Από τον Καθηγητή Ι. Θ. Μάζη
Πολλά και υπό πολλών Ελλήνων διανοουμένων, πολιτικών, δημοσιογράφων και ακαδημαϊκών ελέχθησαν σχετικώς με την δήθεν άστοχον και άδικον διά την Τουρκίαν επέκτασιν της αιγιαλίτιδος ζώνης της χώρας, η οποία «θα εξοργίσει δικαίως την γείτονα νεο-οθωμανικήν χώραν», διότι δήθεν την στραγγαλίζει μεταρέποντας το Αιγαίον Πέλαγος εις «κλειστήν ελληνικήν λίμνην», αλλά και ότι η «αβλαβής διέλευσις» και οι «θαλάσσιοι δίαυλοι» δεν είναι επαρκείς για την νόμιμον επίλυσιν του «δραματικού», διά την Τουρκίαν, αυτού προβλήματος. Και ότι όλοι εμείς οι εισηγούμενοι την επέκτασιν της αιγιαλίτιδος εις τα 12 ν.μ. διά την προστασίαν των εθνικών συμφερόντων έναντι του τουρκοϊσλαμικού φασισμού είμεθα καταδικασμένοι -ως «Ελληνάρες αγράμματοι και φανατικοί»– εις το «πυρ το εξώτερον» το κατακαίον και πυρπολόν τα πάντα εις την Γέενα της κολάσεως των «αντιδραστικών»! Αλλά τα πράγματα, εξεταζόμενα από την καθαρώς νομικήν των πλευράν και όχι από την ιδεοληπτικήν τοιαύτην, δεν φαίνεται να είναι έτσι!
Πόσοι γνωρίζομεν επίσης ότι το δήθεν "Ελληνικόν παράδοξον" δεν είναι καθόλου παράδοξον, απλούστατα διότι έχoμε από το έτος 1913 (!) «ειδικήν αιγιαλίτιδα ζώνη»… 10 ν.μ. και συνεπώς και τον -αντιστοίχου εύρους- εθνικόν εναέριον χώρον;
Πάντως, τα 12 ν.μ. οφείλουν να ανακηρυχθούν ακόμα και τώρα, σήμερα, ώστε το «ORUC REIS», το οποίο σύντομα θα ευρεθεί στον χώρο του κυριαρχικού δικαιώματος της Ελλάδος μεταξύ 6 και 12 ν.μ. (μπορεί και να έχει εισέλθει σήμερα, 20/10/2020), να θεωρείται και για ακόμη έναν ισχυρότατο και ισχύοντα νομικώς λόγο ως καταφανώς και αναντιρρήτως παράνομον.
Τότε, ακόμα και η «θερμή ελληνική αντίδρασις» δικαιολογείται απολύτως. Διότι, εάν εισέλθει εις τον χώρον 6-12 το τουρκικόν ερευνητικόν σκάφος και κατόπιν ανακοινωθεί η διεύρυνσις, κάποιοι, και πρώτοι οι Τούρκοι, θα το θεωρήσουν -τότε- ως δολία παγίδευσιν εκ μέρους των Αθηνών, διότι ο χώρος αυτός δεν υφίστατο ως κεκηρυγμένος και ισχύων κατά την ώραν της εισόδου του σκάφους και σε συνδυασμόν με τις διακηρυχθείσες «κόκκινες γραμμές» του κ. Γεραπετρίτη δεν όφειλαν να λάβουν υπ’ όψιν τον συγκεκριμένον χώρον ως απηγορευμένον διά τον πλουν του σκάφους των! Τότε η Ελλάς θα οφείλει να αντιδράσει έως και θερμώς, αλλά χωρίς έξωθεν καλήν μαρτυρίαν, ενώ είχε τα νομικά εργαλεία για να τα χρησιμοποιήσει και δεν το έπραξε. Ολιγωρία; Ηττοπάθεια; Εθνικόν έγκλημα;
Ερωτάται: Τι περισσότερον θα πράξει η Τουρκία από αυτό που ήδη πράττει, μη έχουσα μάλιστα η Ελλάδα φροντίσει να εξασφαλίσει νομικώς τα νώτα της εις το διεθνές «blame game» (παίγνιον ενοχής);
Μέχρι πότε η Ελλάς θα λειτουργεί ως φοβική και ηττοπαθής εθνοκρατική οντότης και όχι ως ορθολογικόν υποκείμενον του Διεθνούς Δικαίου, ασκών καθ’ ολοκληρίαν τα δικαιώματά του;
Το μόνον που έχει επιτύχει μέχρι σήμερα με την στάσιν αυτήν είναι να ευρίσκεται λόγω της συνεπαγομένης εκ της στάσεώς της αυτής τουρκικής εξαχρειωθείσης συμπεριφοράς εις τα πρόθυρα του πολέμου. Και μάλιστα νομικώς ακάλυπτος!
