Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Τι πραγματικά θέλει η Τουρκία στον Έβρο - Γιατί επιχειρεί και πάλι να δημιουργήσει κλίμα έντασης και τι σχεδιάζει για φέτος το καλοκαίρι;




Γιατί η γειτονική χώρα επιχειρεί και πάλι να δημιουργήσει κλίμα έντασης και τι σχεδιάζει για φέτος το καλοκαίρι; 
Τα ερωτήματα που απασχολούν την Αθήνα.

Γεράσιμος Λιβιτσάνος

Η περιοχή του Έβρου βρέθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις το τελευταίο τριήμερο. Δίχως  - όπως διαφάνηκε – τα ζητήματα που σχετίζονται με την κοίτη του ποταμού Έβρου να είναι η ουσία του πράγματος. Το ανησυχητικό στοιχείο εστιάζεται στο αν η τουρκική στάση και οι προκλητικές δηλώσεις κορυφαίων τούρκων αξιωματούχων αποτελούν προπομπό νέων εντάσεων. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών στον Έβρο,  έχουν δύο πλευρές και μόνον μία προβληματίζει πραγματικά την Αθήνα.

Πάγια τουρκική τακτική


Η πρώτη αφορά την πάγια τακτική της τουρκικής διπλωματίας να αξιοποιεί οποιοδήποτε γεγονός, ακόμη και μικρής σημασίας, ώστε να κινηθεί αρχικά στην κατεύθυνση της αμφισβήτησης δεδομένων του διεθνούς δικαίου και στην συνέχεια να κάνει έκκληση για διμερή διάλογο. Πρόκειται για το δόγμα που πολλάκις έχει επιχειρήσει η Άγκυρα να εφαρμόσει στο Αιγαίο, είτε πρόκειται για ζητήματα αιγιαλίτιδας ζώνης, υφαλοκρηπίδας, επιχειρήσεων διάσωσης, στρατιωτικών ασκήσεων ακόμη και όταν αυτές γίνονται στο πλαίσιο της ατλαντικής συμμαχίας.

Ως εκ τούτου οι δηλώσεις του υπουργού Άμυνας της Τουρκίας Χουλουσί Ακάρ, που μίλησε για ελληνικές παρενοχλήσεις στο Αιγαίο τις οποίες αποκάλεσε «πρόκληση» και «προβοκάτσια» δεν συνιστούν έκπληξη για την ελληνική διπλωματία. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και τα αιτήματα της Τουρκίας ώστε να της επιδοθούν οι προδιαγραφές κατασκευής του οχυρωματικού φράκτη στον Έβρο στην οποία το υπουργείο Εξωτερικών απάντησε μέσω διαβήματος. Μάλιστα σύμφωνα με τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια το μήνυμα της ελληνικής πλευράς ήταν «δεν θα τους δώσουμε λογαριασμό για το τι κάνουμε στο έδαφος μας». Η «γραμμή» του ΥΠΕΞ παραμένει η ίδια: Δεν τροφοδοτεί την πολιτική της έντασης την οποία και θεωρεί επιζήμια για τα εθνικά συμφέροντα, αντιθέτως προάγει το σεβασμό του διεθνούς δικαίου, παράλληλα με την ανάδειξη της Τουρκίας ως αποσταθεροποιητικό παράγοντα στην περιοχή όταν κινείται εκτός των ορίων της διεθνούς νομιμότητας.
Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να ανησυχεί από τις εκτιμήσεις που κάνει η αντιπολίτευση, σύμφωνα με τις οποίες πρόθεση του καθεστώτος Ερντογάν είναι να «γεμίζει» με νέα θέματα το «καλάθι» των ελληνοτουρκικών διαφορών. Κάτι που θεωρείται ότι δίνει μεγαλύτερα περιθώρια στην Τουρκία να προχωρήσει στον αντικειμενικό στόχο της: Να θέσει σε διμερή διάλογο, δίχως εγγυητές εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, τις ελληνοτουρκικές διαφορές.

