Ουκρανία: Ο πόλεμος, η λήθη και η υποκρισία της Αριστεράς Η Corriere Della Sera δημοσίευσε το παρακάτω κείμενο του αρθρογράφου της Ερνέστο Γκάλι ντέλα Λότζια που απευθύνεται, όπως γράφει, σε εκείνη τη μερίδα της ιταλικής Αριστεράς η οποία αλληθωρίζει ουσιαστικά προς τη μεριά του Πούτιν όταν προβάλλει την αντίθεσή της στον πόλεμο: θέλουν μεν την ειρήνη αλλά σε βάρος των Ουκρανών, εξηγεί - αποδομώντας τη βασική επιχειρηματολογία τους
«Είναι σχεδόν απίστευτη η ολύμπια ευκολία με την οποία, με αφορμή την επίθεση κατά της Ουκρανίας, ένα μέρος της Αριστεράς έπεσε θύμα της λήθης. Της λήθης του παρελθόντος γενικά – του πώς εξελίχθηκε η ιστορία του κόσμου – και του δικού της παρελθόντος ειδικότερα – των τελευταίων χρόνων ή των δεκαετιών που εκείνη στοχαζόταν και μιλούσε, συχνά φωνάζοντας δυνατά». Ετσι αρχίζει μια ενδιαφέρουσα παρέμβασή του που θα μπορούσε να απευθύνεται και στην ελληνική Αριστερά, ο Ερνέστο Γκάλι ντέλα Λότζια, της Corriere Della Sera. Και συνεχίζει παραθέτοντας τα κατά την γνώμη του τρία κυρίως δεδομένα του παρελθόντος πάνω στα οποία εδράζεται αυτή η βολική λήθη. Σημειώνοντας ότι «σε καθένα από αυτά αντιστοιχεί ένας από τους παρακάτω τρεις ισχυρισμούς που εδώ και δύο μήνες ακούμε διαρκώς».
1. «Ο Πούτιν μπορεί να έκανε λάθος, αλλά το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ φέρουν μερίδιο ευθύνης, επειδή ώθησαν τις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης να ενταχθούν στη συμμαχία: στην πραγματικότητα, έτσι αισθάνθηκε η Ρωσία (ότι βρίσκεται) υπό πολιορκία».
Ο ισχυρισμός υποδηλώνει ότι αυτές οι χώρες δεν προσχώρησαν στη συμμαχία με τη θέλησή τους, λόγω του ιστορικού φόβου της Ρωσίας, αλλά ουσιαστικά αναγκάστηκαν εξαιτίας των επιθετικών στόχων των Αμερικανών. Εν ολίγοις: κάποιος σαν τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, παρότι ζούσε μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Μόσχα και ήταν γενικός γραμματέας ενός κόμματος, του ιταλικού, που αυτοαποκαλούνταν κομμουνιστικό, είχε το δικαίωμα – όπως ο ίδιος δήλωνε τότε – να αισθάνεται «πιο ασφαλής», γνωρίζοντας ότι τον προστάτευσε το ΝΑΤΟ, ενώ αντιθέτως, ποιος ξέρει γιατί, η Πολωνία, η Ουγγαρία και όλα τα άλλα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης δεν θα έπρεπε να είχαν το ίδιο δικαίωμα. Και αυτό παρά το γεγονός ότι βρίσκονται κοντά στη Ρωσία και είχαν βιώσει τη σιδερένια φτέρνα της επί μισό αιώνα.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, θα έπρεπε ίσως να συμπεράνουμε ότι υφίσταται πάντα κάποια κατασκευασμένη από τις ΗΠΑ σκοτεινή και μοχθηρή αιτία – σίγουρα όχι ο φόβος της Ρωσίας – που σήμερα, για παράδειγμα, η Σουηδία και η Φινλανδία βρίσκονται επίσης στο σημείο να ζητήσουν να ενταχθούν στη Βορειοατλαντική Συμμαχία; Αυτό πρέπει να σκεφτούμε; Και πού είναι γραμμένο ότι η Ευρώπη χωρίζεται σε χώρες, όπως η Ιταλία, η Ολλανδία και η Πορτογαλία, που, ευτυχώς, έχουν το δικαίωμα να αισθάνονται ότι προστατεύονται από μια ισχυρή στρατιωτική συμμαχία και άλλες που δεν μπορούν να χαίρουν αυτού του δικαιώματος για να μην εξοργιστεί ο βασιλιάς του Κρεμλίνου; Από πότε η Αριστερά ασπάστηκε αυτήν την ρεαλπολιτίκ σε βάρος των πιο μικρών και των πιο αδύναμων;
2. «Ας δούμε την πραγματικότητα – ο Πούτιν μπορεί να επιτέθηκε πρώτος, αλλά πλέον διεξάγεται ένας πόλεμος δι’ αντιπροσώπων με τις ΗΠΑ να πολεμούν κατά της Ρωσίας μέχρι τον τελευταίο Ουκρανό».