Ας εξετάσομε λοιπόν, χωρίς κραυγές, ποια είναι στο σημείον της διευρύνσεως της αιγιαλίτιδος ζώνης τα νομικά όπλα «τα αποδεσμεύοντα τας χείρας» της ελληνικής διπλωματίας.
Α. Ο περιφρονηθείς από τις Ελληνικές Κυβερνήσεις Νόμος (ΔΡΜΑ΄) 4141/1913, (ΦΕΚ Α’ 68 της 26 Μαρτίου/11 Απριλίου 1913)
Αναφορικώς με το αντίστοιχον εύρος της αιγιαλίτιδος ζώνης, έχομε να παρατηρήσομε ότι ήδη έχει ορισθεί το εύρος των 10 ν.μ. από το έτος 1913, με τον Νόμο (ΔΡΜΑ’ ) 4141/1913, (ΦΕΚ Α΄ 68 της 26 Μαρτίου/11 Απριλίου 1913) ο οποίος εισέτι ισχύει και περιέργως περιφρονείται από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα να δίδομεν δικαίωμα να ομιλεί η Τουρκία (αλλά καί τινες Αμερικανοί επίσημοι αγνοούντες τα νομικά δεδομένα και ισχύοντα εφόσον, άλλωστε και η ελληνική πλευρά ουδέποτε τα επεκαλέσθη από το 1973 και εντεύθεν): 1) για «ελληνικόν νομικόν παράδοξον», υπονοούντες την διαφοράν μεταξύ εθνικού εναερίου χώρου των 10 ν.μ. και αιγιαλίτιδος ζώνης των 6 ν.μ.». Ας δούμε όμως τι λέγει ο ως άνω Νόμος:
Εις το Αρθρον 1, παρ. 2 του Νόμου (ΔΡΜΑ΄) 4141/1913, (ΦΕΚ Α΄ 68 της 26 Μαρτίου/11 Απριλίου 1913) με τίτλο: «Περί διάπλου και διαμονής εμπορικών πλοίων παρά τας Ελληνικάς Ακτάς και περί Αστυνομίας λιμένων και όρμων εν καιρώ πολέμου» ορίζεται σαφώς ότι: «Ειδικώς διά την εφαρμογήν του παρόντος νόμου, ως ελληνική θάλασσα εννοείται η από της ακτής μέχρις αποστάσεως δέκα ναυτικών μιλλίων περιλαβανομένη θαλασσία ζώνη.
Προκειμένου περί κόλπων και όρμων η ζώνη των δέκα ναυτικών μιλίων μετρείται απ’ ευθείας γραμμής, συρομένης κατά πλάτος της εισοχής και εις το μάλλον εξωτερικόν μέρος αυτής, όπου το άνοιγμα δεν έχει πλάτος μείζον των είκοσι μιλίων». Διά της ανωτέρω διατάξεως είναι απολύτως εμφανές ότι ιδρύεται αιγιαλίτις ζώνη 10 ν.μ., εφόσον η μέτρησις της αποστάσεως των 10 ν.μ. διενεργείται από της ακτής. Και τον όρον «αιγιαλίτις ζώνη των 10 ν.μ.» αντικαθιστά σαφώς και επακριβώς ο όρος «ελληνική θάλασσα».
