Παράγων πολιτικής ανελπιστίας στην Ελλάδα σήμερα είναι και η τέλεια αδυναμία να παραχθεί «καινούργια γενιά» πολιτικών – άλλη γλώσσα, άλλη νοο-τροπία, άλλη οπτική, διαφορετικός προβληματισμός, τόλμη καινοτομίας στο πεδίο της πολιτικής. Ηλικιακά το Κοινοβούλιο ανανεώνεται, αλλά οι νέοι άνθρωποι που προστίθενται είναι απελπιστικά ίδιοι με το πολιτικό προσωπικό το ανακυκλούμενο στα κόμματα τα τελευταία σαράντα χρόνια, πανομοιότυπες κόπιες.
Αλλοτε, πολιτικοί όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Γεώργιος Ράλλης ή ο Ηλίας Ηλιού, είχαν μιαν άγρυπνη έγνοια να εντοπίζουν στον κοινωνικό τους περίγυρο νέους με στέρεα υποδομή σπουδών ή σοβαρά προετοιμασμένη επιχειρηματική εκκίνηση, προικισμένους με τον ζήλο να προσφέρουν στα κοινά. Και σχεδόν τους επιστράτευαν στον στίβο της πολιτικής. Σήμερα οι τακτικές που ακολουθούνται για να «κατέβει» κάποιος σε αυτόν τον στίβο, μάλλον έχουν αλλάξει ριζικά.
Τα «επιτελεία» των κομμάτων αναζητούν κατά προτεραιότητα αστέρες της δημοσιότητας, πρόσωπα με την ευρύτερη δυνατή «αναγνωρισιμότητα». Και τα επαγγέλματα που τροφοδοτούν δαψιλώς τη δημοσιότητα με αστέρες είναι ο αθλητισμός, η δημοσιογραφία, η ηθοποιία του ελαφρού θεάτρου και της τηλεόρασης και οι συγκυρίες να έχει αναδειχθεί κάποιος γραφικός από οποιοδήποτε δημόσιο βήμα. Βρίθει τα τελευταία χρόνια η Βουλή των Ελλήνων και διανθίζονται τα Υπουργικά Συμβούλια με πρόσωπα προκλητικής έως και κωμικής ανικανότητας, αλλά μεγάλης «αναγνωρισιμότητας», περίπου συνώνυμης με τον αυτεξευτελισμό.
Αλλο βασικό κανάλι εισροής νέων πολιτευτών στην πολιτική είναι οι κομματικές νεολαίες. Αυτές αγρεύουν πολύ έγκαιρα, ίσως και από τα σχολικά χρόνια (από το «δεκαπενταμελές») άγουρα παιδάρια θαμπωμένα από τη «μεγάλη ζωή» της δημοσιότητας και του άκοπου πλούτου ή απλώς αφιονισμένα από τα ιδεολογικά παραισθησιογόνα. Πάντως το ξεκίνημα πολιτικής καριέρας από την κομματική νεολαία εγγυάται το φορμάρισμα του νεοσύλλεκτου στο κομματικό καλούπι, πολιτευτές καταγωγικά μονοδιάστατους, με την αμάθεια να μετασκευάζει τις προκάτ «πεποιθήσεις» τους σε ψυχολογική στράτευση, μονόχνοτη.
Πρόκειται για τυπικό φαινόμενο γενιτσαρισμού –πρώτος διδάξας σίγουρα το ΚΚΕ (και πιο πριν η χιτλερική νεολαία)– αλλά σήμερα το μοντέλο έχει γενικευτεί: ίδια η παραγωγή μονοδιάστατων κομματανθρώπων από κάθε κομματική νεολαία. Το μονοδιάστατο έγκειται και σε «πεποιθήσεις» (τυφλή πίστη σε δόγματα που απαλλάσσουν από τον μόχθο και τη διακινδύνευση της αναζήτησης), κυρίως όμως σε μια καταγωγικά στρεβλή, εξ υπαρχής διάστροφη εκδοχή της πολιτικής ως ανταγωνιστικού παιγνίου, στεγανά απογυμνωμένου από κάθε ίχνος κοινωνικού προβληματισμού, κοινωνικών στοχεύσεων. Στα «ηγετικά κλιμάκια», ακόμα και κομμάτων που οι αφελείς τα λογαριάζουν «συντηρητικά» ή και «παραδοσιακά», το λεξιλόγιο, όταν συζητάνε για τους αντιπάλους και τις τακτικές της αντιμαχίας, είναι ακριβώς το ίδιο που κυριαρχεί στον υπόκοσμο της ποδοσφαιρολαγνείας – μιλάνε μόνο με όρους κτηνώδους σεξουαλικότητας.