Αυτός είναι ο εισαγωγικός ισχυρισμός σε ένα ευρύτερο κεφάλαιο που τείνει να διαγράψει την ύπαρξη των Ουκρανών ως όντων προικισμένων με νόηση και βούληση. Οι Ουκρανοί είναι ουσιαστικά ανδρείκελα έτοιμα – εκούσια – να χειραγωγηθούν, να παραπλανηθούν, να εξαπατηθούν ή ακόμη και να εξαγοραστούν από τους Γιάνκηδες που κινούν τα νήματα. Ομως γιατί, αναρωτιέμαι, τότε αλλά και μετά, δεν σκέφτηκε κανένας να πει, λόγου χάρη, ότι στην Ινδοκίνα η Σοβιετική Ενωση και η Κίνα πολεμούσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες «μέχρι τον τελευταίο Βιετναμέζο»; Θα γινόταν ακόμη και σήμερα αποδεκτή με γέλια, φαντάζομαι, μια παρόμοια δήλωση. Ωστόσο, δεν υπήρξε καθοριστική η υποστήριξη που παρείχαν στο Ανόι οι δύο μεγάλες κομμουνιστικές δυνάμεις της εποχής; Η ΕΣΣΔ και η Κίνα δεν ήθελαν τότε να αποδυναμώσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες;
3. «Τι είναι αυτός ο πολεμικός ενθουσιασμός που έχει καταλάβει τη Δύση; Αντί να στέλνετε όπλα που συμβάλλουν μόνο στη συνέχιση του πολέμου, προσπαθήστε να κάνετε ό,τι είναι δυνατόν για να διεξαχθούν κάποιες διαπραγματεύσεις!».
Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε, οπότε, ότι σύμφωνα με αυτούς τους φίλους της ειρήνης, ο καλύτερος τρόπος για να καταστούν δυνατές οι διαπραγματεύσεις θα ήταν ουσιαστικά να καταστεί αδύνατη η συνέχιση της αντίστασης στην Ουκρανία λόγω έλλειψης στρατιωτικού εξοπλισμού. Καλή ιδέα. Αλλά μπορεί κάποιος να μας εξηγήσει γιατί σε εκείνο το σημείο, ενώπιον μιας Ουκρανίας που δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να πολεμά, η Ρωσία θα έπρεπε να διαπραγματευτεί αντί να διακηρύξει την ξεκάθαρη νίκη της; Τι θα μπορούσε να «διαπραγματευτεί» μια άοπλη Ουκρανία; Και το γεγονός ότι ο ουκρανικός λαός δεν δείχνει να θέλει ούτε στο ελάχιστο να υποχωρήσει μπροστά στην καταπίεση που υφίσταται, πρέπει ή δεν πρέπει να έχει κάποια σημασία για τους ευρωπαίους δημοκράτες;
Στην πραγματικότητα οι υποστηρικτές της στάσης «διαπραγμάτευση τώρα» (το ότι αργά ή γρήγορα θα πρέπει να γίνει μια διαπραγμάτευση είναι προφανές, το σημαντικό είναι να δούμε, όμως, πώς θα φτάσουμε στη διαπραγμάτευση) παρόλο που δεν είναι σε θέση να το ομολογήσουν, δεν θέλουν να αντιληφθούν το γεγονός πως ο «πόλεμος» προκύπτει από μια επιθετική στάση, δηλαδή από τη βούληση μίας πλευράς, και άρα είναι εκείνη που πρέπει να πειστεί να υποχωρήσει. Όμως μέχρι σήμερα σε κάθε διαπραγμάτευση έχει αντιταχθεί ο Πούτιν. Είναι λοιπόν πραγματικά περίεργο το ότι όλες οι υποδείξεις των υποτιθέμενων ειρηνιστών για διαπραγματεύσεις απευθύνονται στη Δύση, στο ΝΑΤΟ, στον Μπάιντεν, που καταγγέλλονται ως πραγματικοί πολεμοκάπηλοι, αλλά ποτέ στη Ρωσία και τον επικεφαλής της, δηλαδή σε αυτούς που ουσιαστικά άρχισαν αυτόν τον επιθετικό πόλεμο. Εδώ και δύο μήνες δεν διοργανώθηκε κάποια πορεία διαμαρτυρίας, δεν έγινε κάποιο διάβημα κατά της Μόσχας. Ποτέ, τίποτα: πώς εξηγείται αυτό; Φαίνεται ότι η μεγάλη πλειοψηφία όσων δηλώνουν αντίθετοι στον πόλεμο θέλουν μεν την ειρήνη αλλά σε βάρος των Ουκρανών.
Στην πραγματικότητα, ο Πούτιν θέλει απλώς να νικήσει. Εκανε και είπε τα πάντα για να μας το καταστήσει ξεκάθαρο και μπορεί να νικήσει μόνον με έναν τρόπο: επιβάλλοντας τη θέλησή του στην Ουκρανία. Ναι, ενδέχεται, πλέον, τόσο η Ουκρανία όσο και η Δύση να ευελπιστούν να νικήσουν. Υπάρχει, όμως, μια τεράστια διαφορά, την οποία οι αποκαλούμενοι ειρηνιστές δείχνουν να αδυνατούν να αντιληφθούν: πως για να νικήσουν οι Ουκρανοί – και θα ήταν μια συγκλονιστική νίκη – αρκεί να μην κερδίσει ο Πούτιν, αρκεί η επιθετικότητά του να αποτύχει. Αρκεί η Ουκρανία να αντισταθεί. Και, όπως είναι σωστό, οι χώρες που τη συνδράμουν εδώ και δύο μήνες να συνεχίσουν να το κάνουν.
Πηγή: Protagon.gr