Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

Μήπως τελικά ο Μπάιντεν δεν κάνει και τόσο λάθος με το Αφγανιστάν; = Ο πλανήτης βρίσκεται ενώπιον μιας από τις μεγαλύτερες γεωπολιτικές προκλήσεις


 

 
Οι Αφγανοί πάντα ήξεραν να πολεμούν, δεν χρειάζονταν μαθήματα από κανέναν. Το ζήτημα είναι εάν ήθελαν να πολεμήσουν για τις διεφθαρμένες φιλοδυτικές κυβερνήσεις που στήριξε η Συμμαχία, γράφει ο Τόμας Φρίντμαν στους NY Times. Και ψάχνει το πρόσημο –αρνητικό ή θετικό– στο «πρωινό μετά την επόμενη μέρα»

Protagon Team


«Είμαστε εκεί για να εκπαιδεύσουμε τον αφγανικό Στρατό να πολεμά για τη δική του κυβέρνηση» ήταν η απάντηση που ελάμβανε μονότονα όποιος ρωτούσε κυβερνητικούς αξιωματούχους στην Ουάσινγκτον για την αποστολή των αμερικανικών στρατευμάτων στην Καμπούλ. Μια απάντηση που ο Τόμας Φρίντμαν δεν κρύβει ότι πάντα τον ενοχλούσε. 

Αποδείχθηκε ότι αυτό ήταν μια συντομογραφία των λαθών πάνω στην οποία βασίστηκε συνολικά η αποστολή, γράφει στη στήλη του ο αρθρογράφος των New York Times: 

Η εντύπωση ότι οι Αφγανοί δεν ήξεραν πώς να πολεμήσουν και ότι μόνο ένα μάθημα στην αντεπανάσταση αρκούσε για να πετύχει το σχέδιο. Αλήθεια; 

«Το να σκέφτεσαι ότι πρέπει να εκπαιδεύσεις Αφγανούς πώς να πολεμούν είναι σαν να σκέφτεσαι ότι πρέπει να εκπαιδεύσεις τους νησιώτες του Ειρηνικού πώς να ψαρεύουν», αναφέρει χαρακτηριστικά ο έγκυρος Αμερικανός αναλυτής. Οι Αφγανοί ξέρουν πώς να πολεμούν. Το κάνουν πολλές δεκαετίες τώρα. Πολεμούν μεταξύ τους, με τους Βρετανούς, με τους Σοβιετικούς ή με τους Αμερικανούς για πολύ, πολύ καιρό. 

Στην πραγματικότητα, το ζήτημα ήταν πάντα η θέληση των αφγανικών στρατευμάτων να πολεμήσουν για τις διεφθαρμένες φιλοαμερικανικές, φιλοδυτικές κυβερνήσεις που η Συμμαχία βοήθησε να σταθούν όρθιες στην Καμπούλ, λέει ο Φρίντμαν. 

Από την αρχή του πολέμου, οι μικρότερες δυνάμεις των Ταλιμπάν –τις οποίες δεν στήριζε καμία υπερδύναμη– είχαν την ισχυρότερη θέληση, καθώς και το πλεονέκτημα ότι –όπως θεωρούσαν– αγωνίζονταν για τις αρχές του αφγανικού εθνικισμού: ανεξαρτησία από τον ξένο και διατήρηση του φονταμενταλιστικού Ισλάμ ως βάση της θρησκείας, του πολιτισμού, του νόμου και της πολιτικής.



Σε χώρες όπως το Αφγανιστάν, που πολλοί ξένοι προσπάθησαν να καταλάβουν, αρκετοί προτιμούν τους δικούς τους ανθρώπους ως κυβερνήτες (όσο απαίσιοι κι αν είναι) από τους ξένους (όσο καλές προθέσεις και αν έχουν), αναφέρει ο Φρίντμαν στο άρθρο του. Για να επικαλεστεί στη συνέχεια τον Μάικλ Μάντελμπαουμ, εμπειρογνώμονα εξωτερικής πολιτικής και συγγραφέα του βιβλίου «Αποτυχία αποστολής: Αμερική και κόσμος στη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο εποχή», ο οποίος επεσήμανε ότι οι ΗΠΑ διδάχτηκαν ξανά στο Αφγανιστάν πως «παρόλο που μπορούν να σταματήσουν να συμβαίνουν άσχημα πράγματα στο εξωτερικό, δεν έχουν τη δύναμη να επιβάλουν να γίνονται καλά πράγματα».

