Ως Σφαγή του Κατίν έμεινε στην ιστορία η μαζική εκτέλεση χιλιάδων Πολωνών αξιωματικών από τους Σοβιετικούς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το αποτρόπαιο αυτό γεγονός έλαβε χώρα την άνοιξη του 1941, στο δάσος Κατίν κοντά στην πόλη Σμολένσκ της τότε Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ρωσίας. Η ανακάλυψη της σφαγής από τα κατοχικά γερμανικά στρατεύματα, τον Απρίλιο του 1943, προκάλεσε τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της εξόριστης πολωνικής κυβέρνησης, που ήταν σύμμαχοι στο αγώνα κατά του Ναζισμού. Οι Σοβιετικοί επέρριψαν την ευθύνη στους Γερμανούς, αλλά η μετακομμουνιστική Ρωσία παραδέχτηκε τη Σφαγή του Κατίν, με τη δημοσίευση σειράς ντοκουμέντων.
Τα γεγονότα που οδήγησαν στη Σφαγή του Κατίν άρχισαν να εκτυλίσσονται με την υπογραφή του Συμφώνου Μη Επιθέσεως μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης, γνωστού και ως Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ (23 Αυγούστου 1939). Ένα από τα μυστικά του πρωτόκολλα περιλάμβανε τον διαμελισμό της Πολωνίας μεταξύ των δύο πρόσκαιρων συμμάχων. Πράγματι, η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1939, στην εναρκτήρια στρατιωτική επιχείρηση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ακολούθησαν λίγες ημέρες αργότερα οι Σοβιετικοί (17 Σεπτεμβρίου), με την κατάληψη εδαφών της χώρας ανατολικά της Γραμμής Κώρζον.
Από την πλευρά τους, οι Σοβιετικοί συνέλαβαν χιλιάδες Πολωνούς - στρατιωτικούς, αστυνομικούς και μέλη της πνευματικής και επιχειρηματικής ελίτ - τους οποίους ενέκλεισαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης. Μετά, όμως, την εισβολή της Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση, τον Ιούνιο του 1941, η πολωνική εξόριστη κυβέρνηση (με έδρα το Λονδίνο) συμφώνησε με τους Σοβιετικούς να συνεργαστούν κατά της Γερμανίας και στις 30 Ιουλίου άρχισε να σχηματίζεται μία πολωνική στρατιά στο σοβιετικό έδαφος. Καμία συμφωνία, ωστόσο, δεν επιτεύχθηκε σχετικά με το κρίσιμο ζήτημα των μελλοντικών πολωνο-σοβιετικών συνόρων.
Τους επόμενους μήνες ο πολωνός στρατηγός Βλάντισλαβ Άντερς άρχισε να οργανώνει την πολωνική στρατιά. Όταν, όμως, ζήτησε οι 10.000 - 15.000 πολωνοί αιχμάλωτοι πολέμου να τεθούν υπό τις διαταγές του, πληροφορήθηκε, στις 3 Δεκεμβρίου 1941 ότι οι περισσότεροι από αυτούς είχαν δραπετεύσει στη Μαντζουρία. Μόνο 448 αξιωματικοί προσχώρησαν στις δυνάμεις του. Το 1942 η νεοσχηματισμένη πολωνική στρατιά μεταφέρθηκε από τη Σοβιετική Ένωση στη Μέση Ανατολή.
Η τύχη, όμως, των αγνοουμένων αιχμαλώτων συνέχιζε να παραμένει ένα μυστήριο. Στις 13 Απριλίου 1943 οι Γερμανοί ανακοίνωσαν ότι είχαν ανακαλύψει ομαδικούς τάφους Πολωνών αξιωματικών (καταμετρήθηκαν 4.443 πτώματα) στο δάσος Κατίν κοντά στο Σμολένσκ και κατηγόρησαν τους Σοβιετικούς ως υπεύθυνους για τη σφαγή. Δύο μέρες αργότερα, η σοβιετική κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι πολωνοί αιχμάλωτοι είχαν χρησιμοποιηθεί σε κάποιο έργο που κατασκευαζόταν δυτικά του Σμολένσκ και κατηγόρησε τον γερμανικό στρατό ότι τους σκότωσε αφού κατέλαβε την περιοχή τον Ιούλιο του 1941.
