Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Οι ξεχασμένοι Ηγέτες του Έπους 1940-‘41 - Ποιοι "πριόνιζαν" το ηθικό των Στρατιωτών και τους καλούσαν να ΜΗΝ πολεμήσουν!!


 

Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940 φέρνει πάντα στο νου όλων των καλών Ελλήνων τις μεγάλες και ένδοξες στιγμές που έζησε η πατρίδα μας πριν από 78 χρόνια όταν γενναία αντιμετώπισε την επίθεση των Ιταλών εισβολέων που επιβουλεύονταν την ελευθερία της πατρίδας μας υπερασπίζοντας ταυτόχρονα πανανθρώπινες αξίες. Ας θυμηθούμε τα κοσμοϊστορικά γεγονότα εκείνης της ηρωικής εποχής.
    
Το 1940 ο παντοδύναμος Άξονας -Ιταλία & Γερμανία- και είχε κυριεύσει μετά από μικρή ή αναιμική αντίσταση την Πολωνία, το Βέλγιο, την Ολλανδία,  τη Δανία, τη Νορβηγία  και τη Γαλλία.
    
Η Ελλάς παρατηρούσε ότι ο πόλεμος θα έφτανε στην πόρτα της,  αργά ή γρήγορα και ήταν σε ετοιμότητα. Αυτή η οργάνωση σε όλους τους τομείς του Ελληνικού Κράτους οφείλεται στο τιτάνιο έργο που ξεκίνησε από την 4η Αυγούστου 1936 και αποκλειστικά στην τριανδρία Ι. Μεταξά-Γεωργίου Β’ και Αλ. Παπάγου, που αναδιοργάνωσαν την Εθνική Άμυνα εκ του μηδενός.
     




Στις 03:00 το πρωί  της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι,  έφθασε  στην οικία του Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά.  Συναντήθηκε  μαζί Του και με ένα τελεσίγραφο ζήτησε να καταλάβει ο ιταλικός στρατός εδάφη της πατρίδος μας. Η απάντηση που έδωσε ο Εθνικός Κυβερνήτης απευθυνόμενος  στον Γκράτσι, ήταν ένα νέο «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ» και σαν άλλος Λεωνίδας, είπε :«Alors,c'est la guerre »- «Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο» εκδηλώνοντας έτσι την αρνητική θέση Του, επί των ιταμών ιταλικών αιτημάτων. Εκείνη τη στιγμή στο σπίτι της Κηφισιάς, ειπώθηκε το Θρυλικό «ΟΧΙ». Ο Μεταξάς άμεσα στη συνέχεια ενημέρωσε τον Έλληνα Βασιλέα Γεώργιο Β’ για όσα είχαν συμβεί και τον Αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο. Και οι τρεις είχαν ήδη συμφωνήσει  και είχαν κοινή και αταλάντευτη γραμμή ότι σε περίπτωση ιταλικής επίθεσης, έπρεπε η Ελλάδα να αγωνισθεί μέχρις εσχάτων. Έτσι δεν χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Η προετοιμασία για τον επερχόμενο πόλεμο είχε ξεκινήσει με τον εξοπλισμό των Ενόπλων Δυνάμεων και τη θωράκιση της χώρας, όπως τα απροσπέλαστα οχυρά του Ρούπελ της θρυλικής «γραμμής Μεταξά»!
    
Ο Εθνικός παλμός και το υψηλό εθνικό φρόνημα της εποχής φαίνεται και στα Ιστορικά διαγγέλματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 όπως τα έγραψε η ανεπανάληπτη Ηγεσία της χώρας μας.
    
 Έγραφε ο Ιωάννης Μεταξάς: «Έλληνες, τώρα θα αποδείξωμεν εάν είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον, αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας, και τα ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών».
     
Στο ίδιο επίπεδο έγραφε και ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄: «Ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως ανήγγειλε προ ολίγου υπό ποίους όρους ηναγκάσθημεν να κατέλθωμεν εις πόλεμον κατά της Ιταλίας, επιβουλευθείσης την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος. Κατά την μεγάλην αυτήν στιγμήν είμαι βέβαιος, ότι κάθε Έλλην και κάθε Ελληνίς θα επιτελέση το καθήκον μέχρι τέλους και θα φανή αντάξιος της ενδόξου ημών ιστορίας. Με πίστιν εις τον Θεόν και εις τα Πεπρωμένα της φυλής, το Έθνος σύσσωμον και πειθαρχούν ως εις άνθρωπος θα αγωνισθή υπέρ βωμών και εστιών μέχρι της τελικής νίκης
     
Ο Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος υπογράμμιζε: «Έχω ακράδαντον την πεποίθησιν ότι ο Ελληνικός Στρατός θα γράψει νέας λαμπράς σελίδας εις την ένδοξον ιστορίαν του Έθνους». Και ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος τόνιζε : «Η Εκκλησία ευλογεί τα όπλα τα ιερά και πέποιθεν ότι τα τέκνα της Πατρίδος ευπειθή εις το κέλευσμα Αυτής και του Θεού, θα σπεύσουν εν μία ψυχή και καρδία να αγωνισθούν υπέρ βωμών και εστιών και της Ελευθερίας και τιμής».    
    