 Ολα αυτά, σύμφωνα με το αρθρογράφο των New York Times, οδηγούν σε ένα θεμελιώδες και επώδυνο ερώτημα: «Ηταν, τελικά, η αποστολή των ΗΠΑ μια ολοκληρωτική αποτυχία;». «Εδώ», απαντά ο ίδιος, «θα επικαλούμουν έναν από τους σιδερένιους κανόνες μου σχετικά με την κάλυψη της Μέσης Ανατολής: Οταν συμβαίνουν μεγάλα γεγονότα, διακρίνετε τις διαφορές πάντα ανάμεσα στο επόμενο πρωινό της επόμενης μέρας και την επόμενη μέρα. Ολα τα πραγματικά σημαντικά συμβαίνουν το επόμενο πρωινό της επόμενης μέρας – όταν το πλήρες βάρος της Ιστορίας και οι ανελέητες ισορροπίες δυνάμεων επιβεβαιώνονται. Ετσι θα γίνει και στο Αφγανιστάν – τόσο για τους Ταλιμπάν όσο και για τον Μπάιντεν».

 Είκοσι χρόνια μετά, τι;

 «Οι Ταλιμπάν από σήμερα μπορούν να καμαρώνουν ότι νίκησαν ακόμη μια υπερδύναμη. Στην πραγματικότητα, απλώς ξαναπιάνουν το νήμα από εκεί που το άφησαν πριν από 20 χρόνια. Οταν φιλοξενούσαν την Αλ Κάιντα, επιβάλλοντας με ζήλο το πουριτανικό Ισλάμ τους και υποτάσσοντας και κακοποιώντας γυναίκες και κορίτσια. Θα συνεχίσουν από εκείνο το σημείο; Θα επιχειρήσουν, ας πούμε, να επιτεθούν σε αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς στόχους στο έδαφός τους;» είναι το μεγάλο ερωτηματικό της επόμενης ημέρας για τον Φρίντμαν. 

Παρότι, όπως σημειώνει, ουδείς γνωρίζει, προς το παρόν, τις προθέσεις τους, οι συνθήκες, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και διεθνώς είναι τέτοιες που ενδεχομένως να καθορίσουν και τη στάση τους. «Μαζί με την εξουσία ανέλαβαν την ευθύνη συνολικά για όλο το Αφγανιστάν. 

Σύντομα θα αντιμετωπίσουν τεράστια πίεση για να παραδώσουν τάξη και δουλειές για Αφγανούς. Και αυτό θα απαιτήσει ξένη βοήθεια και επενδύσεις από χώρες στις οποίες η Αμερική έχει μεγάλη επιρροή – Κατάρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία, Πακιστάν και τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης», επισημαίνει ο Αμερικανός αναλυτής και υπογραμμίζει ότι «με την εξαφάνιση των Ηνωμένων Πολιτειών από το προσκήνιο, οι Ταλιμπάν θα πρέπει όχι απλώς να επιπλεύσουν αλλά να παλέψουν σκληρά για την επιβίωσή τους ενώ κολυμπούν μόνοι ανάμεσα σε πραγματικούς καρχαρίες: Πακιστάν, Ινδία, Κίνα, Ρωσία και Ιράν. Ισως να είναι προτιμότερο να κρατήσουν τον τηλεφωνικό αριθμό του Λευκού Οίκου σε θέση ταχείας κλήσης…». 

Προς επίρρωση αυτής της άποψης επικαλείται την αναφορά του Τόμας Ρούτιγκ σε μια εργασία για το Κέντρο Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας στο Γουέστ Πόιντ όπως δημοσιεύτηκε στην Washington Post: «Οι Ταλιμπάν μετά το 2001 εξελίχθηκαν σε μια πιο πολιτική οργάνωση, περισσότερο ανοιχτή στην επιρροή εξωτερικών παραγόντων». Μια άλλη εικόνα για τους φονταμενταλιστές σπουδαστές των ισλαμικών ιεροδιδασκαλίων, διαφορετική από αυτή που έχει ο περισσότερος κόσμος στο μυαλό του. 

Ποια θα επικρατήσει; Θα φανεί. Τα πρώτα σημάδια –κάθε είδους καταχρηστικές συμπεριφορές των Ταλιμπάν– δεν είναι ελπιδοφόρα. Πρέπει όμως να προσέξουμε πώς, και αν, δίνουν πλήρως τον έλεγχο. «Το βασικό βοήθημα των Ταλιμπάν με την Αμερική είναι ότι ο βρισκόταν και ήλεγχε σε μεγάλο βαθμό τη χώρα τους. Ας δούμε τι θα γίνει και χωρίς τις ΗΠΑ» σχολιάζει ο Τόμας Φρίντμαν. 

