Σάββατο 22 Ιουνίου 2024

Το Κ.Κ.Ε. οι μυστικές συμφωνίες με την Αλβανία και οι Τσάμηδες - -Η φυγή των Τσάμηδων από την Ήπειρο και η εγκατάστασή τους στην Αλβανία - Η θέση του Κ.Κ.Ε. στο λεγόμενο "τσάμικο" μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου


 

Το σύμφωνο της Κονίσπολης μεταξύ ΕΑΜ και Αλβανών (1943)

-Η φυγή των Τσάμηδων από την Ήπειρο και η εγκατάστασή τους στην Αλβανία
- Η θέση του Κ.Κ.Ε. στο λεγόμενο "τσάμικο" μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες και πολυσυζητημένες περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας είναι αναμφίβολα τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και όσα ακολούθησαν μετά τη λήξη του.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση του ΚΚΕ το χρονικό διάστημα από το 1943 ως τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και η συνεργασία του με το ΚΚ Αλβανίας. Τα περισσότερα από τα στοιχεία που θα παρουσιάσουμε σήμερα, ήταν άγνωστα για χρόνια και ήρθαν στο φως μετά από έρευνες του Δρα Σταύρου Ντάγιου στα αλβανικά αρχεία τα τελευταία χρόνια. Τα στοιχεία αυτά παρουσιάζονται αναλυτικά στο βιβλίο του "ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ-ΕΝΒΕΡ ΧΟΤΖΑ. Συνεργασία και μυστικές συμφωνίες του ΚΚΕ με την Αλβανία 1943-1974" ΕΚΔΟΣΕΙΣ LITERATUS,2019. Μερικά από τα στοιχεία αυτά θα δούμε σήμερα ευχαριστώντας θερμά τον κύριο Ντάγιο που μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε υλικό από το βιβλίο του.

Η συνάντηση της Μεμόραχης - Το σύμφωνο της Κονίσπολης

Κομβικής σημασίας για τη στάση του ΚΚΕ μετά το 1943 ήταν όσα έγιναν τον Αύγουστο του έτους αυτού στην Αλβανία μεταξύ αντιπροσώπων του ΕΑΜ και του ΚΚ Αλβανίας.
Τον Αύγουστο του 1943 τρία προβεβλημένα στελέχη του ΚΚΕ, ο Αλέξης Γιάνναρης (Μίλτος Κυργιάννης) ως πολιτικός συντονιστής, ο Παναγιώτης Παπαδημητρίου ως στρατιωτικός παράγοντας και ο Κώστας Βαταβάλης εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Ήπειρο. Με την μετάβασή τους στη γειτονική χώρα μετά από συνεννοήσεις με μέλη του αλβανικού αντιστασιακού κινήματος, ξεκίνησαν άμεσες σχέσεις συνεργασίας μεταξύ των κομμουνιστικών οργανώσεων και των αντάρτικων ομάδων που δρούσαν στις παραμεθόριες περιοχές.


Τα στελέχη του ΚΚΕ συναντήθηκαν με τα μέλη του αλβανικού αντιστασιακού κινήματος Bedri Spahiu και Shemsi Totozhani παρουσία του Έλληνα Βορειοηπειρώτη κομμουνιστή Λευτέρη Τάλιου, ο οποίος αποτελούσε ηγετική φυσιογνωμία της περιοχής. Στις 8 Αυγούστου 1943 οι Τάλιος, Κυργιάννης και Παπαδημητρίου μετείχαν στη συνάντηση της Μεμόραχης στην οποία κλήθηκαν εκπρόσωποι όλων των τάσεων του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού. Μετά από αντεγκλήσεις και διαφωνίες αποφασίστηκε το αντιστασιακό κίνημα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία να ενταχθεί στον ευρύτερο αντιφασιστικό αλβανικό αγώνα. Ωστόσο οι περισσότεροι Βορειοηπειρώτες αντέδρασαν στις αποφάσεις αυτές και εκδήλωσαν ανοιχτά την επιθυμία τους για αυτονομία και αυτοδιάθεση της περιοχής μετά τον πόλεμο, χαρακτηρίζοντας τις αποφάσεις αυτές ως εκποίηση της πατρίδας τους στους Αλβανούς. Αρχικά με τη θέση των Βορειοηπειρωτών συμφώνησαν και οι Έλληνες απεσταλμένοι του ΚΚΕ ,με την αίρεση ότι το ζήτημα θα λυνόταν ανεπηρέαστα από τους δύο λαούς μετά τον πόλεμο.

