Πέμπτη 14 Απριλίου 2022

Εισβολή Πούτιν στην Ουκρανία - Πώς η βρισιά "Russian warship, go f**k yourself!" έγινε "όπλο" αντίστασης των Ουκρανών


 Ένας άνδρας με ένα τσιγάρο στο στόμα διασχίζει έναν δρόμο κρατώντας μια νάρκη. Μια γυναίκα απειλεί να κάνει μάγια σε ένα Ρώσο οδηγό τεθωρακισμένου. Οι άνθρωποι σε αυτά τα βίντεο που έχουν γίνει viral, όπως και σε πολλά άλλα που έχουν προκύψει από την αντίσταση της Ουκρανίας στην εισβολή της Ρωσίας, κάνουν τρία πράγματα: δείχνουν απίστευτο θάρρος υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους, μιλούν ρωσικά και βρίζουν.

Φυσικά οι άνθρωποι βρίζουν εν καιρώ πολέμου και πολλοί Ουκρανοί, ειδικά στα ανατολικά και τα νότια της χώρας, μιλούν ρωσικά. Αυτό που οι ελλιπώς ενημερωμένοι παρατηρητές της Ουκρανίας, με πρώτο τον Βλαντιμίρ Πούτιν, δεν κατάφεραν να προβλέψουν, είναι ότι το να μιλάς ρωσικά δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι υποστηρίζεις τη Ρωσία. Ο συνδυασμός αυτών των τριών πραγμάτων – αντίσταση, ρωσικά και βρισιές – και η εξέχουσα θέση τους στην κάλυψη του πολέμου, είναι από μόνος του σημαντικός. Οι βωμολοχίες μπορεί να φαντάζουν ασήμαντες σε μια τόσο φρικτή σύγκρουση, μας προσφέρουν όμως μια ευκαιρία να καταλάβουμε τη γλώσσα, η οποία έπαιξε μεγάλο ρόλο τόσο στα δεδηλωμένα κίνητρα της Μόσχας για αυτή την εισβολή, όσο και στην αντίσταση του Κιέβου.

Οι βωμολοχίες κατέχουν μια αμφίσημη θέση στη ρωσική γλωσσική κουλτούρα. Από τη μία πλευρά, οι Ρώσοι είναι υπερήφανοι για την εκφραστικότητα των βρισιών τους και χάρη σε μεγάλο βαθμό στα διαδικτυακά παιχνίδια, αυτό το ταλέντο έχει βρει ένα διεθνές ακροατήριο. Από την άλλη, οι ρωσόφωνες κοινωνίες έχουν ακόμα ισχυρά ταμπού κατά της δημόσιας βωμολοχίας. Είναι αλήθεια ότι οι λογοκριτικές νόρμες της ΕΣΣΔ στα μέσα του προηγούμενου αιώνα έχουν σταδιακά διαβρωθεί, πρώτα στη δεκαετία του 1970 χάρη στην παράνομη λογοτεχνία, στη συνέχεια από τη χαλάρωση της λογοκρισίας και την εισροή της δυτικής κουλτούρας στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 και, τέλος, από την άνοδο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αν και τα τελευταία θολώνουν τις διακρίσεις μεταξύ λόγου και κειμένου και μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, οι αυστηροί κανόνες εξακολουθούν να ισχύουν. Μάλιστα, η Ουκρανία και η Ρωσία ψήφισαν νόμους κατά της βωμολοχίας το 2019 και το 2021 αντίστοιχα.

Είναι εντυπωσιακό, επομένως, ότι οι βωμολοχίες φαίνεται ότι είναι πλέον αποδεκτές στην Ουκρανία και μάλιστα κάποιες από αυτές έχουν γίνει σύνθημα που έχει τυπωθεί σε μπλουζάκια και διαφημιστικές πινακίδες σε όλη τη χώρα. Η ουκρανική κυβέρνηση κυκλοφόρησε ακόμη και ένα αναμνηστικό γραμματόσημο με έναν στρατιώτη που δείχνει το μεσαίο δάχτυλο σε ρωσικό πλοίο.

Όμως αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Ακριβώς όπως αυτός ο πόλεμος αποτελεί μέρος μιας μακροχρόνιας σύγκρουσης, έτσι και οι βωμολοχίες έχουν εισχωρήσει στον πολιτικό διάλογο στην Ουκρανία εδώ και αρκετό καιρό. Η φράση «Ο Πούτιν είναι ένας μ@@@@ς» (Putin – khuilo)- αρχικά ένα ποδοσφαιρικό σύνθημα- μετατράπηκε σε σύνθημα κατά του ρωσικού ιμπεριαλισμού μετά το Euromaidan το 2013-14.