Η εν λόγω διάταξις όμως, δηλούσα την «ευθείαν γραμμήν» από της οποίας μετρούνται τα 10 ν.μ. «…προκειμένου περί κόλπων και όρμων…» την οποίαν καθορίζει i) αφενός χαρασσομένην εις «το μάλλον εξωτερικόν μέρος αυτής», δηλαδή εις τα πλέον ακραία προς το θαλάσσιον μέτωπον σημεία του κόλπου/όρμου και ii) προσδιοριζομένου του «ανοίγματος» του κόλπου/όρμου ως μη έχον «πλάτος μείζον των είκοσι μιλίων», είναι σημαντικότατον ότι προσομοιάζει και προβλέπει σχεδόν επακριβώς τα αναφερόμενα εις το μετά ενενήντα εννέα (99)! έτη μεταγενέστερον άρθρον 10 της Συμβάσεως του Montego Bay (1982/1986). Το εν λόγω Αρθρο 10 της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση UNCLOS ΙΙΙ (1982) [1] αναφέρει εις το αντίστοιχον σημείον του «πλάτους της γραμμής» τα εξής:
«4. Εάν η απόσταση μεταξύ των σημείων της κατώτατης ρηχίας των άκρων της φυσικής εισόδου ενός κόλπου δεν υπερβαίνει τα 24 ναυτικά μίλια, μπορεί να χαραχθεί κλείουσα γραμμή μεταξύ των δύο σημείων κατώτατης ρηχίας, τα δε ύδατα στο εσωτερικό της γραμμής αυτής θεωρούνται εσωτερικά ύδατα.
5. Στις περιπτώσεις που η απόσταση μεταξύ των σημείων κατώτατης ρηχίας των άκρων της φυσικής εισόδου ενός κόλπου υπερβαίνει τα 24 ναυτικά μίλια, ευθεία γραμμή βάσεως 24 μιλίων χαράσσεται στο εσωτερικό του κόλπου κατά τρόπο ώστε να περικλείει την μέγιστη υδάτινη έκταση η οποία είναι δυνατόν να περικλείεται από γραμμή τέτοιου μήκους».
Εκ της συγκρίσεως των δύο άρθρων, μάλιστα, προκύπτει ο Νόμος του 1913, αρκετά φειδωλός ως προς αυτόν του 1982, του Δ.τ.Θ., διότι ο δεύτερος μας δίδει την δυνατότητα για γραμμή πλάτους 24 ν.μ., ήτοι τεσσάρων (4) ν.μ. περισσοτέρων από αυτόν του 1913!
Πάντως ο 4141/1913 προέβλεπε την δυνατότητα απαγορεύσεως του διάπλου και παραμονής εμπορικών σκαφών εις την θαλασσίαν ζώνην την οποίαν όριζε «όταν τα συμφέροντα της εθνικής αμύνης απαιτώσι την τοιαύτην απαγόρευσιν».
Παρατηρήσεις: 1) Ο Νόμος αυτός εξακολουθεί να ισχύει εφόσον ουδέποτε κατηργήθη, 2) εφόσον προσδιορίζει την ισχύ του εις τας περιπτώσεις όπου «… τα συμφέροντα της εθνικής αμύνης απαιτώσι την τοιαύτην απαγόρευσιν», αυτονοήτως ισχύει όταν το κράτος κρίνει ότι ισχύουν αυτές οι συνθήκες, όπως και μπορεί να κρίνει και έχει ήδη κρίνει διά πολλαπλών προσφυγών της η Ελλάς με ΝΟΤΑΜ και επιστολές προς τον γ.γ. του ΟΗΕ και προς τα θεσμικά όργανα της Συνόδου Κορυφής και Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων της Ε.Ε., και 3) επ’ αυτού (10 ν.μ. «ελληνική θάλασσα») συνηγορεί και η άποψις του αείμνηστου καθηγητού και ακαδημαϊκού Ι. Σπυροπούλου, ο οποίος και σχολιάζει τον σχετικόν νόμον [2].