Το θέμα της αυτοδιάθεσης αποτέλεσε από την αρχή σημείο τριβής μεταξύ ΚΚΕ και ΚΚ Αλβανίας, αν και το ΚΚΕ συμφωνούσε γενικά με την εθνική πολιτική του ΚΚ Αλβανίας για την ελληνική εθνική μειονότητα της Β. Ηπείρου και σχεδόν αποσιωπούσε την καταστρατήγηση των εθνικών της δικαιωμάτων στον βωμό του προλεταριακού διεθνισμού, της κομμουνιστικής αλληλεγγύης και της ιδεολογικής ταύτισης.
Οι αυτονομιστικές τάσεις των Βορειοηπειρωτών προκάλεσαν την οργή των Αλβανών που εγκάλεσαν τους Έλληνες ομοϊδεάτες τους για ανοχή στο πνεύμα του μεγαλοϊδεατισμού και ταύτιση με τις ελληνικές σοβινιστικές επιδιώξεις.

Η Συμφωνία της Κονίσπολης (10 Αυγούστου 1943)

Για να λυθούν τα θέματα που είχαν προκύψει δύο μέρες μετά τη συνάντηση της Μεμόραχης, συναντήθηκαν στην Κονίσπολη ομάδες Ελλήνων και Αλβανών κομμουνιστών. Εκεί συμφωνήθηκε με κοινό ψήφισμα («Απόφασις») ότι θα δημιουργούνταν ανεξάρτητες εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις για την ελληνική εθνική μειονότητα στην Αλβανία και τους μουσουλμάνους Τσάμηδες στη Θεσπρωτία η πολιτική και στρατιωτική δράση των οποίων θα καθοριζόταν από ενιαία επιτροπή. Στη σύνθεση της επιτροπής θα συμμετείχαν ένας Αλβανός, ένας Έλληνας των συνεργαζόμενων ελληνοαλβανικών οργανώσεων, ένας εκπρόσωπος από κάθε μειονότητα ελληνική και αλβανική και ένας Βρετανός απεσταλμένος ο οποίος θα έδινε το παρών μόνο όταν του το ζητούσαν οι μειονότητες. Στη συνάντηση της Κονίσπολης μετείχαν οι Αλέξης Γιάνναρης, Haki Rushiti, εκπρόσωπος του Απελευθερωτικού Μετώπου Αλβανίας, οι Rexhep Plakuκαι Qemal Karagjiozi απεσταλμένοι της Επιτροπής του ΚΚ Αλβανίας για την περιφέρεια Αργυροκάστρου.

την «Απόφασιν» αναφερόταν ότι:

"Η λύσις αυτή (ενν. της συγκρότησης αντιφασιστικών οργανώσεων) εκατέρωθεν εντός των γραμμών του σημερινού πολέμου διά την ελευθερίαν και την αυτοδιάθεσιν των λαών θα βοηθήσει την ένωσιν εις τον πόλεμον αδελφώνοντας τους γειτονικούς λαούς. Αυτός είναι ο μόνος κατάλληλος δρόμος διά εργασίαν άμεσον και αποδοτικήν".

Ιδιαίτερη σημασία έχει η διάταξη 6 της «Αποφάσεως»:


"Παρέχεται αμνηστία (χάρις) γενικήν διά όλους εκείνους οι οποίοι μέχρι τώρα έχουν εργασθεί κακώς τάσσοντες τα πολιτικά ζητήματα όσων και εις την ιδιωτικήν ζωήν, αποτελέσματα της διαφθοράς του φασισμού και του άτυπου σοβινισμού".

Η διάταξη αυτή αφορούσε τόσο τους Τσάμηδες που ομαδικά και αβίαστα είχαν ταχθεί με τους κατακτητές όσο και τους Βορειοηπειρώτες που συνεργάστηκαν με τον Ναπολέοντα Ζέρβα.

Αν και αρχικά οι δύο πλευρές χαρακτήρισαν πολύ σημαντική τη συμφωνία της Κονίσπολης σύντομα η «Απόφασις» κρίθηκε λανθασμένη και ακυρώθηκε αρχικά από την Περιφερειακή Επιτροπή Αργυροκάστρου και έπειτα από την Πανηπειρωτική Επιτροπή του ΕΑΜ.