Επιστροφή σε ένα… άλλο Αφγανιστάν 

Σημαντικό είναι να συνυπολογιστεί το τεχνολογικό άλμα των τελευταίων 20 ετών, που έχει συντελεστεί παγκοσμίως, όσο και για την ασιατική χώρα ειδικότερα: «Οταν οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλαν στο Αφγανιστάν το 2001, iPhone, Facebook και Twitter δεν υπήρχαν καν. Ας έρθουμε στο σήμερα: Το Αφγανιστάν όχι μόνο συνδέεται πολύ περισσότερο με τον κόσμο, αλλά συνδέεται και εσωτερικά. Δεν θα είναι τόσο εύκολο για τους Ταλιμπάν να κρύψουν τις βίαιες συμπεριφορές τους από τον Κόσμο ή από τους συμπολίτες τους. 

» Σήμερα, περισσότερο από το 70% των Αφγανών διαθέτει κινητό τηλέφωνο ενώ πολλοί είναι οι χρήστες smartphone με δυνατότητα σύνδεσης στο Διαδίκτυο. Σύμφωνα, μάλιστα, με μελέτη του Internews το 2017, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του Αφγανιστάν ήδη έχουν γίνει μια πλατφόρμα καταγγελίας περιπτώσεων διαφθοράς. Πιθανώς οι Ταλιμπάν να τα κλείσουν όλα. 

Ίσως, πάλι, και να μην μπορούν» αναφέρει ο Φρίντμαν και επισημαίνει πως ρεπορτάζ του περιοδικού Time για το Αφγανιστάν (στις 7 Ιουλίου), σύμφωνα με το οποίο « το 2001, δεν υπήρχε σχεδόν κανένα κορίτσι σε σχολείο σε όλη τη χώρα. 

Σήμερα, υπάρχουν εκατομμύρια και δεκάδες χιλιάδες γυναίκες που φοιτούν στο πανεπιστήμιο, μελετώντας τα πάντα, από την ιατρική μέχρι την καλλιτεχνική μικρογραφία». «Ισως μετά από κάποιο επόμενο πρωινό, οι Ταλιμπάν να τις καλύψουν όλες με μπούρκα και να κλείσουν τις σχολικές τους αίθουσες. 

Ισως όμως να συναντήσουν και αντίδραση από γυναίκες και κόρες που δεν είχαν ξανασυναντήσει – ακριβώς λόγω των κοινωνικών, εκπαιδευτικών και τεχνολογικών σπόρων αλλαγής που έχουν φυτευτεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία 20 χρόνια. Δεν γνωρίζω. »

Και τι θα συμβεί εάν οι πιο μορφωμένοι Αφγανοί επιχειρήσουν να μεταναστεύσουν –συμπεριλαμβανομένων δημοσίων υπαλλήλων, υδραυλικών, ηλεκτρολόγων, ειδικών επισκευής υπολογιστών και μηχανικών αυτοκινήτων– και το επόμενο πρωινό μετά το επόμενο πρωινό, η χώρα απομείνει με ένα τσούρμο ορεσίβιους Ταλιμπάν που θα πρέπει να ασκήσει διοίκηση; Τι θα κάνουν τότε;» σημειώνει… 

Ειδικά όταν πρόκειται για ένα πολύ πιο πιεσμένο περιβαλλοντικά Αφγανιστάν από αυτό που κυβέρνησαν οι Ταλιμπάν πριν από 20 χρόνια; 

Σύμφωνα με περυσινή έκθεση του National Geographic, «το Αφγανιστάν είναι μία από τις πιο ευάλωτες χώρες στον κόσμο στην κλιματική αλλαγή και μία από τις λιγότερο εξοπλισμένες για να χειριστεί αυτό που έρχεται». 

Κρίση στην Ουάσιγκτον 

Οσο για την ομάδα του Μπάιντεν, «είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα χειρότερο πρωινό μετά από αυτό στην Καμπούλ» αναφέρει ο αμερικανός αρθρογράφος και εστιάζει σε αυτό που έφερε στο νου όλων τις εικόνες από τη Σαϊγκόν, μισό αιώνα πριν: 

«Η αποτυχία του να δημιουργηθεί μια κατάλληλη περίμετρος ασφάλειας και μια διαδικασία μετάβασης, κατά την οποία Αφγανοί που ρίσκαραν τη ζωή τους για να συνεργαστούν με τις αμερικανικές δυνάμεις τις τελευταίες δύο δεκαετίες θα μπορούσαν να προστατευθούν με μια ασφαλή διαφυγή στην Αμερική –για να μην αναφέρουμε μια ομαλή έξοδο για ξένους διπλωμάτες, ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εργαζομένων βοήθειας– είναι κάτι φρικτό και ανεξήγητο». 

