Πέμπτη 28 Απριλίου 2022

Κυβερνητικό Εκπρόσωπος: Αυτή είναι η πραγματικότητα - Δικαίως ο πρόεδρος της ΔΕΗ παίρνει 360.000 το χρόνο! - Να μην παραπονιούνται όσοι αμείβονται με 1.000 ή με 1.200 ή με 1.500 ευρώ, όταν βλέπουν τέτοιου είδους αμοιβές!.


 Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: Κύριε Εκπρόσωπε, για την αμοιβή του Προέδρου της Δ.Ε.Η. που έχουν γίνει αλλεπάλληλες δηλώσεις αυτές τις μέρες. Ο κ. Κακλαμάνης είπε χθες πως τα 1.000 ευρώ την ημέρα είναι υπερβολικό ποσό. Η κυρία Καραμανλή, βουλευτής του κόμματός σας, είπε «χαλάλι του». Τριακόσιες εξήντα χιλιάδες ευρώ τον χρόνο για τον επικεφαλής και εννιακόσιες εβδομήντα για το διοικητικό συμβούλιο, «χαλάλι τους» ή είναι υπερβολικά ποσά για τέτοιες εποχές;

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Οι αμοιβές αυτές, κατ’ αρχάς, δεν έχουν προκύψει αυτές τις εποχές, έχουν προκύψει νωρίτερα. Δεύτερον, αντιλαμβάνομαι πάρα πολύ καλά τους συνειρμούς, τους αρνητικούς συνειρμούς που μπορεί να προκαλούνται από την ανακοίνωση αυτών των αμοιβών. 

Όμως, κανείς για να μπορεί να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα, θα πρέπει να συγκρίνει τις αμοιβές αυτές με τις αμοιβές στελεχών σε αντίστοιχες ενεργειακές εταιρείες. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Και εκείνο το οποίο θα πρέπει να ζυγίσεις στο τέλος της ημέρας είναι, αν το αποτέλεσμα που φέρνουν οι άνθρωποι που διαχειρίζονται αυτές τις εταιρείες είναι ένα αποτέλεσμα που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που πρέπει να έχει μία χώρα από την πορεία και τα οικονομικά αποτελέσματα και τα πεπραγμένα τέτοιου είδους εταιρειών. Εδώ η πραγματικότητα τι λέει; 

Ότι η συγκεκριμένη διοίκηση παρέλαβε μια Δ.Ε.Η. στα όρια της χρεοκοπίας -κυριολεκτικά στα όρια της χρεοκοπίας όχι επειδή το λέω εγώ, το έλεγε ο ορκωτός λογιστής εκείνης της περιόδου-  με την τιμή της μετοχής της Δ.Ε.Η. σε κάποιο επίπεδο. 

Έφτασε η τιμή της μετοχής της Δ.Ε.Η. σε πολλαπλάσιο επίπεδο, κατάφερε να προγραμματίσει επενδύσεις, κατάφερε να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα εξυγίανσης και κατάφερε -γιατί αυτό είναι το πιο σημαντικό- να μπορεί η Δ.Ε.Η. να ενισχύσει με πάνω από 800 εκατ. ευρώ τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις, έτσι ώστε να συμβάλει και αυτή στο μετριασμό του «αποτυπώματος» των αυξήσεων.

 Άρα, αντιλαμβάνομαι απολύτως την απορία ή, εν πάση περιπτώσει, τους συνειρμούς που προκαλούνται σε κάποιον που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό ή με 1.000 ή με 1.200 ή με 1.500 ευρώ, όταν βλέπει τέτοιου είδους αμοιβές.

Από την άλλη, όμως, να ξέρουμε ότι πρόκειται για μια εταιρεία που το Δημόσιο ελέγχει το 35%, για μια εταιρεία που αν θέλει κανείς να πει ότι οφείλει να πρωταγωνιστεί στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη και να είναι ανταγωνιστική, πρέπει να αποτελείται από στελέχη που να λειτουργούν με τρόπο έτσι ώστε να φέρνουν αποτελέσματα που να ανταποκρίνονται στις επιδιώξεις αυτού του Οργανισμού. 

