Στο ερώτημα γιατί "γκρινιάζει" μια μεγάλη μερίδα Ελλήνων δηλώνοντας ότι δεν τα φέρνουν βόλτα με τα οικονομικά τους, όταν θεωρητικά και την καλή δουλειά τους έχουν και ενδεχομένως κατέχουν και θέση ευθύνης, απαντάει στην έκθεσή του για τη νομισματική πολιτική ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Αυτή η πολυπληθής κατηγορία του μεσαίου εισοδήματος εργαζομένων, οι οποίοι κατά κανόνα έχουν και τις μεγαλύτερες οικονομικές-οικογενειακές υποχρεώσεις, δεν έχουν δει καμία αύξηση εδώ και πολλά χρόνια. Στην έκθεση, για τις αμοιβές άνω των 1.650 ευρώ μηνιαίως, το βασικό εύρημα είναι ότι δεν παρατηρούνται σημαντικές μεταβολές από το 2016 μέχρι σήμερα.
Η μελέτη δεν πηγαίνει στα προηγούμενα χρόνια, αλλά φαντάζεται κανείς ότι υπήρξε αύξηση του μισθού τους όταν η χώρα χρεοκοπούσε το 2010 και το 2012;
Άρα υπάρχουν συμπολίτες μας, που η επίσημη αμοιβή τους δεν έχει αυξηθεί σχεδόν μία δεκαπενταετία.
Στην έκθεση υπάρχει αναφορά, ότι υπάρχει μια μικρή ομάδα εργαζομένων που έπαιρναν ως αμοιβή άνω των 1.650 ευρώ το 2016 και τώρα παίρνουν λιγότερα. Το τελευταίο πιθανώς οφείλεται είτε στην αντικατάσταση κάποιων εργαζομένων με άλλους χαμηλότερα αμειβόμενους, είτε σε νεοπροσλαμβανόμενους σε παρόμοιες θέσεις, οι οποίοι έχουν χαμηλότερες απολαβές. Ο,τι και να συμβαίνει, το σίγουρο είναι ότι αμοιβές που χτίζονταν χρόνια, κατέρρευσαν όχι μόνο την περίοδο της κρίσης, αλλά και έπειτα από αυτήν. Αυτές επιχειρείται να χτισθούν σήμερα και αυτό με το υπάρχον πλαίσιο συλλογικών συμβάσεων είναι σχεδόν αδύνατο.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η δημιουργία πολλών στρεβλώσεων. Στην ανάλυσή της, η ΤτΕ φέρνει το παράδειγμα σύγκρισης ενός μισθού 1.750 ευρώ το 2016 και το 2023. Σε πραγματικούς όρους, το 2023 λόγω του πληθωρισμού η αμοιβή αναλογεί σε 1.495 ευρώ (μείωση 16%). Αντίθετα, σε σύγκριση μεταξύ των ετών 2016 και 2023 για μια αμοιβή 750 ευρώ και στα δύο έτη, η αύξηση που έχει πάρει το 2023 είναι μεγαλύτερη από τον πληθωρισμό και αναλογεί σε μισθό 818 ευρώ (αύξηση 9,2%).
Την ίδια στιγμή που ο μισθός των έμπειρων εργαζομένων παραμένει καθηλωμένος, οι κυβερνήσεις από το 2016 έως σήμερα έχουν αυξήσει τον κατώτατο μισθό συνολικά κατά 33%. Τον βασικό μισθό, όπως έχουμε μάθει να τον αποκαλούμε, λαμβάνουν λιγότεροι αριθμητικά υπάλληλοι, κυρίως νέοι, νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας και… φοροφυγάδες. Χωρίς συμβάσεις σε κάθε κλάδο της οικονομίας, όπως υπήρχαν πριν από την κρίση και με ασπίδα προστασίας μόνο αυτή της εθνικής συλλογικής σύμβασης της ΓΣΕΕ, ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας μάχονται να ξεπεράσουν το χιλιάρικο, αμοιβής μηνιαίως, ανεξαρτήτως ηλικίας και προσόντων. Τα υπόλοιπα, αν υπάρχουν, τα εισπράττουν με άλλες μεθόδους, από εντελώς αφορολόγητες όπως έξοδα κίνησης έως τη δημιουργία ατομικής ή άλλης μορφής επιχείρησης.
Η φράση "να σου δώσω τον βασικό μισθό και τα υπόλοιπα θα βρούμε τον τρόπο, ώστε να μη μας τα πάρει το κράτος" ακούγεται συχνά τα τελευταία χρόνια στους χώρους εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, στις τσέπες των εργαζομένων υπό την πίεση και του πληθωρισμού μπαίνουν λιγότερα χρήματα, που χτίζουν μικρότερα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Λιγότερα είναι προφανώς και τα χρήματα που καταλήγουν στα δημόσια ταμεία είτε με τη μορφή φόρων είτε με τη μορφή εισφορών. 'Ολοι χαμένοι, αλλά κυρίως η οικονομία η οποία έχει μάθει να λειτουργεί με έναν παρασιτικό τρόπο.
Χαμένη και η κυβέρνηση που νιώθει μια πίεση να της έρχεται από την κοινωνία, χωρίς να έχει αξιολογήσει επαρκώς τις αιτίες.
πηγή:https://www.ot.gr/2024/06/27/apopseis/opinion/gia-na-mi-mas-ta-parei-to-kratos/