Β. Η επαναβεβαίωσις (!) των 10 ν.μ. ως Αιγιαλίτιδος Ζώνης της Ελλάδος εκ του Π.Δ 618/31 (ΕτΚ), αριθμός φύλλου 328 / «Τεύχος Πρώτον» / 18 Σεπτεμβρίου 1931 [3].
1) Επίσης, για τις ανάγκες του «καθορισμού πλάτους χωρικών υδάτων, όσον αφορά τα ζητήματα Αεροπορίας και Αστυνομίας αυτής», εξεδόθη και σχετικόν Προεδρικόν Διάταγμα της 18/09/1931 (Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αριθμός φύλλου 328 / «Τεύχος Α΄» / 18 Σεπτεμβρίου 1931), το οποίον, αναφερόμενον εις τους Νόμους 5017/31 και Νόμον 2569/1921, ορίζει… μεγαλοφώνως (!) το εύρος των χωρικών υδάτων της Επικρατείας εις τα 10 ναυτικά μίλια! Ποιος Ελλην, υπουργός ή μη, τολμά να τα «μειώνει» εις τα 6 ν.μ.; Αγνοια Νόμων της Ελληνικής Δημοκρατίας εις τοιούτου είδους ζητήματα δεν επιτρέπεται!
2) Το πλήρες κείμενο του Προεδρικού Διατάγματος, δημοσιευμένου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με τίτλο «Περί καθορισμού πλάτους χωρικών υδάτων, όσον αφορά τα ζητήματα Αεροπορίας και Αστυνομίας αυτής», που ορίζει «το πλάτος ζώνης των χωρικών υδάτων εις δέκα ναυτικά μίλια από των ακτών της επικρατείας», έχει ως εξής: «Εχοντες υπ’ όψιν τα άρθρα 2 και 9 του νόμου 5017 “περί Πολιτικής Αεροπορίας”, δημοσιευθέντος εις το υπ’ αρ. 158 της 13/6/31 φύλλον της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (τεύχος Α΄), ως και το άρθρον 1 του νόμου 2569 της 19/4/21 “περί κυρώσεως της Διεθνούς Συμβάσεως Αεροπορίας”, δημοσιευθέντος εις το υπ’ αρ. 68 φύλλον της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως της 26/4/21, προτάσσει του Ημετέρου της Αεροπορίας υπουργού, αποφασίσαμε και διατάσσομεν: Ορίζομεν το πλάτος της ζώνης των Χωρικών Υδάτων της αναφερομένης εν τω άρθρων 2 του Νόμου 5017 εις δέκα ναυτικά μίλια από των ακτών της Επικρατείας. Εις τον Ημέτερον επί της Αεροπορίας υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος.
Εν Δεκελεία τη 6η Σεπτ. 1931
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης
Ο επί της Αεροπορίας υπουργός Α. Ζάννας».
Tο εν λόγω Προεδρικό Διάταγμα, μετά την δημοσίευσή του, απεστάλη αμέσως από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Γραμματεία τής τότε Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), που ήταν διεθνής οργανισμός προκάτοχος του ΟΗΕ, και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου.
3) Οπως αναφέρει επίσης ο καθηγητής Ι. Σπυρόπουλος, η νομική πραγματικότης αυτή ενισχύθη περαιτέρω και πάλιν, το έτος 1936, διότι, όπως γράφει [4]: «Παρ’ ημίν ο Νόμος 230 (1936) “Περί καθορισμού της αιγιαλίτιδος της Ελλάδος” ορίζει ότι “η έκτασις της αιγιαλίτιδος ζώνης καθορίζεται εις εξ (6) ναυτικά μίλια από της ακτής, μη θιγομένων των εν ισχύι διατάξεων, των αφορωσών εις ειδικάς περιπτώσεις, καθ’ ας η αιγιαλίτις ζώνη ορίζεται μείζων ή ελλάτων των εξ ναυτικών μιλίων». Τι μας λέγει λοιπόν ο Νόμος αυτός του Ιωάννου Μεταξά; Μας λέγει ότι οι Νόμοι i) (ΔΡΜΑ΄) 4141/1913, (ΦΕΚ Α΄ 68 της 26 Μαρτίου/11 Απριλίου 1913), ii) 5017/31 iii) 2569/1921 και το Π.Δ. 618/31 (ΕτΚ), αριθμός φύλλου 328/«Τεύχος Πρώτον»/18 Σεπτεμβρίου 1931 ισχύουν κανονικά! Αρα και η «ειδική αιγιαλίτις των 10 ν.μ.», άρα και ο ίσου εύρους Εθνικός Εναέριος Χώρος!