Η πολωνική κυβέρνηση ζήτησε από τον Ερυθρό Σταυρό να εξετάσει τους τάφους (17 Απριλίου 1943) και κάλεσε τη σοβιετική κυβέρνηση να δώσει επίσημη έκθεση για τη μοίρα των υπόλοιπων αγνοουμένων. Στις 25 Απριλίου 1943 η σοβιετική κυβέρνηση διέκοψε αιφνιδίως τις διπλωματικές σχέσεις με την πολωνική κυβέρνηση του Λονδίνου και εγκατέστησε δική της εξόριστη κυβέρνηση, αποτελούμενη από πολωνούς κομμουνιστές. Οι έρευνες που ακολούθησαν, τόσο από τους Γερμανούς, όσο από τον Ερυθρό Σταυρό, έδειξαν ότι η σφαγή έγινε την άνοιξη του 1940, όταν την περιοχή κατείχαν οι Σοβιετικοί.
Η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, των οποίων κύριο μέλημα το 1940 ήταν η συντριβή της Γερμανίας, ενοχλήθηκαν με τη στάση της πολωνικής εξόριστης κυβέρνησης, που αρνιόταν να δεχθεί τις σοβιετικές θέσεις για την αποκατάσταση των πολωνο-σοβιετικών σχέσεων (που στην πραγματικότητα σήμαιναν αναγνώριση της Γραμμής Κώρζον ως ανατολικών συνόρων της Πολωνίας). Κατά συνέπεια, στη Διάσκεψη της Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου - 1 Δεκεμβρίου 1943) η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ, ελπίζοντας να ελαττώσουν την ένταση που προκάλεσε η υπόθεση Κατίν και να διαφυλάξουν τη συμμαχία τους με τη Σοβιετική Ένωση, αγνόησαν τις πολωνικές διαμαρτυρίες και συμφώνησαν να ορίσουν τα μεταπολεμικά πολωνο-σοβιετικά σύνορα στη Γραμμή Κώρζον. Αυτή η οριοθέτηση επικυρώθηκε από τους Συμμάχους στη Διάσκεψη τής Γιάλτας (4-11 Φεβρουαρίου 1945).
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Σφαγή του Κατίν βρισκόταν κατά περιόδους στο πεδίο της αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο ιδεολογικών στρατοπέδων. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η ρωσική κυβέρνηση ζήτησε επισήμως συγγνώμη (13 Απριλίου 1990) και αποκάλυψε σειρά ντοκουμέντων που αποδείκνυαν ότι τη Σφαγή στο Κατίν, αλλά και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης εντός της Σοβιετικής Ένωσης, είχε διατάξει το υπό τον Στάλιν Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΣΕ, κατόπιν εισήγησης του διαβόητου Λαβρέντι Μπέρια, αρχηγού της NKVD (προδρόμου της KGB), στις 5 Μαρτίου 1940.
Το 2000 αναγέρθηκε στο Κατίν μνημείο για τα περίπου 20.000 θύματα της σφαγής (στρατιωτικοί και πολίτες). Τον Νοέμβριο του 2010 η Δούμα (η κάτω Βουλή της Ρωσικής Ομοσπονδίας) διακήρυξε επίσημα ότι ο Ιωσήφ Στάλιν και τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΣΕ (Μολότοφ, Μικογιάν, Μπέρια, Ζντάνοφ κ.ά.) ήταν υπεύθυνα για τη Σφαγή του Κατίν.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/1364?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2022-04-13
© SanSimera.gr