Η απομάκρυνση της Ουκρανίας από τη γλωσσική σοβιετική υπεροψία κάνει δύο πράγματα. Πρώτον, επισημαίνει ότι ο πόλεμος είναι σοβαρός και ότι θα πρέπει να αφήσουμε τις ευγένειες στην άκρη. Δεύτερον, υπογραμμίζει το χάσμα μεταξύ των επικοινωνιακών στρατηγικών του Πούτιν και του Ζελένσκι. Ο Ουκρανός πρόεδρος και η ομάδα του έδειξαν ότι κατέχουν -ακόμη και σε συνθήκες πολιορκίας- τους μηχανισμούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τον τρόπο με τον οποίο μπλέκονται το ερασιτεχνικό με το επαγγελματικό, το δημόσιο με το ιδιωτικό. Η γλώσσα της δημόσιας περσόνας του Ζελέσνκι ενισχύει αυτή την αίσθηση οικειότητας. Σε συνέντευξη Τύπου στις 3 Μαρτίου, απευθύνθηκε απευθείας στον Πούτιν στα ρωσικά, χρησιμοποιώντας τον ανεπίσημο τύπο προσφώνησης «ty» και λέγοντάς του: «Είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, κάθισε μαζί μου, δεν δαγκώνω».

Αυτή η χαλαρή συμπεριφορά, η οποία είναι εμφανής και στην λιτή εμφάνιση του Ζελένσκι και της ουκρανικής αντιπροσωπείας στις ειρηνευτικές συνομιλίες, έρχεται -σκόπιμα- σε αντίθεση με την εικόνα του Πούτιν με τα μακριά τραπέζια, τα ιστορικά παραληρήματα και το τεχνοκρατικό κοστούμι και γραβάτα.

Η στάση απέναντι στην βωμολοχίες, ωστόσο, αποκαλύπτει ένα βαθύτερο χάσμα μεταξύ Μόσχας και Κιέβου. Παραδοσιακά, υπάρχουν τέσσερις λέξεις τις οποίες δεν μπορείτε να τυπώσετε σε ένα ρωσικό δημοσίευμα ή να πείτε στην τηλεόραση. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ρυθμιστική αρχή των μέσων ενημέρωσης της χώρας έχει απαγορέψει στα ΜΜΕ να χρησιμοποιούν τη λέξη «πόλεμος» καθώς η Μόσχα αποκαλεί επίσημα την επέμβασή της «ειδική στρατιωτική επιχείρηση». Αυτού του είδους ο ευφημισμός είναι συνηθισμένος στους πολεμοκάπηλους κύκλους παγκοσμίως, αλλά η τραγελαφική ειρωνεία της απαγόρευσης της συγκεκριμένης λέξης αποκαλύπτει μια ιδιαίτερη παθολογία του Πούτιν όσον αφορά τη στάση του απέναντι στη γλώσσα και η οποία έχει πολλά κοινά με το γεωπολιτικό του όραμα.

Αν και ο ίδιος ο Πούτιν έχει μια προτίμηση στα χοντροκομμένα αστεία, αποφεύγει τις βωμολοχίες και η θητεία του στην εξουσία χαρακτηρίζεται από επανειλημμένες απόπειρες καταστολής της δημόσιας βωμολοχίας, προκειμένου να δείξει τη δέσμευσή του στις «παραδοσιακές αξίες». Δείχνει επίσης ότι κατέχει τον κεντρικό έλεγχο της ελευθερίας της έκφρασης. Τυχαία ή σκόπιμα, οι πρωτοβουλίες αυτές συνέπιπταν συχνά με επιθέσεις κατά της Ουκρανίας.

Το 2005, αφού η «πορτοκαλί επανάσταση» είχε αρχίσει να αποδυναμώνει τη ρωσική επιρροή στην Ουκρανία, ψηφίστηκε στη Ρωσία ένας νέος νόμος που επιβεβαίωνε το καθεστώς της ρωσικής ως κρατικής γλώσσας και υποσχόταν κυβερνητική δράση κατά «λέξεων και φράσεων που δεν ανταποκρίνονται στους κανόνες της σύγχρονης λογοτεχνικής ρωσικής γλώσσας».