Γ. Η επέκτασις της Αιγιαλίτιδος Ζώνης στα 12 ν.μ. και η τουρκική ανάγνωσις του Αιγαίου ως «κλειστής ελληνικής λίμνης» σε αυτήν την περίπτωση
α) Ειδικές παρατηρήσεις επί της αβλαβούς διελεύσεως.
Η επέκτασις των 12 ν.μ. σε όλη την ελληνική επικράτεια ήτο ένα μέτρον το οποίον έπρεπε η ελληνική Πολιτεία να υιοθετήσει εδώ και καιρόν. Ήδη αμέσως μετά την εισβολήν και κατοχήν της Κύπρου από τον τουρκικό στρατό, συμβαλλομένων και της ευήθους και προδοτικής «ιωαννιδικής χούντας», αλλά και του κισσιγκεριανού μηχανισμού του US Dept of State με ελλαδικές και κυπριακές πολιτικές «απολήξεις». Εάν το μέτρον αυτό ελαμβάνετο, σήμερα δεν θα είχαμε αυτά τα προβλήματα με την τουρκικήν προκλητικότητα και επεκτατικήν/αναθεωρητικήν έκνομον διάθεση και πρακτική.
Από το παντελώς παράνομο «casus belli» του 1995, το συμβάν των Ιμίων του Ιανουαρίου του 1996, το Κοινόν Ανακοινωθέν της Μαδρίτης (Σημίτη – Ντεμιρέλ) του Ιουλίου 1997 και τα Συμπεράσματα του Ελσίνκι του Δεκεμβρίου του 1999 (κυβερνήσεως Σημίτη) η Ελλάς έχασε κάθε επιθυμίαν, υποτασσομένη εις έξωθεν κελεύσματα και ηττοπαθείς προσεγγίσεις, να προβεί εις την επέκτασιν της αιγιαλίτιδος ζώνης.
Επίσης, διατηρούσε και τον αστικόν μύθον «ότι πρώτη η ΕΣΣΔ θα διαφωνούσε με το «κλείσιμο αυτό» του Αιγαίου, ως εάν η ΝΑΤΟϊκή Ελλάς ενδιεφέρθη αίφνης για τα «δικαιώματα» της «Μέκκας του υπαρκτού»! Και ο μύθος αυτός κατέρρευσε με το tweet του Οκτωβρίου 2020 [5] της πρεσβείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας εν Αθήναις, το οποίον ανεγνώριζε πλήρως το δικαίωμα της Ελλάδος όπως και κάθε παρακτίου κράτους να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνην της στα 12 ν.μ. σε όλην την επικράτειάν της! Αυτό οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι η Μόσχα γνωρίζει πολύ καλά το «δικαίωμα» το οποίον διατηρεί εκ της UNCLOS (ΙΙΙ) περί αβλαβούς διελεύσεως (innocent passage) στα Χωρικά Υδατα (Τμήμα 3, Αρθρο 17, Δικαίωμα αβλαβούς διελεύσεως). Αυτή η ερμηνευτική αντίληψις έχει υποστηριχτεί από εξέχοντες διεθνοδικαϊστές πριν ακόμη της υπογραφής της UNCLOS (III) 1982.
