2007: «Καραµανλής: Να τελειώνουμε με τη βία».
2010: «Σύσκεψη για τη βία στα γήπεδα θα συγκαλέσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
2011: «Κυβερνητική σύσκεψη για το φαινόµενο της βίας στα γήπεδα υπό τον πρωθυπουργό».
2014: «Παρέµβαση Σαμαρά για τη βία στα γήπεδα – Στην… εντατική το ελληνικό ποδόσφαιρο».
2015: «Συνάντηση Τσίπρα – Κοντονή με επίκεντρο τη βία στα γήπεδα».
2023: «Κυριάκος Μητσοτάκης για οπαδική βία: Ως εδώ – τι αλλάζει στα γήπεδα».
Οι τίτλοι των ειδήσεων παραμένουν πανομοιότυποι. Μόνο τα πρόσωπα αλλάζουν. Και τα ονόματα των θυμάτων. Θα σας πω κάτι που νομίζω ότι εκφράζει και τους περισσότερους ανθρώπους που έχουμε πάψει να παρακολουθούμε τον επαγγελματικό αθλητισμό στην Ελλάδα: σας βαρεθήκαμε. Οχι μόνο όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων 40 χρόνων, αλλά και αυτό το κομμάτι της κοινωνίας που ανέχεται και κανονικοποιεί την αποκρουστική εικόνα κοινωνικής αποσάθρωσης που εμφανίζεται γύρω από τους αθλητικούς αγώνες στη χώρα. Δεν σας αντέχουμε άλλο.
Αυτή τη συζήτηση τη θυμόμαστε κάθε φορά που υπάρχει θάνατος και είναι πάντα ίδια, το ίδιο ατελέσφορη. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι ακραίες εκφάνσεις της βίας που καταλήγουν σε θανάτους. Είναι και η κανονικοποίηση της χυδαιότητας μέσα και έξω από τα γήπεδα. Η αδιανόητη, ακατανόητη ανοχή μιας κατάστασης ημιάγριας ανομίας μέσα στις πόλεις μας. Ανεχόμαστε βανδαλισμούς, παλλόμενα πλήθη ανδρών που τραγουδάνε και ουρλιάζουν βρισιές και απειλές εν χορώ, που επιτίθενται σε επαγγελματίες που πασχίζουν να επιβιώσουν στον αγωνιστικό χώρο με πάσης φύσεως αντικείμενα, που συγκροτούν κανονικές παρακρατικές ομάδες, με γιάφκες και απ’ όλα, σε έναν αέναο, λυσσαλέο πόλεμο μεταξύ τους. Αυτό το φαινόμενο είναι διαρκές, συνεχίζεται και στο ενδιάμεσο των δολοφονιών και το ανεχόμαστε. Κάνουμε πως δεν το βλέπουμε προσπερνώντας τα γκραφίτι στους τοίχους, πως δεν το ακούμε από τα ηχεία της τηλεόρασης, καθώς παίζουν τα στιγμιότυπα του αγώνα.
Βεβαίως, όλοι γνωρίζουμε ότι η οπαδική βία δεν έχει αθλητικά αίτια. Ο αθλητισμός και οι ομάδες είναι μόνο η αφορμή (μία από τις αφορμές – υπάρχουν κι άλλες), καταλύτης για να αποκτήσει μορφή ένα φαινόμενο ευρύτερο και καθολικό: η ροπή των νέων ανδρών προς τη βία. Που δεν είναι μόνο ελληνικό χαρακτηριστικό, βεβαίως. Πριν από τον προχθεσινό αγώνα της ΑΕΚ, η ολλανδική αστυνομία συνέλαβε 100 οπαδούς του Αγιαξ που έκαναν βανδαλισμούς στο μετρό. Οι μεταβλητές που καθορίζουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το αν ένας άνθρωπος έχει ροπή στη βία ή όχι, δεν είναι ούτε η οικονομική του κατάσταση, ούτε η καταγωγή του, ούτε το επίπεδο εκπαίδευσης στο οποίο έφτασε. Παίζουν ρόλο κάποια από αυτά, αλλά πολύ μικρότερο από δύο άλλα: την ηλικία και, κυρίως, το φύλο. Οι άνδρες είναι οι δράστες του 95% των δολοφονιών και σχεδόν όλων των βίαιων εγκλημάτων. Τα αγόρια εμφανίζουν πέντε φορές μεγαλύτερη τάση για επιθετικότητα από τα κορίτσια, ήδη από την ηλικία των 17 μηνών. Οχι ετών: μηνών. Μια δικαστίνα που είχα γνωρίσει στο Πίτσμπουργκ μου το είχε θέσει με έναν τρόπο τόσο γλαφυρό, που έκτοτε έχει μείνει μαζί μου ως ένα από τα διαυγέστερα ερμηνευτικά πλαίσια του κόσμου στον οποίο ζούμε. «Σχεδόν όλα τα εγκλήματα γίνονται από άνδρες ηλικίας 18-32», μου είπε. «Αυτό είναι το πρόβλημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Ολη μας η δουλειά είναι να διαχειριζόμαστε τους νέους άνδρες όσο καλύτερα μπορούμε ώστε να φτάσουν στην ηλικία των 32 χωρίς να εγκληματήσουν ή να σκοτωθούν».