Ήταν σαφές όμως ότι οι συμφωνίες αυτές δεν μπορούσαν να υιοθετηθούν από τα ευρύτερα πληθυσμιακά στρώματα. 

Στο σύντομο χρονικό διάστημα στο οποίο βρισκόταν σε ισχύ, η Συμφωνία της Κονίσπολης, έδωσε θάρρος στους Βορειοηπειρώτες που άρχισαν να ελπίζουν σε κάποια μορφή αυτονομίας. Συγκροτήθηκαν τρία ένοπλα σώματα, με επικεφαλής άτομα εγνωσμένου κύρους, που προπαγάνδισαν την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου και την ένωσή της με την Ελλάδα. Η δράση της επιτροπής, (γνωστής και ως αρχηγείο) διήρκησε ενάμιση μήνα. Στη συνέχεια, οι Αλβανοί κομμουνιστές εξαπέλυσαν ανηλεείς διωγμούς εναντίον των Βορειοηπειρωτών που ήταν μέλη των ομάδων αυτών. Σημειώθηκαν αιματηρές αψιμαχίες και ασκήθηκε ωμή βία από ένοπλα επίλεκτα τμήματα που αναπτύχθηκαν στην περιοχή. Οι ένοπλες εθνικιστικές ομάδες υπό τον Χρήστο Πύλο υποχώρησαν στη Δρόβιανη, ενώ στον Θεολόγο συγκροτήθηκαν με το Τάγμα «Τσαμουριά» (Cameria») και διαλύθηκαν. Οι αρχηγοί Γιώργος Ζώτος και Λευτέρης Γκουβέλης αφοπλίσθηκαν και διαπομπεύθηκαν σε ευρεία παλλαϊκή συγκέντρωση στη Δρόβιανη.

Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚ Αλβανίας έστειλε εσπευσμένα στην περιοχή τον σκληροπυρηνικό Haki Toska ο οποίος με αιματηρά μέτρα βίας και καταστολής αποκατέστησε την τάξη… Ήταν πλέον ξεκάθαρες οι προθέσεις της αλβανικής κομμουνιστικής ηγεσίας. Οι Έλληνες κομμουνιστές «υποχώρησαν μεταμελημένοι»,όπως γράφει ο Σταύρος Ντάγιος, ύστερα από τις αυστηρές συστάσεις των Αλβανών κομμουνιστών και ως τον Απρίλιο του 1944, οπότε αποχώρησαν οριστικά από την Αλβανία, «εφήρμοσαν πιστά την ιδεολογική πλατφόρμα του ΚΚΑ», με το αιτιολογικό ότι πλέον η μειονότητα είχε δικά της στελέχη.

Υπήρχε βέβαια και μια σχέση εξάρτησης-υποχρέωσης του ΕΑΜ από τους Αλβανούς, καθώς σύμφωνα με τη Διαταγή 268/1943 του αλβανικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, στάλθηκε στο ΕΑΜ τυπογραφικό χαρτί, ιατροφαρμακευτικό υλικό, είδη ένδυσης και υπόδησης, τα οποία παρείχαν στους Αλβανούς οι Βρετανοί…

Οι Τσάμηδες – Η τύχη των δωσίλογων στην υπόλοιπη Ευρώπη

Για τους Τσάμηδες, έχουμε γράψει αρκετά άρθρα. Έχουμε στη διάθεσή μας  και άλλες πηγές και θα επανέλθουμε κάποια στιγμή με νέα στοιχεία, αν και τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Οι Έλληνες της Αλβανίας εντάχθηκαν στον αντιφασιστικό αγώνα, συνεργαζόμενοι με τις αντιστασιακές οργανώσεις της χώρας, οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες έκαναν ακριβώς το αντίθετο. Να παραθέσουμε εδώ ένα άγνωστο γεγονός. Ο Γκαλεάτσο Τσιάνο (Galeazzo Ciano), Ιταλός Υπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Μουσολίνι, ήταν αποφασισμένος να κατακτήσει ένα κομμάτι της Ελλάδας και να το προσφέρει στην Αλβανία, την οποία θεωρούσε ένα είδος προσωπικού πριγκιπάτου, όπως γράφει ο Εμανουέλε Γκράτσι, ο Ιταλός πρεσβευτής που επέδωσε το τελεσίγραφο του Μουσολίνι στον Ι. Μεταξά.

Ο Τσιάνο, ήταν αλαζονικός και βίαιος και αποτιμούσε τον αλβανικό πολιτισμό ίσο με «ολίγες δεσμίδες χαρτονομίσματος» (!). Σε συνάντηση του Τσιάνο με τον Γκράτσι, στις 30 Απριλίου 1939, ο γαμπρός του Μουσολίνι ζήτησε από τον πρέσβη του να υποδείξει τρόπους και να εντοπίσει μουσουλμάνους Τσάμηδες που θα αναλάμβαναν τη δολοφονία του Έλληνα Βασιλιά Γεώργιου Β’, που θεωρούσε ότι ευνοεί τα βρετανικά σχέδια. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν έγινε. Δεν υπάρχουν και πληροφορίες ότι, έστω, το σχέδιο αυτό προχώρησε. Μάλλον άρχισε και τελείωσε στο μυαλό του Τσιάνο…

Όπως είναι γνωστό, μετά την απώθηση των Γερμανών από την Ήπειρο, τον Οκτώβριο του 1944, 15.000-17.000 μουσουλμάνοι Τσάμηδες (σύμφωνα με την καταγραφή της UNRRA), εγκατέλειψαν τη Θεσπρωτία και κατέφυγαν διωκόμενοι με τους υποχωρούντες Γερμανούς στην Αλβανία, έχοντας το στίγμα του κατοχικού δωσίλογου και του συνεργάτη των Ιταλών και των Γερμανών. Το σύνολο της κοινής γνώμης στην Ελλάδα και την Ευρώπη, καταδίκασε τον δωσιλογισμό των Τσάμηδων. Τον Μάιο του 1945, το Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων των Ιωαννίνων, τεκμηρίωσε εκατοντάδες δολοφονίες Ελλήνων, απαγωγές, εξαφανίσεις, βιασμούς γυναικών, χιλιάδες πυρπολήσεις κατοικιών και λεηλασίες χωριών από Τσάμηδες. Με την υπ’ αριθμ. 344/23-5-1945 απόφασή του, το Δικαστήριο καταδίκασε ερήμην 1.930 Τσάμηδες, πολλούς από τους οποίους με τη θανατική ποινή, ως εγκληματίες πολέμου και συνεργάτες των κατακτητών.

Με την απόφαση υπ’ αριθμ. 50862/38254 της 16/1/1947, του Υπουργείου Στρατιωτικών, από τους Τσάμηδες αφαιρέθηκε και η ελληνική ιθαγένεια και απαλλοτρίωση των περιουσιών της με αποδιδόμενες κατηγορίες για εθνική προδοσία.

Ακόμη και σήμερα, 75 χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συχνά πυκνά οι Αλβανοί θέτουν θέμα Τσάμηδων και Τσαμουριάς, ζητώντας επιστροφή τους στη Θεσπρωτία, απόδοση των περιουσιών τους κλπ. Τι έγινε όμως στην υπόλοιπη Ευρώπη, με τους συνεργάτες των ναζί και των φασιστών το 1944-1945; Ας δούμε μερικές περιπτώσεις.