Συγκεκριμένα, ο αείμνηστος καθηγητής, διεθνής δικαστής και ακαδημαϊκός Ιωάννης Σπυρόπουλος αναφέρει σχετικώς με την αιγιαλίτιδα ζώνη: «Η αιγιαλίτις ζώνη υπάγεται εις την κυριαρχίαν του παρακτίου κράτους, αποτελούσα αναπόσπαστον μέρος του εδάφους του, της γενικής αρμοδιότητος του κράτους υφισταμένης μόνον περιορισμούς τινάς υπέρ του δικαιώματος της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας των άλλων μελών της διεθνούς κοινότητος», η οποία και προεκρίθη από την «περί κωδικοποιήσεως συνδιάσκεψιν της Χάγης το 1930, αφομοιώσασα ρητώς τα χωρικά ύδατα προς το έδαφος του παρακτίου κράτους». Εξίσου ρητώς υπεστηρήχθη, αντιστικτικώς με τις τελευταίες θέσεις του, και εκ μέρους του διατελέσαντος αντιπροέδρου στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθηγητή Χρ. Ροζάκη, ως ακολούθως:
«Η αιγιαλίτιδα ζώνη ενός παρακτίου κράτους κι η υπαγωγή ενός τμήματος της θάλασσας στο νομικό καθεστώς που τη διέπει δεν μπορεί «καταρχήν» να δημιουργήσει θέμα περιορισμού της ελευθερίας των θαλασσών. Και τούτο γιατί από ορισμό η ανοιχτή θάλασσα -πάνω στην οποία, και μόνο, ισχύει η παραδοσιακή ελευθερία- είναι το τμήμα εκείνο των θαλασσών, που αρχίζει εκεί που σταματάει η αιγιαλίτιδα ζώνη. Θεωρητικά, λοιπόν, οποιαδήποτε επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης και νόμιμη μετατόπιση των ορίων της προς τις ανοικτές θάλασσες δεν γεννάει κανένα θέμα επιβάρυνσης της ελευθερίας. Απλώς προσδιορίζει τα νέα όρια αυτής της ελευθερίας». [6]
Η ίδια προσέγγιση υιοθετείται και από άλλους εγκρίτους διεθνοδικαϊστάς μεταγενεστέρως της υιοθετήσεως της Συμβάσεως του 1982, τις τοποθετούμενες ειδικώς περί της απροσκόπτου δυνατότητος επεκτάσεως (και μάλιστα ως πράξη ασκήσεως δικαιώματος απορρέοντος εξ αυτής) εκ μέρους του παράκτιου κράτους, όπως ο διαπρεπής καθηγητής και ακαδημαϊκός Εμμανουήλ Ρούκουνας, κατά τον οποίον «τα κράτη εκείνα που όπως η Ελλάς έχουν αιγιαλίτιδα ζώνη μικρότερη των 12 μιλίων δικαιούνται, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, να επεκτείνουν την αιγιαλίτιδα ζώνη τους ως το ανώτατο όριο που προβλέπει το άρθρο 3 [της Σύμβασης του 1982], δηλ. Στα 12 ν.μ.» [7].
Εξίσου εμφατική είναι και η θέσις της Μαρίας Κλάδη-Ευσταθοπούλου, η οποία εις το πλαίσιο του σημαντικοτέρου, ιστορικώς, συνεδρίου για το Δίκαιο της Θαλάσσης και τα θαλάσσια ζητήματα της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που έλαβε χώρα εις την νήσο Ρόδο το 1996 υπεστήριξε ρητώς ότι «Η δυνατότητα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. αποτελεί σήμερα νόμιμο δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το συμβατικό δίκαιο, τον εθιμικό κανόνα και τη γενική πρακτική» [8].