Για πολλούς τέτοιους Ελληνες νέους ο επαγγελματικός αθλητισμός είναι ένα περιβάλλον γόνιμο για να αποχαλινωθούν. Εκεί κανένας δεν τους εμποδίζει. Θα έλεγε κανείς ότι, αν δεν υπήρχε ο αθλητισμός, αυτοί οι άνθρωποι θα έβρισκαν κάποιο άλλο περιβάλλον για να εκφράσουν τη φωτιά που έχουν από μέσα τους, μέχρι τουλάχιστον να φτάσουν τα 32, που έλεγε η δικαστίνα, και σβήσει μόνη της. Σε κάποιες χώρες το διαχειρίζονται καλύτερα αυτό το πρόβλημα, σε άλλες τα πάνε ακόμα χειρότερα. Αλλά σε εμάς, η αποκαρδιωτική ανικανότητα να αλλάξουμε το οτιδήποτε, συνοδευμένη από τις κούφιες εξαγγελίες εδώ και δεκαετίες, καταντάει γελοία.
Τον Οκτώβριο του 1986 στο Αλκαζάρ, οπαδός του ΠΑΟΚ εκτόξευσε τρεις ναυτικές φωτοβολίδες στις κερκίδες των οπαδών της Λάρισας. Μία από αυτές βρήκε στον λαιμό τον 29χρονο καθηγητή Χαράλαμπο Μπλιώνα, που είχε πάει για πρώτη φορά στο γήπεδο. Η φωτοβολίδα τού έκοψε την καρωτίδα και, καθώς στο γήπεδο δεν υπήρχε γιατρός ή ασθενοφόρο, ο άνθρωπος πέθανε. Λίγες ημέρες πριν από τον γάμο του. Αυτό ήταν ένα από τα θύματα της γηπεδικής βίας που κάθε κυβέρνηση έκτοτε υποσχέθηκε να πατάξει, γιατί «ώς εδώ». Δεν πατάχθηκε τίποτε. Μέσα ή έξω από τα ελληνικά γήπεδα, μαινόμενοι νεαροί άνδρες ακολουθούν τις φωτιές μέσα τους ανεμπόδιστοι. Τίποτε δεν αλλάζει. Μόνο τα ονόματα των θυμάτων. Αρης Δημητριάδης. Γιώργος Παναγιώτου (17 ετών). Ευθύμης Λιάκας και Κώστας Ντόλιας (κάηκαν ζωντανοί όταν τους πέταξαν μολότοφ στο αυτοκίνητο). Γιώργος Καρνέζης. Μιχάλης Φιλόπουλος. Γιάννης Ρουσάκης. Κώστας Κατσούλης. Νάσος Κωνσταντίνου. Τόσκο Μποζατζίσκι. Αλκης Καμπανός, Μιχάλης Κατσουρής.Αυτοί. Μέχρι την ώρα που γράφονται αυ-τές οι γραμμές, τουλάχιστον.
πηγή:https://www.kathimerini.gr/opinion/562786780/metra-kata-tis-vias-sas-varethikame/