Τον Μάρτιο του 2014, η Ρωσία ολοκλήρωσε την προσάρτηση της Κριμαίας και άρχισε να χρηματοδοτεί τις αποσχισθείσες δημοκρατίες στο Ντονμπάς. Τον επόμενο μήνα, η υφιστάμενη απαγόρευση της βωμολοχίας στα έντυπα μέσα και την τηλεόραση, επεκτάθηκε στο θέατρο, τον κινηματογράφο και τη μουσική. Από τον Φεβρουάριο του 2021, οι ίδιοι κανόνες εφαρμόζονται, θεωρητικά τουλάχιστον, και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Πιο πρόσφατα, μόλις ξεκίνησε η τρέχουσα εισβολή, ο φυλακισμένος αντιπολιτευόμενος Αλεξέι Ναβάλνι κατηγορήθηκε για ασέβεια προς το δικαστήριο. Αυτή η κατηγορία βασίστηκε εν μέρει στη χρήση των εκφράσεων «blin» και «yo-moyo» («διάολε» και «γα@@). Με αυτό τον τρόπο, το ρωσικό καθεστώς στέλνει ένα ευρύτερο μήνυμα: «αν χρειαστεί, θα σας πιάσουμε και για το παραμικρό ολίσθημα».

Η άρνηση της ουκρανικής κυριαρχίας και η δυσανεξία στις βωμολοχίες ταιριάζουν επίσης με το αφήγημα του «Πουτινισμού», σύμφωνα με το οποίο, τη δεκαετία του 1990, η Δύση διατάραξε σκόπιμα τη ρωσική σταθερότητα είτε συμβάλλοντας στη διάλυση της μητέρας πατρίδας, είτε με βρισιές, αλλά ο ηγέτης εξομαλύνει αυτές τις παρατυπίες. Επιπλέον, και τα δύο αποτελούν απόδειξη μιας στάσης απέναντι στον κόσμο που είναι άκρως κανονιστική: ορισμένα πράγματα είναι εγγενώς νόμιμα ενώ άλλα όχι, και αυτοί οι κανόνες καθορίζονται από τη Μόσχα. Αυτό σημαίνει ότι αρνούνται να αποδεχτούν πώς μιλούν και τι σκέφτονται πραγματικά οι άνθρωποι για την εθνική τους ταυτότητα.

Η αποφασιστικότητα του κράτους να ελέγξει τη γλώσσα με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνει την αντίδραση όσων του αντιτίθενται. Πρώτον, τα ταμπού κάνουν τις λέξεις πιο ισχυρές. Η πλήρης απαγόρευση ακόμη και της αναγνώρισης του πολέμου είναι αυτό που έκανε αναγκαίο το περιστατικό με την Μαρίνα Οβσιάννικοβα η οποία διέκοψε τις ειδήσεις της ρωσικής κρατικής τηλεόρασης κρατώντας μια πινακίδα που έγραφε «Όχι στον πόλεμο. Σταματήστε τον πόλεμο. Μην πιστεύετε την προπαγάνδα που σας λένε. Οι Ρώσοι είναι κατά του πολέμου».

(Twitter)

Επιπλέον, o κρατικά καθοδηγούμενoς διαχωρισμός μεταξύ λόγου και πραγματικότητας παρέχει χώρο για δημιουργικές αντεπιθέσεις. Στα τέλη Φεβρουαρίου τα ρωσικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχαν κατακλυστεί από λογοπαίγνια που αναφέρονταν στην φράση της κυβέρνησης «ειδική στρατιωτική επιχείρηση». Η ίδια λογική της υποκατάστασης υπήρξε συχνό χαρακτηριστικό των διαδηλώσεων. Καθώς απαγορεύεται να γράψουν «Όχι στον Πόλεμο», οι διαδηλωτές βγήκαν με πλακάτ που έγραφαν «Δύο Λέξεις» ή μια σειρά από αστερίσκους. Αυτός ο χειρισμός του νοήματος από κυβερνητικούς και αντιφρονούντες θυμίζει τη μακρά παράδοση των παρωδιακών συνθημάτων στην τέχνη των Komar και Melamid και των εννοιολόγων της Μόσχας, οι οποίοι επέστησαν την προσοχή στο κενό της σοβιετικής ρητορικής.