Στη Γιουγκοσλαβία, 100.000 δωσίλογοι Κροάτες που είχαν συνεργαστεί με τους ναζί, κυνηγήθηκαν από τους παρτιζάνους του (Κροάτη) Τίτο. 40.000 εκτελέστηκαν επί τόπου, χωρίς καν να παραδοθούν ως αιχμάλωτοι πολέμου όπως όριζαν οι συμφωνίες των συμμάχων. Επίσης, οι Γιουγκοσλάβοι εκτέλεσαν ή απέλασαν χιλιάδες εθνοτικά Ούγγρους, χαρακτηρίζοντάς τους όλους συλλήβδην ως σφαγείς για τις ωμότητες του Ιανουαρίου του 1942. 1.000.000 Πολωνοί εγκατέλειψαν τις εστίες τους στη δυτική Ουκρανία. 500.000 Ουκρανοί έφυγαν από την Πολωνία για την ΕΣΣΔ, από τον Οκτώβριο του 1944 ως το 1946. 
Η Βουλγαρία υποχρέωσε 140.000 Τούρκους και Ρομά να καταφύγουν στην Τουρκία, οι Ρουμάνοι απελάσαν τους Ούγγρους, κυρίως της Τρανσιλβανίας, και αντίστροφα οι Ούγγροι απέλασαν Ρουμάνους. Γερμανόφωνοι Τσέχοι, απελάθηκαν από την Τσεχοσλοβακία και τους αφαιρέθηκε ένα χρόνο μετά η τσεχοσλοβακική ιθαγένεια. Ιταλοί, έφυγαν διωγμένοι από τη Γιουγκοσλαβία κλπ. Όπως γράφει εύστοχα ο Δρ Σταύρος Ντάγιος: «Σε όλη την Ευρώπη λειτούργησε πλημμελώς και βιαίως το εθιμοτυπικό δίκαιο της συλλογικής τιμωρίας, με αποτέλεσμα όλο το 1945 να συντελείτο μια ανίδωτη (=πρωτοφανής) κινητοποίηση εθνοκάθαρσης, γενοκτονίας και μετεγκατάστασης πληθυσμών, η οποία είχε αρχίσει λίγο πριν τη λήξη του πολέμου». 

                  Κ.Κ.Ε και Τσάμηδες

Όπως έχουμε αναφέρει, τόσο τα πολιτικά κόμματα, όσο και η κοινή γνώμη καταδίκασε τους Τσάμηδες και τα εγκλήματά τους. Η στάση του Κ.Κ.Ε, ήταν όμως διαφορετική… Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά περιστατικά. Οι Τσάμηδες, ως το 1947 απαιτούσαν την άμεση επιστροφή τους «στην πατρίδα τους και εγγυήσεις για τη ζωή και τις περιουσίες τους». Οι Αλβανοί κομμουνιστές, πίστεψαν αρχικά ότι το ζήτημα των Τσάμηδων μπορούσε να επιλυθεί με μυστικές διμερείς συμφωνίες του ΕΑΜ με το ΚΚ Αλβανίας, παρακάμπτοντας το επίσημο ελληνικό κράτος.

Στις 27-28 Δεκεμβρίου 1944, στη μυστική συνάντηση της Κομματικής Επιτροπής Αργυροκάστρου της Πανηπειρωτικής Επιτροπής του ΕΑΜ, οι Άρης Βελουχιώτης και Στέφανος Σαράφης, συζήτησαν την έκρυθμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα με τα Δεκεμβριανά. Ο Βελουχιώτης απάντησε ότι προς το παρόν «δεν ενδεικνυόταν η επιστροφή τους», αλλά στο άμεσο μέλλον, όταν το ΕΑΜ θα είχε υπό τον έλεγχό του μια ολόκληρη την Ήπειρο, θα «λυνόταν» οριστικά το θέμα τους, αφού η θέση του ΕΑΜ, όπως τη διατύπωσε και η Πανηπειρωτική Επιτροπή σε εγκύκλιο προς τις οργανώσεις της στις 8 Φεβρουαρίου 1945, ήταν η ανεμπόδιστη επιστροφή των Τσάμηδων. Ενθαρρυμένοι από την απόφαση αυτή, τον Μάρτιο του 1945, πολλοί Τσάμηδες, έχοντας υπέρ τους και την απάθεια του ΕΑΜ της περιοχής, επιχείρησαν να επιστρέψουν στη Θεσπρωτία, με αποτέλεσμα να σημειωθούν αιματηρές συγκρούσεις με τους ντόπιους και να υπάρξουν μερικές δεκάδες θύματα στους Φιλιάτες.

Ήταν φανερό, ότι η αλβανική πλευρά θα χρησιμοποιούσε το, λεγόμενο, «τσάμικο», ως αντίβαρο στο βορειοηπειρωτικό που θα ήταν ένα από τα θέματα της Διάσκεψης Ειρήνης του Παρισιού.