Θα μπορούσε άραγε να προβλεφθεί συνταγματικά ένα νομικό φίλτρο ελέγχου της κοινωνικής καλλιέργειας, της εξειδικευμένης κατάρτισης, του ηθικού (κοινωνικής ηθικής) επιπέδου, του γλωσσικού εξοπλισμού και της αισθητικής ευαισθησίας των υποψήφιων βουλευτών; Απαιτούμε όλοι αυτονόητα να έχουν κριθεί από το ΑΣΕΠ τα προσόντα ενός κλητήρα ή μιας καθαρίστριας σε υπουργείο. Ομως ανεχόμαστε στα βουλευτικά (και υπουργικά) έδρανα τον οποιοδήποτε αχρείο, αναιδή, χυδαίο βωμολόχο, με συμπεριφορές περιθωριακού, που μπόρεσε να υφαρπάσει την ψήφο χιλιάδων απερίσκεπτων ή εξηλιθιωμένων ψηφοφόρων.
Παρακολουθεί απαθής η παρακμιακή μας κοινωνία ανθρώπους που τους τίμησε η εμπιστοσύνη και ψήφος εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών, να μην ξέρουν να ξεχωρίσουν μια συνεδρία κομματικής «οργάνωσης βάσης» ή συνδικαλιστικής «συνέλευσης» από μια συνεδρία του Κοινοβουλίου: μετέχουν και στις δύο περιπτώσεις με την ίδια, την πιο συμπλεγματικά ατημέλητη ενδυμασία – ίσως και στο σπίτι τους να υποδέχονται καλεσμένους τους φορώντας μόνο «σκελέαν», αλλά εκεί ιδιωτεύουν, δεν ασκούν δημόσιο λειτούργημα.
Δεν πολεμάμε τον φορμαλιστικό καθωσπρεπισμό υιοθετώντας (και μάλιστα με «τουπέ») ενδυμασία και λεξιλόγιο του κοινωνικού περιθωρίου. Μπορεί έτσι να βαυκαλιζόμαστε ότι ελευθερωνόμαστε από συμβατικότητες και νεκρούς τύπους, αλλά δεν υποψιαζόμαστε, μέσα στην οιηματική μας αυτάρκεια, ότι η ρεαλιστική ελευθερία είναι η έμπονη αποδέσμευσή μας από την υποταγή στον εγωκεντρικό πρωτογονισμό.
Και ότι χρειάστηκε να τετραποδίζουν νήπιοι στον πολιτισμό οι άνθρωποι, για πολλούς αιώνες, μέχρι να γευτούν την ποιότητα - προτεραιότητα του κοινωνείν και των υποχρεώσεων που επιβάλλει το κοινωνείν.
Στις εκλογές που εγγίζουν καλούμαστε να ψηφίσουμε τα ίδια κόμματα (ή κάποιες σκόπιμες μεταλλαγές τους παρονομασμένες). Κόμματα παταγωδώς και κατ’ εξακολούθησιν αποτυχημένα, με τεράστιο βάρος ποινικών ευθυνών, τουλάχιστον για τον παρανοϊκό υπερδανεισμό της χώρας. Υπερδανεισμό για να εξυπηρετηθεί το πελατειακό κράτος και το συνδικαλιστικό παρακράτος. Είναι πραγματική συλλογική αυτοκτονία να ανεχόμαστε, κάτω από την εφιαλτική απειλή του Τρίτου Μνημονίου, τα ξεδιάντροπα αρειμάνια φληναφήματα της «Δεξιάς» ή τις τυχοδιωκτικής λογικής γενικολογίες της «Αριστεράς» διαιωνίζοντας με την ψήφο μας μιαν αυτοπροαίρετη τυφλότητα σαράντα χρόνια τώρα.
