υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες– μέσα σε στρατόπεδο μεταγωγής. Στο συγκλονιστικό βιβλίο «Ελπίδα στα χρόνια της απελπισίας» (Μεταίχμιο, μτφ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, 2017) η Ναντιέζντα καταγράφει το χρονικό των μετακινήσεων και των διώξεων. «Δεν πρόκειται για λογοτεχνία, αλλά για μια δειλή απόπειρα να περιγράψω τη μεταβολή της συνείδησής που, πιθανότατα, υφίσταται η πλειονότητα των ανθρώπων που πέρασαν τα μοιραία όρια» γράφει. «Η μεταβολή αυτή εκφραζόταν πρωτίστως με την πλήρη αδιαφορία για όλα όσα έμεναν πίσω, καθώς αναδυόταν η απόλυτη βεβαιότητα ότι όλοι μας παίρναμε τον δρόμο προς τον αναπότρεπτο χαμό». 


Το σημείωμα βασίζεται στα βιβλία: Anne Applebaum, Γκουλάγκ – η αληθινή ιστορία, εκδ. Ιωλκός, μτφ. Ελευθερία Τσίτσα, 2009, Joseph Frank, Dostoevsky. Α writer in his time, Princeton University Press, 2012, Λεονίντ Γκρόσμαν, Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι. Βιογραφία, μετάφραση από τα ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, επιμέλεια Ντίνα Σαμοθράκη, Αρμός, Αθήνα 2008, Robert Conquest, The great terror- a reassessment, Oxford University Press, 2007 



Πηγή: Protagon.gr



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου