Ο δημόσιος τομέας χαρακτηρίζεται από μία πολιτική πατρωνία, με στόχο τα κομματικά οφέλη, καθώς επίσης από έναν νεποτισμό (οικογενειοκρατία) – από ιδιαιτερότητες δηλαδή που έχουν μετατρέψει τη χώρα σε μία σοβιετικού τύπου οικονομία
.
Έχει τεκμηριωθεί πολλές φορές πως ούτε η χρεοκοπία της Ελλάδας οφειλόταν στους Έλληνες, ούτε η αποτυχία των μνημονίων (ανάλυση), συμπεριλαμβανομένου του τρίτου μελλοντικού, με το οποίο δόθηκε «γη και ύδωρ» στους δανειστές – ενώ είναι ασφαλώς ανόητο να ισχυρίζεται κανείς πως είναι καλύτερο από τα προηγούμενα, αφού προστίθεται σε αυτά, νομιμοποιώντας και επισφραγίζοντας τα.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η οικονομία της χώρας λειτουργούσε ανέκαθεν σωστά επειδή, σε μία τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα θα παρήγαγε άφθονο πλούτο, χωρίς να κινδυνεύει ποτέ να χρεοκοπήσει – αφού διαθέτει τα πάντα (φυσική ομορφιά, υπόγειο πλούτο, εύφορες εκτάσεις, ισχυρή ναυτιλία, υποδομές, εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, οξυδερκείς Πολίτες, ικανούς επιχειρηματίες κλπ.), για να μπορεί να το κάνει.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως πολύ σωστά αναφέρεται, τα προβλήματα της Ελλάδας οφείλονται κυρίως στις οικονομικές (δομικές) της αδυναμίες, οι οποίες έχουν τις «ρίζες» τους στις αξίες, καθώς επίσης στις πεποιθήσεις της ελληνικής κοινωνίας (E. Phelps).
Ειδικότερα, ο δημόσιος τομέας της χώρας χαρακτηρίζεται από μία «πολιτική πατρωνία», με στόχο τα κομματικά οφέλη (πελατειακό κράτος, ψήφοι), καθώς επίσης από έναν «νεποτισμό» (οικογενειοκρατία), ο οποίος εκδηλώνεται με την παραχώρηση θέσεων εργασίας και αξιωμάτων σε συγγενείς και φίλους – σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, σε σχέση με τα υπόλοιπα ανεπτυγμένα κράτη της Ευρώπης.
Περαιτέρω, οι ανώτατες συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων συγκριτικά με τους μισθούς τους είναι σχεδόν διπλάσιες, από αυτές στην Ισπανία (πηγή) – ορισμένοι πληρώνονται χωρίς καν να εργάζονται (συνδικαλιστές, κομματικά στελέχη κλπ.), ενώ οι εκάστοτε κυβερνήσεις παρέχουν μεγάλα φορολογικά προνόμια στις επιχειρηματικές ελίτ, με τις οποίες διαπλέκονται διαφθειρόμενες.
Σύμφωνα τώρα με πρόσφατες στατιστικές, το μερίδιο του κέρδους στους τζίρους των ελληνικών επιχειρήσεων (στον παραγωγικό κυρίως κλάδο), ανέρχεται στο εξτρεμιστικό 46% – στη δεύτερη θέση είναι η Ιταλία με 42%, στην τρίτη η Γαλλία με 41%, ενώ στη Γερμανία είναι 39%, στις Η.Π.Α. 35% και στη Μ. Βρετανία μόλις 32%.
Εκτός αυτού, τόσο οι επιδοτήσεις, όσο και οι ενισχύσεις, καθώς επίσης οι συμβάσεις με το δημόσιο και με τις κρατικές επιχειρήσεις, προσφέρονται σχεδόν αποκλειστικά σε αυτούς που διαθέτουν διασυνδέσεις και εσωτερική πληροφόρηση – ενώ όλοι οι υπόλοιποι σπάνια πετυχαίνουν κάτι ανάλογο.
Παραδόξως δε, πολλοί νέοι επιχειρηματίες διστάζουν να ιδρύσουν τις καινοτόμες εταιρείες τους στη χώρα – φοβούμενοι αφενός μεν πως οι ιδέες τους θα κλαπούν από τους επιτήδειους, με τη χρήση πλαστών εγγράφων ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, αφετέρου την κακοπροαίρετη/κακοφτιαγμένη/απογοητευτική απομίμηση των προϊόντων ή των υπηρεσιών τους.