Αυτές οι επικείμενες εκλογές θα είχαν νόημα (και θα κυοφορούσαν ελπίδα), αν ήταν δυνατό να αποφανθούμε οι με την ψήφο μας πολίτες (ή έστω να αντιπαραταχθούν οι κομματάρχες) για ένα πολύ συγκεκριμένο κείμενο: Την «Προκαταρκτική Εκθεση της Επιτροπής Αλήθειας Δημόσιου Χρέους της Βουλής των Ελλήνων» (Ιούνιος 2015).
Τα πολύ συγκεκριμένα στοιχεία αυτής της Εκθεσης ή είναι έγκυρα και αξιόπιστα ή είναι χαλκευμένα και μυθώδη. Στην πρώτη περίπτωση ψηφίζουμε για να έχουμε μια κυβέρνηση σωτηρίας των Ελλήνων και της ιστορικής τους συνέχειας (όχι απλώς οικονομικής σωτηρίας) από έναν βάναυσο ξενικό ζυγό. Στη δεύτερη περίπτωση καταδικάζουμε αποκλείοντας με την ψήφο μας, μετά βδελυγμίας, τους πολιτικούς σχηματισμούς που παραχαράσσουν αδίστακτα τα δεδομένα της πραγματικότητας, για ψηφοθηρία. Tertium non datur – τρίτο ενδεχόμενο δεν χωράει.
Ο χρόνος μέχρι τις εκλογές είναι πια ελάχιστος, οι σπιθαμιαίοι ηγήτορες, σε απολειφάδια άλλοτε βαρύγδουπων κομμάτων ή ψευδεπίγραφων «κινημάτων», παλεύουν απεγνωσμένα για είσοδο στο κοινοβούλιο στοχεύοντας σε παραμυθιασμένους ή εξηλιθιωμένους ψηφοφόρους. Πού μυαλό για να συζητήσουν την Αλήθεια για το Δημόσιο Χρέος, την αλήθεια για την ιστορική συνέχεια ή εξαφάνιση ενός λαού – της γλώσσας, της ιστορικής ετερότητας, της απαρόμοιαστης Τέχνης του.
Έντυπη
Παράγων πολιτικής ανελπιστίας στην Ελλάδα σήμερα είναι και η τέλεια αδυναμία να παραχθεί «καινούργια γενιά» πολιτικών – άλλη γλώσσα, άλλη νοο-τροπία, άλλη οπτική, διαφορετικός προβληματισμός, τόλμη καινοτομίας στο πεδίο της πολιτικής. Ηλικιακά το Κοινοβούλιο ανανεώνεται, αλλά οι νέοι άνθρωποι που προστίθενται είναι απελπιστικά ίδιοι με το πολιτικό προσωπικό το ανακυκλούμενο στα κόμματα τα τελευταία σαράντα χρόνια, πανομοιότυπες κόπιες.
Αλλοτε, πολιτικοί όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Γεώργιος Ράλλης ή ο Ηλίας Ηλιού, είχαν μιαν άγρυπνη έγνοια να εντοπίζουν στον κοινωνικό τους περίγυρο νέους με στέρεα υποδομή σπουδών ή σοβαρά προετοιμασμένη επιχειρηματική εκκίνηση, προικισμένους με τον ζήλο να προσφέρουν στα κοινά. Και σχεδόν τους επιστράτευαν στον στίβο της πολιτικής. Σήμερα οι τακτικές που ακολουθούνται για να «κατέβει» κάποιος σε αυτόν τον στίβο, μάλλον έχουν αλλάξει ριζικά.
Τα «επιτελεία» των κομμάτων αναζητούν κατά προτεραιότητα αστέρες της δημοσιότητας, πρόσωπα με την ευρύτερη δυνατή «αναγνωρισιμότητα». Και τα επαγγέλματα που τροφοδοτούν δαψιλώς τη δημοσιότητα με αστέρες είναι ο αθλητισμός, η δημοσιογραφία, η ηθοποιία του ελαφρού θεάτρου και της τηλεόρασης και οι συγκυρίες να έχει αναδειχθεί κάποιος γραφικός από οποιοδήποτε δημόσιο βήμα. Βρίθει τα τελευταία χρόνια η Βουλή των Ελλήνων και διανθίζονται τα Υπουργικά Συμβούλια με πρόσωπα προκλητικής έως και κωμικής ανικανότητας, αλλά μεγάλης «αναγνωρισιμότητας», περίπου συνώνυμης με τον αυτεξευτελισμό.