Συνεπώς, εις το σημείον αυτό καθίσταται απολύτως εμφανής από πλευράς Δ.τ.Θ ο «αναγκαστικός χαρακτήρας» της προβλέψεως από το παράκτιον κράτος του σεβασμού του «δικαιώματος» της ελευθερίας ναυσιπλοΐας των άλλων [κρατών] μελών της διεθνούς κοινότητος. Ιδιαιτέρως, επίσης, σημασίαν έχει η παρ. 4 του Αρθρου 17 της UNCLOS ΙΙΙ (1982), η οποία ομοίως τονίζει ότι «τα ξένα πλοία ασκούν το “δικαίωμα” της αβλαβούς διελεύσεως εντός της αιγιαλίτιδος ζώνης».
Είναι λοιπόν απολύτως ατυχής η θέσις ότι προεκτεινομένης της αιγιαλίτιδος ζώνης της χώρας στα 12 ν.μ. το Αιγαίον μετατρέπεται σε «ελληνική λίμνη». Αλλωστε θα το επέτρεπε, επιτέλους, ο διεθνής νομοθέτης, δηλαδή η ιδία η διεθνής κοινότης. Ακόμη και διά του Δικαστηρίου της Χάγης.
β) Ειδική παρατήρησις επί των θαλασσίων διαδρόμων τους οποίους το παράκτιον κράτος ως κυρίαρχον επί της Αιγιαλίτιδος Ζώνης δύναται να ορίζει επί των υδάτων αυτών Εις το Αρθρον 22, παρ. 1 της UNCLOS (ΙΙΙ) περί «Θαλασσίων διαδρόμων και σχεδίων διαχωρισμού κυκλοφορίας στην Χωρική Θάλασσα» (εντασσόμενον και πάλιν εις το «Τμήμα 3», πράγμα που δηλώνει ακόμη μίαν φοράν και διά της θεωρητικής οδού τον αναγκαστικό -άμα δε και συγχρονικό με την διεύρυνση- χαρακτήρα των προβλεπομένων στην διάταξη), αναφέρεται ρητώς η δυνατότης του παρακτίου κράτους (π.χ. της Ελλάδος) να «…δύναται, όπου παρίσταται αναγκαίο, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, να ζητά από τα ξένα πλοία που ασκούν το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης από τη χωρική του θάλασσα να χρησιμοποιούν εκείνους τους θαλάσσιους διαδρόμους και τους κανόνες διαχωρισμού της θαλάσσιας κυκλοφορίας τους οποίους τούτο δύναται να καθορίσει ή υποδείξει για την ρύθμιση της διέλευσης των πλοίων». Εις δε την παρ. 4 αναφέρει: «Το παράκτιο κράτος προσδιορίζει με σαφήνεια τους θαλάσσιους αυτούς διαύλους και τα σχέδια διαχωρισμού της κυκλοφορίας σε χάρτες στους οποίους δίνει την δέουσα δημοσιότητα».
Άρα υπάρχει υποχρέωση της Ελλάδος να προσδιορίζει και θαλασσίους διαδρόμους που όμως έχει την δυνατότητα να τους χαράξει η ιδία, αλλά τους οποίους -αφ’ ης χαράξεώς των- οφείλει να δημοσιοποιεί διά χαρτών ώστε να εξυπηρετούνται τα ξένα πλοία.
Συνεπώς και εις αυτήν την περίπτωση καταρρέει το προπαγανδιστικό τουρκικό μύθευμα ότι το Αιγαίο «καθίσταται κλειστή ελληνική λίμνη» διά της επεκτάσεως της Αιγιαλίτιδος Ζώνης της Ελλάδος εις τα 12 ν.μ.