.
Ο ακρωτηριασμός του οικονομικού συστήματος
Περαιτέρω, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα (πηγή), η Ελλάδα ανήκει στις πλέον δύσκολες χώρες, όσον αφορά την ίδρυση επιχειρήσεων, αλλά και το κλείσιμο των υφισταμένων – με αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός να είναι πολύ αδύναμος, οι τιμές υψηλές, το κόστος παραγωγής επίσης, καθώς επίσης να υπάρχουν πολύ λίγες επιχειρήσεις με πραγματικά νεωτεριστικές ιδέες.
Το ακρωτηριασμένο αυτό σύστημα έχει προέλθει από τις ελληνικές συντεχνιακές «αξίες» – οι οποίες δίνουν υπερβολική έμφαση στην κοινωνική ασφάλεια, θέτουν την αλληλεγγύη υπεράνω του ανταγωνισμού, ενώ εμποδίζουν τις αλλαγές που δεν έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν.
Οι διαδικασίες αυτές θα μπορούσαν μεν να θεωρηθούν ως καλοπροαίρετες, δεν παύουν όμως να αποτελούν την κλασσική συνταγή της οικονομικής στασιμότητας – της μειωμένης παραγωγικότητας, καθώς επίσης των ελάχιστων ευκαιριών για αξιοκρατικές, επιτυχημένες και γρήγορες καριέρες.
Παράλληλα, διαπιστώνει κανείς πως οι περισσότερες ενέργειες των κυβερνήσεων έχουν μάλλον στόχο το μοίρασμα της φτώχειας, αντί τη δημιουργία πλούτου – ενώ στο όνομα της ισότητας των ευκαιριών, απαγορεύεται ακόμη και η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, με αποτέλεσμα να στερείται η χώρα από μία μεγάλη πηγή εσόδων (φοιτητές από τις γύρω χώρες), καθώς επίσης να εκρέουν σημαντικά κεφάλαια στο εξωτερικό (σπουδές στη Βρετανία, ακόμη και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης).
.
Τα συμπτώματα της ασθένειας
Ειδικά όσον αφορά την παραγωγικότητα (ΑΕΠ ανά εργαζόμενο), είχαμε τονίσει ήδη με μία ανάλογη ανάλυση μας το 2009, συγκρίνοντας τότε την Ελλάδα με την Ολλανδία ότι, η δυνητική ανεργία ήταν της τάξης του 40%– προβλέποντας την κατακόρυφη αύξηση της, η οποία ακολούθησε αργότερα.
Πρόσφατα, η παραγωγικότητα της Ελλάδας υπολογίσθηκε στο 72% συγκριτικά με την Ιταλία (είναι δηλαδή 28% χαμηλότερη), ενώ μόλις στο 58% της γερμανικής – γεγονός που επεξηγεί μία επόμενη παραδοξότητα, σύμφωνα με την οποία το πραγματικό (αφαιρουμένου του πληθωρισμού) ΑΕΠ της Ελλάδας έχει υποχωρήσει στα επίπεδα του 2000 (πηγή), ενώ η ανεργία είναι τριπλάσια σχετικά με το 2000. Αποδεικνύεται δε από το γράφημα εφημερίδας που ακολουθεί, το οποίο συγκρίνει τη χώρα μας με την Πορτογαλία – η οποία δεν βίωσε ποτέ τη δική μας ανάπτυξη.
.
(*Πατήστε στο γράφημα για μεγέθυνση)
.
Συνεχίζοντας, ο μέσος βαθμός ικανοποίησης των Ελλήνων από τη ζωή τους είναι χαμηλότερος από τον αντίστοιχο στην Ευρώπη, παρά το ότι κατοικούν στην ομορφότερη, εάν όχι πλουσιότερη περιοχή του πλανήτη – γεγονός που επιδεινώνεται από τη γραφειοκρατία που είναι σχεδόν ανεξέλεγκτη, σκόπιμη βέβαια, με στόχους να εμποδίζονται αυτοί που δεν διαπλέκονται, να εξασφαλίζονται περισσότερες θέσεις εργασίας στο δημόσιο για «κομματικό μοίρασμα», να ευδοκιμεί ο χρηματισμός κοκ.