Αναθέρμανση του προσφυγικού


Το ενδιαφέρον της Αθήνας εστιάζεται στις δηλώσεις  των αξιωματούχων της Άγκυρας  όπου υπάρχει και μία δεύτερη πλευρά την οποία ανέδειξαν με σαφήνεια τα όσα είπε ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου: Η πρόθεση της Άγκυρας να «αναθερμάνει» το προσφυγικό ζήτημα, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες που σχετίζονται με την πανδημία. Αυτό ακριβώς μοιάζει να σημαίνει η φράση του Τούρκου ΥΠΕΞ σύμφωνα με την οποία «λόγω της πανδημίας, η κίνηση των μεταναστών έχει επιβραδυνθεί. Αλλά θα θέλουν να φύγουν από την Τουρκία μετά το τέλος της επιδημίας και δεν το λέω αυτό ως απειλή».
Η υπόθεση του προσφυγικού βρίσκεται μετά τα γεγονότα του Φεβρουαρίου και την ένταση στα ελληνοτουρκικά σύνορα σε ένα άτυπο «μορατόριουμ». Μια συνθήκη που δεν θα κρατήσει για πάντα. Στοιχείο το οποίο γνωρίζει πολύ καλά η ελληνική κυβέρνηση. Η δήλωση Τσαβούσογλου έρχεται ουσιαστικά να επιβεβαιώσει αυτά ακριβώς που είχε πει ο υφυπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιώργος Κουμουτσάκος – γνώστης των ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής - μόλις στις 8 Μαΐου σχετικά με το τι πρόκειται να συμβεί.
Όπως είχε τονίσει «είμαστε σε μία άλλη κατάσταση ύφεσης, ηρεμίας. Επιτρέπει, όμως, αυτό εφησυχασμό; Κάθε άλλο. Γιατί τόσο οι δηλώσεις τούρκων αξιωματούχων, αλλά και οι πληροφορίες σε ανοιχτές πηγές που υπάρχουν για μετακινήσεις μεταναστών από περιοχές βαθύτερα στην Τουρκία προς τα δυτικά της σύνορα, είναι υπαρκτές. Υπάρχει αναφορά σε μία έκθεση της FRONTEX που προβλέπει ή εν πάση περιπτώσει εκτιμά ότι μετά τον συναγερμό της πανδημίας θα υπάρξει μία νέα προσπάθεια από πλευράς Τουρκίας να υπάρξουν νέες μεταναστευτικές ροές».
Μάλιστα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ελληνικής πλευράς η καλυτέρευση των καιρικών συνθηκών το καλοκαίρι, πιθανότατα θα επιταχύνουν τις εξελίξεις. Όσον αφορά τους λόγους που ωθούν την Τουρκία σε αυτή την τακτική , εστιάζονται καταρχήν στην διεκδίκηση κονδυλίων για το προσφυγικό. Επίσης  στο να αποδεχθεί η Ευρώπη την Τουρκία ως προνομιακό συνομιλητή για τις εξελίξεις στην Συρία και ευρύτερα στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Πώς προετοιμάζεται η Αθήνα


Με βάση τα παραπάνω ήδη από την περίοδο των γεγονότων στα Ρίζια του Έβρου, το ζήτημα του προσφυγικού αντιμετωπίζεται πρωτίστως ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας. Έχουν διαμορφωθεί οι απαραίτητοι στρατιωτικοί σχεδιασμοί ενώ οι τουρκικές πρακτικές βρίσκονται «στο μικροσκόπιο» σε όλα τα επίπεδα. Παράλληλα έχουν ενισχυθεί – με περεταίρω απόρρητα κονδύλια – οι μηχανισμοί επόπτευσης της ευρύτερης περιοχής.
Εκτός όμως από το επιχειρησιακό πεδίο καταγράφονται σημαντικές προετοιμασίες σε διπλωματικό επίπεδο. Η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης «περνά» μέσα από την σχέση της  Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κυρίως την προσπάθεια «αναβάθμισης» της περίφημης Κοινής Δήλωσης Ε.Ε – Τουρκίας που υπογράφθηκε το 2016 προκειμένου αυτή να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Η προσπάθεια κυρίως αφορά τους όρους με βάση τους οποίους  θα συνοδευθεί η όποια κοινοτική χρηματοδότηση αποφασιστεί προς της Τουρκία. Ιδίως από την στιγμή που στη γειτονική χώρα καταγράφονται πολύ σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία της.
Επίσης η ελληνική πλευρά διεκδικεί μεικτές επιχειρήσει της FRONTEX και της Τουρκίας στα παράλια της γειτονικής χώρας. Η Τουρκία έτσι θα κληθεί να πείσει ότι πράγματι επιθυμεί την συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και ταυτοχρόνως θα εξαναγκαστεί στο περιορισμό των κινήσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε νέες εντάσεις.