Ο αγώνας δεν ήταν εύκολος. Έγιναν σκληρές μάχες στο μέτωπο της Ηπείρου. Χύθηκαν ποταμοί αίματος από τα παλικάρια του Στρατού μας στο Καλπάκι, στην Πίνδο, στα βουνά της βορείου Ηπείρου, στο θρυλικό ύψωμα 731, με αποτέλεσμα να ναυαγήσει κάθε ιταλικό σχέδιο. Αυτό οφείλεται στο ότι ο Ελληνικός Στρατός ήταν εκπαιδευμένος, είχε υψηλό ηθικό και ήταν ετοιμοπόλεμος. Για αυτό ενδιαφερόταν αποκλειστικά  η τριανδρία των Μεταξά-Γεωργίου Β’-Παπάγου 
   
Από την άλλη πλευρά κάποιοι πριόνιζαν, χωρίς επιτυχία ευτυχώς, το ηθικό των Στρατιωτών μας σαν άλλοι Εφιάλτες. Το τότε, παράνομο ΚΚΕ έκανε σαμποτάζ στον αγώνα του Έθνους λέγοντας: «Καλούμε τους πολεμιστές μας ν’ αρνηθούν να πολεμήσουν πέρα από τα σύνορα της πατρίδας μας. Τι ζητάμε στην Αλβανία;… ». Το Κ.Κ.Ε. δυστυχώς, χάραζε τη στάση του ανάλογα με τα κελεύσματα της Μόσχας…
     
Χρόνια αργότερα κάποιοι παραχαράκτες της Ιστορικής αλήθειας, θέλησαν να υποβαθμίσουν τη σημασία του «ΟΧΙ» από την Ηγεσία του 1940 λέγοντας γενικά και αόριστα ότι το «Όχι» στην φασιστική Ιταλία το είπε…ο λαός! Ασφαλώς και το είπε ο λαός, αλλά πρώτα το είπε ο Ιωάννης Μεταξάς. Αν ο Μεταξάς και ο Γεώργιος Β’ είχαν δεχθεί το τελεσίγραφο του Γκράτσι , το έπος του 1940 δεν θα είχε γίνει, τουλάχιστον όχι όπως το γνωρίζουμε. Δυστυχώς φτάσαμε στο σημείο να μην αναφέρονται καν τα ονόματα της θρυλικής Ηγεσίας του 1940 λες και η Ελλάδα ήταν ακέφαλη τότε. 

Σε όλους αυτούς τους ανιστόρητους παραχαράκτες, απαντά ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος«Πρέπει να είμεθα, χωρίς άλλο, ευγνώμονες εις τον Ιωάννην  Μεταξά, διότι είπε, ολομόναχος εις το σκοτάδι της νυκτός, το μέγα ‘’ΟΧΙ’’»
Η αντίσταση και έπειτα η Νίκη των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Ιταλία αλλά και η ηρωική άμυνα στη γερμανική επίθεση το 1941, άλλαξαν τον ρου της Ιστορίας. Καθυστέρησε αποφασιστικά η γερμανική  επίθεση στη Ρωσία με τις γνωστές συνέπειες για τη νίκη των Συμμαχικών δυνάμεων.
    
Στις μέρες μας πικραίνεται κανείς καθώς, άλλη Ελλάδα υπήρχε εκείνα τα χρόνια και άλλη βιώνουμε τώρα. 

Η σήψη και η παρακμή έχει εισχωρήσει παντού

Οφείλουμε όμως να πάρουμε κουράγιο από τους Ήρωες προγόνους μας. 
Να τους διαβεβαιώσουμε ότι το παράδειγμα της θυσίας τους παραμένει ακόμη φωτεινό και η μνήμη των δαφνοστεφανομένων μαχητών του Έπους του 1940-‘41, θα μείνει άσβεστη γιατί αγωνίστηκαν για τα ιερά και τα όσια του λαού μας. 
Και οι Ηγέτες εκείνης της εποχής ας αναπαύονται ήσυχοι στον αιώνιο ύπνο τους γιατί έπραξαν το χρέος τους στο ακέραιο δοξάζοντας για ακόμη μια φορά την πατρίδα μας. Είθε να υπάρξουν μιμητές τους.

Μετά τιμής,

Διονύσιος Βουλγαρόπουλος
 Δημοσιογράφος