Ενάντια δε στους ισχυρισμούς αρκετών κυβερνήσεων της χώρας, οι συντεχνίες οδηγούν στην αύξηση της εξαθλίωσης αυτών που βρίσκονται ήδη σε μειονεκτική θέση – κρίνοντας από το ότι, το ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα το 2010, πριν από την επιβολή του πρώτου μνημονίου, ήταν στο 21,4% έναντι 16,7% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Όσον αφορά γενικότερα τους Θεσμούς, η δυσλειτουργία τους αποτελεί ίσως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της Ελλάδας (άρθρο) – για την αντιμετώπιση του οποίου δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα, αφού όλες οι πρόσφατες ενέργειες επικεντρώνονται στις μειώσεις των εισοδημάτων των Ελλήνων (περιορισμός μισθών και συντάξεων, αύξηση των φόρων).
Έλλειμμα στις πηγές ευημερίας
Περαιτέρω, η αύξηση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οφειλόταν κυρίως στην καλυτέρευση της εκπαίδευσης των Ελλήνων, καθώς επίσης στην αύξηση του κεφαλαίου ανά εργαζόμενο – ενώ σήμερα οι δύο βασικοί τομείς της οικονομίας της, η ναυτιλία και ο τουρισμός, είναι αφενός μεν κυκλικοί, αφετέρου εντάσεως κεφαλαίου (γεγονός που επεξηγεί τα μεγάλα προβλήματα που της προκάλεσε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – άρθρο).
Οι δύο βασικές πηγές όμως της γενικότερης ευημερίας ενός κράτους, η ύπαρξη εταιρειών που υιοθετούν και εκμεταλλεύονται νέα επιχειρηματικά μοντέλα, καθώς επίσης αυτών που ανακαλύπτουν νεωτεριστικά προϊόντα και διαδικασίες (εγχώρια καινοτομία), «μπλοκάρονται» από το σύστημα που επικρατεί – κάτι που, μεταξύ άλλων, αποδεικνύεται από το ότι, οι «κοινές επενδύσεις επιχειρηματικού ρίσκου» (Venture capital investments) στην Ελλάδα είναι χαμηλότερες, συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης (πηγή).
Ως εκ τούτου, εύλογα θεωρείται πως η ελληνική οικονομία έχει πολύ μικρές δυνατότητες σταθερής αύξησης της παραγωγικότητας, η οποία θα εξασφάλιζε τη διαρκή, βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας – οπότε την καλύτερη ικανοποίηση του πληθυσμού της, από τις συνθήκες διαβίωσης του.
.
Η ένταξη στην Ευρωζώνη
Συνεχίζοντας, είναι προφανές πως οι μεγάλες εισροές δανειακών κεφαλαίων από την Ευρωζώνη μετά την ένταξη της χώρας, καθώς επίσης τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού, σε συνδυασμό με τις ενισχύσεις από τα κοινοτικά ταμεία και με τη χρηματοδότηση ενός μεγάλου αριθμού έργων εντάσεως εργασίας (υποδομές),αύξησαν την απασχόληση, τα εισοδήματα και τις αποταμιεύσεις των Ελλήνων.
Επίσης, τα περιουσιακά τους στοιχεία, σε μεγαλύτερο βαθμό από την αύξηση των μισθών (πηγή) – μεταξύ άλλων λόγω της ανατίμησης της γης (αύξηση των τιμών των οικοπέδων σε πολλές περιοχές, λόγω της ανόδου του τουρισμού και των υποδομών).
Εν τούτοις, η υιοθέτηση του ευρώ δεν καλυτέρευσε κατά πολύ το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας (γράφημα), όπως συνέβη σε άλλες χώρες και ειδικά στη Γερμανία, η οποία είναι ασφαλώς ο μεγάλος κερδισμένος της Ευρωζώνης – από όποια πλευρά και αν το εξετάσει κανείς, ειδικά μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, όπου απομυζεί πλέον σε μεγάλο βαθμό όλους τους εταίρους της (άρθρο).
.
.