Αυτό το «παιχνίδι» φαίνεται να απέχει πολύ από την αυταρχική βεβαιότητα που κρύβεται πίσω από τους αυστηρούς κανόνες του Πουτιν σχετικά με το τι δεν μπορεί να λεχθεί και τις ασπρόμαυρες διακρίσεις μεταξύ «πραγματικών» και «επινοημένων» εθνών. Ο Πούτιν χρησιμοποίησε τους κριτικούς μηχανισμούς του μεταμοντερνισμού -το θέαμα, το παράδοξο και την αμφισβήτηση της απόλυτης αλήθειας– για να επιτύχει τους σκοπούς του, αναβιώνοντας συχνά σοβιετικές φόρμες που στερούνται ιδεολογικού περιεχομένου. Η μεγαλύτερη τραγωδία και ο μεγαλύτερος θρίαμβος της σοβιετικής εποχής, ο νικηφόρος πόλεμος κατά της ναζιστικής Γερμανίας, αξιοποιείται όπως το πορτοκαλί και το μαύρο στις κορδέλες του Αγίου Γεωργίου που χρησιμοποιούνται τώρα ως σύμβολο του πατριωτισμού. Και εδώ, η χειραγώγηση των συμβόλων του παρελθόντος έχει πλέον φτάσει σε ένα ακραίο σημείο γελοιότητας και βίας, με αθώους Ουκρανούς, εγγόνια σοβιετικών στρατιωτών και επιζώντες του Ολοκαυτώματος να χαρακτηρίζονται «φασίστες» και τον βομβαρδισμό νοσοκομείων να περιγράφεται ως «αποναζιστικοποίηση».

Ίσως λόγω της απόλυτης ανακρίβειας αυτής της σύγκρισης, οι προπαγανδιστές υπέρ του Πούτιν άρχισαν να ψάχνουν πέρα από τη σοβιετική κουλτούρα για εικονογραφία. Το αποτέλεσμα είναι το πανταχού παρόν γράμμα «Ζ», το οποίο εντοπίστηκε για πρώτη φορά πάνω σε τανκς που εισέβαλλαν στην Ουκρανία. Κανείς δεν ξέρει αν σημαίνει κάτι. Είναι όμως ένα εύχρηστο εργαλείο για τη δημιουργία μιας ευέλικτης και ιδιοτελούς μυθολογίας, που θυμίζει όχι μόνο το «Q» της αμερικανικής ακροδεξιάς, αλλά και το πολυδύναμο «P» του κλασικού έργου του Βίκτορ Πελέβιν για τον καταναλωτισμό, τη συνωμοσία και τη χειραγώγηση των υπολογιστών, με τίτλο «Generation P».

Το «Ζ» δεν είναι γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου, γεγονός που πιθανώς διευκόλυνε τη μετατροπή του σε ένα αφηρημένο σύμβολο, αποκομμένο από τη γλώσσα – όπως και ο πρόδρομός του, η σβάστικα. Ως εκ τούτου, η προβολή του σε μια εποχή που ρωσικές λέξεις όπως «voina» και «khui» απαγορεύονται, συμπυκνώνει το παράδοξο της γλώσσας σε αυτόν τον πόλεμο. Ενώ το ρωσικό κράτος ισχυρίζεται ότι αγωνίζεται για τη διατήρηση της ρωσικής γλώσσας, επιτίθεται εναντίον της, δολοφονώντας τους ρωσόφωνους, μολύνοντας τη ρωσική κουλτούρα μέσω της συσχέτισης και αποδυναμώνοντας τη νοητή σύνδεση μεταξύ της ρωσικής λέξης και του ρωσικού εδάφους. Εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσοι έχουν φύγει στο εξωτερικό τους τελευταίους μήνες- οι ρωσόφωνες κοινότητες στις γειτονικές χώρες φαίνεται να παίρνουν το μέρος της Ουκρανίας. Στην Ουκρανία, ο Πούτιν διέλυσε με μια κίνηση τις όποιες εντάσεις μεταξύ Ουκρανών διαφορετικής γλωσσικής προέλευσης, ενώνοντάς τους εναντίον ενός κοινού εχθρού.

Μακροπρόθεσμα, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η ρωσική γλώσσα θα μιλιέται όλο και λιγότερο εκτός Ρωσίας. Μπορεί όμως η ρωσική γλώσσα να επωφεληθεί από μια αποσύνδεση από την «μαμά πατρίδα». Ωστόσο, σήμερα, αυτές οι εικασίες δεν απασχολούν ιδιαίτερα τους ρωσόφωνους αντιστασιακούς της Ουκρανίας.


 

 

πηγή: ertnews.gr - https://www.ertnews.gr/eidiseis/pos-i-vrisia-egine-oplo-antistasis-ton-oykranon-long-read/