Λίγες μέρες μετά τα αιματηρά επεισόδια των Φιλιατών, στις 19 Μαρτίου 1945, η αλβανική κυβέρνηση κάλεσε τους συμμαχικούς εκπροσώπους στα Τίρανα και τους εξέφρασε την έντονη διαμαρτυρία της για τα ειδεχθή εγκλήματα των ελληνικών αρχών σε βάρος των Τσάμηδων, ζητώντας την παρέμβασή τους για τη συνολική διευθέτηση του ζητήματος. Στις 27 Μαρτίου 1945, Τσάμηδες πραγματοποίησαν ογκώδη πορεία διαμαρτυρίας κατά των «ειδεχθών εγκλημάτων του στρατηγού Ζέρβα», στην Κονίσπολη, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Τον Νοέμβριο του 1945, όταν ο Βρετανός Υφυπουργός Εξωτερικών Hector McNeil επισκέφθηκε την Ελλάδα, οι Τσάμηδες απευθύνθηκαν προς αυτόν, ζητώντας από τους συμμάχους να παρέμβουν για να δοθεί ένα τέρμα στο «εκτυλισσόμενο αίσχος εις βάρος τους».

Διερευνητική Επιτροπή, η οποία συστάθηκε από τον Ο.Η.Ε. το 1947, απέτυχε να εξετάσει τα εθνοτικά θέματα κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων, όπως παραδεχόταν τον Ιούνιο του 1948.

Το ΚΚΕ, διαχώρισε και πάλι τη θέση του από τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα. Θεωρούσε τους Τσάμηδες θύματα των ειδεχθών ανοσιουργημάτων του στρατηγού Ζέρβα και της ελληνικής αντίδρασης, καταδίκαζε τις ωμότητες σε βάρος τους, ενώ σχεδόν αποσιωπούσε το ένοχο παρελθόν των Τσάμηδων και τη συνεργασία τους με τους κατακτητές. Σε επανειλημμένα δημοσιεύματά του ο «Ριζοσπάστης», έκανε αναπαραγωγή των δηλώσεων του Ενβέρ Χότζα ή άλλων Αλβανών αξιωματούχων για τους Τσάμηδες, ουσιαστικά υιοθετώντας τις ανακρίβειες που αυτοί έλεγαν. Στις 28 Ιουλίου 1946,ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Οι σφαγές και οι λεηλασίες του Ζέρβα στη Θεσπρωτία: ένα ιστορικό έγγραφο». Με αυτό, το Κ.Κ.Ε. καταδίκαζε δημόσια, τις ωμότητες και τα εγκλήματα του Ζέρβα στην Ήπειρο, μέσω επιστολής ενός Συνταγματάρχη Πεζικού, που λεγόταν Νικόλαος Κατηφόρης και είχε κάνει επιτόπια έρευνα στη Θεσπρωτία.

Στις 11 Φεβρουαρίου 1947, ο «Ριζοσπάστης» φιλοξενούσε δημοσίευμα με την αγόρευση του Αλβανού Συνταγματάρχη Νέστι Κερέντζι για τους Τσάμηδες, ενώπιον της Διερευνητικής Επιτροπής του Ο.Η.Ε 

«Η πιο απηνής τραγωδία για την αλβανική μειονότητα συντελέσθηκε τον Ιούνιο του 1944 από την 10η Μεραρχία του ΕΔΕΣ, διοικούμενη από τον Αντισυνταγματάρχη Αριστείδη Καμάρα, η οποία πυρπόλησε πόλεις και χωριά», ισχυριζόταν ο Κερέντζι.

Η άμεση εμπλοκή της Αλβανίας στον ελληνικό εμφύλιο, υποβίβασε την υπόθεση των Τσάμηδων. Όπως είδαμε σε προηγούμενο άρθρο μας, η προσπάθεια για ένταξή τους στον ΔΣΕ, είχε πενιχρά αποτελέσματα. Ωστόσο, η στάση του ΚΚΕ στο λεγόμενο «τσάμικο», ήταν τουλάχιστον περίεργη και ακατανόητη.

Ανάλογη ήταν και η στάση του ΚΚΕ στο θέμα των «σλαβόφωνων» της Μακεδονίας, όπως θα δούμε σε μελλοντικό μας άρθρο.

Ευχαριστούμε θερμά τον Δρα Σταύρο Ντάγιο που μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το βιβλίο του «ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ-ΕΝΒΕΡ ΧΟΤΖΑ. Συνεργασία και μυστικές συμφωνίες του ΚΚΕ με την Αλβανία», εκδόσεις LITERATUS 2019 και για τις πρόσθετες πληροφορίες που μας έδωσε σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε μαζί του.