Συμπερασματικώς, δυνάμεθα να καταλήξομε στο ότι η προοπτική επεκτάσεως της ελληνικής Αιγιαλίτιδος Ζώνης εις τα 12 ν.μ., με παράλληλον σύγχρονον θέσπισιν των αναγκαίων ρυθμίσεων διευκολύνσεως της οδεύσεως της συναφούς ναυσιπλοΐας εις τις θαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου, αποτελεί συνθήκην απολύτως συνάδουσα και με το γράμμα, αλλά και με το πνεύμα του νέου Δικαίου της Θαλάσσης, όπως αυτό έχει αποτυπωθεί στην Σύμβαση UNCLOS (IΙI) του 1982. Ειδικώς, δε, η ναυτιλιακή κυκλοφορία η διερχομένη από τις δύο γεωπολιτικώς κρισιμότατες οδούς διεθνούς ναυσιπλοΐας, τις διερχόμενες διά του Αιγαίου Πελάγους και την εγγύς θαλασσία περιοχή του εις την Ανατολικήν Μεσόγειον, ήτοι «Σουέζ – Γιβραλτάρ» και «Δαρδανέλια – Γιβραλτάρ», κάθε άλλο παρά θα παρεμποδίζοντο από μίαν ανάλογον εξέλιξιν, η οποία θα εδρομολογείτο από μια χώρα κατ’ εξοχήν και παραδοσιακώς ναυτικήν, όπως η Ελλάδα. Πολύνησος χώρα, με αυτονόητον ενδιαφέρον και αντίστοιχα εθνικά συμφέροντα, συναρτώμενα, άλλωστε, κατά μείζονα λόγον και με δεσμούς αιώνων με τον εμπορικό στόλο ελληνικών συμφερόντων, τον δεσπόζοντα παραδοσιακώς εις την διεθνή ναυτιλίαν.
Τουναντίον, η ενεργοποίησις των εν λόγω συμπληρωματικών προβλέψεων των αφορουσών εις την χάραξιν θαλασσίων διαδρόμων εις το πλαίσιο εκπονήσεως σχεδίων διαχωρισμού της κυκλοφορίας της ναυσιπλοΐας, εντός της προτεινομένης προς επέκτασιν αιγιαλίτιδος ζώνης της Ελλάδος, συμφώνως προς τις προβλέψεις του Άρθρου 22 της UNCLOS ΙΙΙ (1982), τις αναλυθείσες ανωτέρω, αποσκοπεί ακριβώς εις την διευκόλυνσιν της ναυσιπλοΐας, εις την επαύξησιν της ασφαλείας των ναυτιλομένων, αλλά και εις την διευκόλυνσιν και άλλων θαλασσίων δραστηριοτήτων (εμπορικών και μη) δυναμένων να λαμβάνουν χώρα στην ιδία θαλασσίαν περιοχήν (π.χ. αλιεία, θαλασσία επιστημονική έρευνα, εκμετάλλευσις/προστασία θαλάσσιων πόρων κ.λπ.).
Αυτή άλλωστε ήτο και η πρόνοια, η ουσιαστικώς αποτυπωθείσα εις το πρωτοποριακόν κείμενον της Συμβάσεως UNCLOS ΙΙΙ (1982), αποσκοπούσα εις τον συγκερασμόν δύο φαινομενικώς αντικρουομένων προτεραιοτήτων: αφενός της παραδοσιακής ανάγκης δι’ επέκτασιν της κυριαρχίας του κράτους εντός του θαλασσίου χώρου (μέσω της αιγιαλίτιδος ζώνης) και αφετέρου την εξίσου αυτονόητον διευκόλυνσιν της ναυσιπλοΐας εις τον κοινόν θαλάσσιον χώρον.
Ως εκ τούτου, αιτιάσεις παρουσιάζουσες το ενδεχόμενον της τάχα… δυσχερείας/παρακωλύσεως («κλείσιμο του Αιγαίου») της διερχομένης ναυσιπλοΐας και ειδικώς της προερχομένης από και προς τα Στενά του Ελλησπόντου, ως πρόσχημα διά την υπονόμευσιν της προοπτικής επεκτάσεως της αιγιαλίτιδος ζώνης της Ελλάδος κατά τις προβλέψεις της Συμβάσεως UNCLOS ΙΙΙ (1982), συνιστούν είτε άγνοια των νομικών και γεωπολιτικών παραμέτρων του ζητήματος είτε συνειδητήν παρερμηνείαν και διαστρέβλωσή των με αδήλους στόχους, μη υπηρετούντες το εθνικόν συμφέρον.
πηγή:https://www.dimokratianews.gr/politiki/i-alitheia-gia-ta-12-milia-i-pomfolyx/