Αλλά τελικά, και η ομάδα του Λευκού Οίκου θα κριθεί από το πώς χειρίζεται το πρωινό μετά την επόμενη μέρα. 


«Ο Μπάιντεν ισχυρίστηκε –αυτό που συμμερίστηκε η ομάδα του Τραμπ– ότι η Αμερική θα ήταν πιο ασφαλής και σε θέση να αντιμετωπίσει τυχόν τρομοκρατικές απειλές αν είχε απεμπλακεί από το Αφγανιστάν. Πρότεινε ξανά τόσο πολλά στην ομιλία του στο έθνος το απόγευμα της Δευτέρας. »

Η ομάδα του Μπάιντεν είπε ουσιαστικά ότι ο παλιός τρόπος να διασφαλιστεί η Αμερική από τους τρομοκράτες της Μέσης Ανατολής μέσω κατοχής και οικοδόμησης έθνους δεν λειτουργεί και ότι υπάρχει καλύτερος τρόπος. Πρέπει να μας πει ποιος είναι αυτός ο τρόπος και να το αποδείξει το πρωινό μετά την επόμενη ημέρα…» αναφέρει και επισημαίνει ότι η διεθνής συγκυρία είναι εξαιρετικά ρευστή: «Ο πλανήτης βρίσκεται ενώπιον μιας από τις μεγαλύτερες γεωπολιτικές προκλήσεις που έχει αντιμετωπίσει ποτέ ο σύγχρονος κόσμος, καθώς υπάρχει μια πληθώρα χωρών –Λιβύη, Λίβανος, Υεμένη, Αφγανιστάν, Σομαλία– που έχουν εκδιώξει τις αποικιακές μεγάλες δυνάμεις που κάποτε τις έλεγχαν (και που έφεραν τάξη και αταξία) αλλά ταυτόχρονα έχουν επίσης εμφανώς αποτύχει να αυτοκυβερνηθούν. Τι πρέπει να γίνει; 

»Οταν Εμανουέλ Μακρόν επισκέφθηκε τον Λίβανο τον Ιούλιο του 2020, του παρουσιάστηκε κατά την άφιξή του μια αναφορά υπογεγραμμένη από περίπου 50.000 Λιβανέζους που ζητούσαν από τη Γαλλία να αναλάβει τον έλεγχο της χώρας λόγω της “πλήρους αδυναμίας της κυβέρνησης του Λιβάνου…”. 

»Αμφιβάλλω ότι είναι η τελευταία τέτοια αναφορά που θα δούμε», σχολιάζει ο Αμερικανός αρθρογράφος. 

Πλουραλισμός των… ολίγων 

Η αποτυχία του αμερικανικού σχεδίου δεν οφειλόταν στην κατεύθυνση που είχε χαράξει αλλά στην ανταπόκριση που βρήκε αυτό το σχέδιο στο Αφγανιστάν: «Τα τελευταία 20 χρόνια, η Αμερική προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό της από την τρομοκρατία που προέρχεται από το Αφγανιστάν, προσπαθώντας να την καλλιεργήσει σε σταθερότητα και ευημερία μέσω της προώθησης του πλουραλισμού των φύλων, του θρησκευτικού πλουραλισμού, του πλουραλισμού της εκπαίδευσης, του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης και, τελικά, του πολιτικού πλουραλισμού. '

»Η θεωρία βασίστηκε στο δεδομένο ότι υπήρχαν αρκετοί Αφγανοί πρόθυμοι να συνυπογράψουν για περισσότερους τέτοιους πλουραλισμούς. Ηταν πολλοί, αλλά όχι πάρα πολλοί…», λέει ο Φρίντμαν και καταλήγει: «Ο Μπάιντεν αποφάσισε ότι έπρεπε να σταματήσει αυτήν την προσπάθεια, να αφήσει το Αφγανιστάν και να αναπροσαρμόσει την αμυντική μας στρατηγική. Προσεύχομαι να έχει δίκιο. Αλλά θα κριθεί από το τι συμβαίνει ένα πρωινό μετά το επόμενο πρωινό…» 



Πηγή: Protagon.gr