Και να συγκρίνει πάντοτε τις αμοιβές των στελεχών  αυτών με αντίστοιχες αμοιβές σε ενεργειακές εταιρείες που βρίσκονται στο Χρηματιστήριο, που είναι εισηγμένες και που λειτουργούν και σε άλλα κράτη. 

Αν κάποιος, λοιπόν, θέλει να κάνει ορθολογική και σωστή αξιολόγηση, πρέπει συνολικά να δει το τοπίο. Από τη μια να συμπεριλάβει, προφανώς, και το κλίμα και τις συνθήκες και τις εύλογες αντιδράσεις των ανθρώπων που αμείβονται πολύ χαμηλότερα, ταυτόχρονα, όμως, σε αυτό να βάλει και την άλλη διάσταση. 

Αυτό είναι η συνολική εικόνα και αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι μια δίκαιη αποτίμηση.

ΣΠ. ΓΚΟΥΤΖΑΝΗΣ: Μου επιτρέπετε πάνω σε αυτό, μιας και μακρηγορήσατε και εσείς. Οι αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος υπήρχαν και πριν από την κρίση. Αυτό είναι δεδομένο. Το ζητούμενο, λοιπόν, για την Κυβέρνηση ποιο είναι; Να έχει μια εταιρεία η οποία βγάζει κέρδη αυξάνοντας τους λογαριασμούς σε βάρος των καταναλωτών ή να έχει χαμηλό ρεύμα όπως είχαμε μέχρι τότε;

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Οι αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος ξεκίνησαν από τον περασμένο Αύγουστο-Σεπτέμβριο, ως αποτέλεσμα του σταδιακού ανοίγματος της οικονομίας μετά την πανδημία. Και συνεχίστηκαν και κορυφώθηκαν και εντάθηκαν με την κρίση στην Ουκρανία, πριν από τον πόλεμο και με τον πόλεμο πολύ περισσότερο μετά. Το ζητούμενο για την Κυβέρνηση είναι να υπάρχει μια εταιρεία η οποία δεν θα χρεοκοπήσει, δεν θα καταρρεύσει σε ό,τι αφορά τη Δ.Ε.Η., με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Είναι να υπάρχει μια εταιρεία που να έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει επενδύσεις για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, κάτι που η Δ.Ε.Η. έχει προγραμματίσει. Να μπορεί να έχει ισχυρή παρουσία σε άλλες αγορές, έτσι ώστε και από εκεί να μπορούμε να αντλούμε ενέργεια και να ρίχνουμε τις τιμές και να μπορούμε να διασφαλίσουμε μεγαλύτερη ενεργειακή επάρκεια και αυτάρκεια στη χώρα. Να έχει μία εταιρεία, η οποία όταν έχει τόσο πολύ μεγάλο μερίδιο αγοράς να μπορεί να διαθέτει χρήματα για να επιδοτεί απευθείας τους πελάτες της, δηλαδή τους καταναλωτές, την ελληνική κοινωνία, έτσι ώστε να μετριάζεται το «αποτύπωμα» των αυξήσεων.

Επαναλαμβάνω και πάλι: Πάνω από 800 εκατ. ευρώ ήταν η συνεισφορά της Δ.Ε.Η. προς τους πελάτες της, χωρίς να συνυπολογίζω τα σταθερά τιμολόγια σε μια σειρά καταναλωτών το προηγούμενο διάστημα, που βεβαίως δεν μηδένισαν τις αυξήσεις -οι αυξήσεις είναι μεγάλες και οι δυσκολίες ήταν και εξακολουθούν να παραμένουν μεγάλες-  αλλά συνέβαλαν στο να μετριαστεί το «αποτύπωμα». Αυτή η συμβολή θα ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί με τη Δ.Ε.Η., έτσι όπως ήταν μέχρι το 2019.