Δευτέρα 30 Αυγούστου 2021

Αφγανιστάν 1960


 

Φύγαμε από το Μεσέντ αργά και φτάσαμε στα σύνορα όταν νύχτωνε. Το φυλάκιο – τελωνείο λασπόσπιτο, στο χωμάτινο πάτωμα έλαμπε μια βυσσινιά μπουχάρα. Οι διατυπώσεις αργές, με νοήματα, γιατί δεν υπήρχε κοινή γλώσσα συνεννόησης. Όταν οι στρατιώτες σήκωσαν την μπάρα είχε νυχτώσει για καλά. Ξεκινήσαμε για το Χεράτ, αλλά σε μερικά χιλιόμετρα ο δρόμος εξαφανίστηκε. Σταματήσαμε το Land Rover και στρώσαμε τις κουβέρτες μας στο χώμα. Ήμασταν ψόφιοι από την κούραση και ο ύπνος μας πήρε αμέσως, νηστικούς.
 
Με ξύπνησε κάποιος θόρυβος, άνοιξα τα μάτια μου, είχε φωτίσει, απέναντι, από την ξερή πλαγιά κατέβαινε ένας καβαλάρης –είχε στον ώμο περασμένο τουφέκι–, γένια και μακριά μαλλιά. Ήρθε κοντά, ξεπέζεψε και μας κοιτούσε κάμποση ώρα ξαπλωμένους και αγουροξυπνημένους. Τέλος έβγαλε ένα μαχαίρι από το ζωνάρι του, μπήκε στο διπλανό μποστάνι, έκοψε ένα καρπούζι, το τεμάχισε και μας το πρόσφερε. Ήταν γλυκό και δροσερό, το καλωσόρισμά μας στο Αφγανιστάν. Ολα αυτά δίχως να ανταλλάξουμε λέξη. Ξανακαβάλησε και συνέχισε τον δρόμο του.
 
Είχαμε κοιμηθεί δίπλα στις καμάρες της γέφυρας του ποταμού Χάρι Ρουντ. Γυμνωθήκαμε, κάναμε πρωινό παγωμένο μπάνιο και σε λίγες ώρες βρισκόμασταν στο Χεράτ. Κίνηση, κόσμος, άλογα, γκαμήλες, γαϊδούρια, αμέτρητες κατσίκες, φορτηγά ζωγραφισμένα με λουλούδια, σκεπαστά παζάρια, μυρωδιές. Λίγο μεσαίωνας, σαρίκια, πουκαμίσες, μπούρκες. Πίσω στον χρόνο.
 
Τριγυρίσαμε σ’ αυτή τη χώρα αρκετές εβδομάδες, ψάχνοντας τα χνάρια του Μεγαλέξανδρου που την κατέκτησε με φοβερούς πολέμους και άφησε πίσω του ελληνικά βασίλεια που έζησαν μέχρι τα χρόνια του Χριστού. Λίγα είναι τα απομεινάρια εκείνης της εποχής και ακόμη λιγότερα αυτά στα οποία είχαμε πρόσβαση. Δεν προσθέσαμε τίποτε αξιόλογο στην αρχαιολογία, αλλά περάσαμε αξέχαστα. Παρέα με τους σκληροτράχηλους αρχαίους Μακεδόνες μοιραστήκαμε τις ίδιες πορείες, τοπία, φαράγγια, ερήμους και ρεματιές. Ελάχιστα είχαν αλλάξει, οι δρόμοι ίσως ήταν καλύτεροι τότε.
 
Μια εμπειρία που παραμένει ζωντανή σαν χθες. Τοπίο άγριο, οι άντρες παντού οπλισμένοι, όμως ποτέ δεν αισθανθήκαμε κίνδυνο, εκτός από τα τσοπανόσκυλα των νομάδων. Μπαίναμε στα τζαμιά, φωτογραφίζαμε και ηχογραφούσαμε ελεύθερα. Τάξη και ασφάλεια και προς τον επισκέπτη περιέργεια μάλλον παρά εχθρότητα. Αντίθετα από ό,τι στο Ιράν, δεν καταλάβαμε θρησκευτικό φανατισμό. Πώς άλλαξαν τόσο τα πράγματα από τότε; Βέβαια εξήντα χρόνια δεν είναι λίγα και πολλά μπορούν να συμβούν και συνέβησαν. Ήμουν τυχερός που βρέθηκα εκεί, σε ένα ξέφωτο ειρήνης, σε τόπο που ο κανόνας είναι καταστροφές, σφαγές, εμφύλιοι πόλεμοι και ανακάτωμα από γείτονες και άλλους καλοθελητές που τα υποδαυλίζουν. Η γεωγραφία και οι δεκατέσσερις φυλές που ζουν μέσα στα σύνορά του είναι συνταγή για αστάθεια. Λίγο σπρώξιμο χρειάζεται για να αρχίσει το αλληλοφάγωμα. Είναι το εθνικό σπορ. Όμως, η Ιστορία μάς λέει και κάτι άλλο. Όταν ξένοι πατήσουν μέσα, τότε οι Αφγανοί τα βρίσκουν μεταξύ τους, έστω προσωρινά, και τιμωρούν τους ξένους με αφάνταστη σκληρότητα.
 
Όταν στη γη του Αφγανιστάν / σε παρατήσουν λαβωμένο / και οι γυναίκες έρχονται / να κόψουν ό,τι σου απομένει / κύλισε πάνω στο τουφέκι σου / τίναξε τα μυαλά σου, και / τράβα στον θεό σου σαν στρατιώτης.




πηγή:https://www.kathimerini.gr/world/561478264/afganistan-1960/