Ολοκληρώνοντας, όταν αντιστράφηκαν οι ροές κεφαλαίων από την περιφέρεια πλέον προς το κέντρο, κυρίως ως αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, εμφανίσθηκαν απότομα τα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
Αργότερα η κακή διαχείριση της κρίσης (μνημόνια, πολιτική λιτότητας κλπ.), όπου επιλέχθηκαν οι μειώσεις μισθών και συντάξεων, καθώς επίσης η αύξηση της φορολογίας, αντί των μεταρρυθμίσεων που είχε απόλυτη ανάγκη η χώρα, επιδείνωσε κατά πολύ τα οικονομικά μεγέθη της χώρας και όχι μόνο.
.
Επίλογος
Η Ελλάδα χρειάζεται ασφαλώς τη διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του δημοσίου χρέους της, έτσι ώστε να γίνει εφικτή μία αντίστοιχη διαγραφή του ιδιωτικού της χρέους – οπότε να αποκατασταθεί η χαμένη πιστοληπτική ικανότητα και των δύο τομέων της.
Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα έπαυε να βρίσκεται στον ορό της Ευρωζώνης (τέταρτο, πέμπτο κλπ. πακέτο στήριξης) – αφού θα ανακτούσε τη δυνατότητα χρηματοδότησης της από τις αγορές, ενώ θα επέστρεφε σε πορεία ανάπτυξης (χωρίς την οποία είναι ανέφικτη η έξοδος της από την κρίση).
Η διαγραφή όμως που δικαιούται όπως η Γερμανία το 1953, η οποία δεν της αρνείται μόνο αυτό αλλά, επίσης, την εξόφληση των υποχρεώσεων της (άρθρο), δεν είναι αρκετή. Απαιτείται παράλληλα ο εκσυγχρονισμός της Ελλάδας: το κόψιμο του γόρδιου δεσμού που την εμποδίζει να αναπτυχθεί, μέσω των επενδύσεων,έχοντας την μετατρέψει σε μία «σοβιετικού τύπου» οικονομία, όπου τα πάντα εξαρτώνται από τα κόμματα και το δημόσιο.
Στα πλαίσια αυτά, οι νέοι κυρίως Έλληνες οφείλουν να αποδεσμευθούν από τις συντεχνιακές «αξίες», καθώς επίσης από το «πατρικό κράτος», το οποίο υποχρεούται να τους λύνει όλα τους τα προβλήματα –αποφασίζοντας να πάρουν το μέλλον της πάμπλουτης χώρας τους στα χέρια τους, με στόχο όχι απλά να επιβιώσουν, αλλά να μεγαλουργήσουν, όπως αξίζει στην πατρίδα τους και στους ίδιους.
Η Ευρώπη από την πλευρά της, η οποία αντιμετωπίζει πολύ μεγαλύτερα προβλήματα από αυτό της Ελλάδας, ιδιαίτερα από την πλευρά της Ιταλίας και της Γαλλίας που έχουν μία σχετικά αντίστοιχη δομή με τη χώρα μας, θα πρέπει να κάνει πολύ περισσότερα, από το να επιβάλλει την καταστροφική πολιτική λιτότητας – ταυτόχρονα με τις αλλαγές στο ασφαλιστικό και στο φορολογικό σύστημα της Ελλάδας, μέσα από ατελείωτες διαπραγματεύσεις με την εκάστοτε κυβέρνηση που τελικά επιδεινώνουν την οικονομική μας κατάσταση, ενώ οδηγούν σε οδυνηρά επαναλαμβανόμενες εκλογές.
Διαφορετικά δεν θα καταστραφεί μόνο η Ελλάδα, αλλά ολόκληρη η νομισματική ένωση – ενώ η Γερμανία μπορεί να είναι η τελευταία χώρα που θα πέσει από το Ζάλογγο, αλλά δεν θα το αποφύγει. Εάν δε στα οικονομικά προβλήματα προστεθούν τα νομισματικά (άρθρο), τα πολιτικά, τα κοινωνικά, τα παγκόσμια, καθώς επίσης το πρόσφατο μεταναστευτικό, η βιβλική εισβολή από την Ασία και τη Βόρεια Αφρική, η οποία ήταν προβλεπόμενη (ανάλυση), θα κατανοήσει κανείς πως ο χρόνος που έχει στη διάθεση της η Ευρώπη είναι πολύ περιορισμένος – οπότε δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει ούτε λεπτό.
Βιβλιογραφία: Phelps, Schumpeter