Αλλο βασικό κανάλι εισροής νέων πολιτευτών στην πολιτική είναι οι κομματικές νεολαίες. Αυτές αγρεύουν πολύ έγκαιρα, ίσως και από τα σχολικά χρόνια (από το «δεκαπενταμελές») άγουρα παιδάρια θαμπωμένα από τη «μεγάλη ζωή» της δημοσιότητας και του άκοπου πλούτου ή απλώς αφιονισμένα από τα ιδεολογικά παραισθησιογόνα. Πάντως το ξεκίνημα πολιτικής καριέρας από την κομματική νεολαία εγγυάται το φορμάρισμα του νεοσύλλεκτου στο κομματικό καλούπι, πολιτευτές καταγωγικά μονοδιάστατους, με την αμάθεια να μετασκευάζει τις προκάτ «πεποιθήσεις» τους σε ψυχολογική στράτευση, μονόχνοτη.
Τα «επιτελεία» των κομμάτων αναζητούν κατά προτεραιότητα αστέρες της δημοσιότητας, πρόσωπα με την ευρύτερη δυνατή «αναγνωρισιμότητα». Και τα επαγγέλματα που τροφοδοτούν δαψιλώς τη δημοσιότητα με αστέρες είναι ο αθλητισμός, η δημοσιογραφία, η ηθοποιία του ελαφρού θεάτρου και της τηλεόρασης και οι συγκυρίες να έχει αναδειχθεί κάποιος γραφικός από οποιοδήποτε δημόσιο βήμα. Βρίθει τα τελευταία χρόνια η Βουλή των Ελλήνων και διανθίζονται τα Υπουργικά Συμβούλια με πρόσωπα προκλητικής έως και κωμικής ανικανότητας, αλλά μεγάλης «αναγνωρισιμότητας», περίπου συνώνυμης με τον αυτεξευτελισμό.
Αλλο βασικό κανάλι εισροής νέων πολιτευτών στην πολιτική είναι οι κομματικές νεολαίες. Αυτές αγρεύουν πολύ έγκαιρα, ίσως και από τα σχολικά χρόνια (από το «δεκαπενταμελές») άγουρα παιδάρια θαμπωμένα από τη «μεγάλη ζωή» της δημοσιότητας και του άκοπου πλούτου ή απλώς αφιονισμένα από τα ιδεολογικά παραισθησιογόνα. Πάντως το ξεκίνημα πολιτικής καριέρας από την κομματική νεολαία εγγυάται το φορμάρισμα του νεοσύλλεκτου στο κομματικό καλούπι, πολιτευτές καταγωγικά μονοδιάστατους, με την αμάθεια να μετασκευάζει τις προκάτ «πεποιθήσεις» τους σε ψυχολογική στράτευση, μονόχνοτη.
Πρόκειται για τυπικό φαινόμενο γενιτσαρισμού –πρώτος διδάξας σίγουρα το ΚΚΕ (και πιο πριν η χιτλερική νεολαία)– αλλά σήμερα το μοντέλο έχει γενικευτεί: ίδια η παραγωγή μονοδιάστατων κομματανθρώπων από κάθε κομματική νεολαία. Το μονοδιάστατο έγκειται και σε «πεποιθήσεις» (τυφλή πίστη σε δόγματα που απαλλάσσουν από τον μόχθο και τη διακινδύνευση της αναζήτησης), κυρίως όμως σε μια καταγωγικά στρεβλή, εξ υπαρχής διάστροφη εκδοχή της πολιτικής ως ανταγωνιστικού παιγνίου, στεγανά απογυμνωμένου από κάθε ίχνος κοινωνικού προβληματισμού, κοινωνικών στοχεύσεων. Στα «ηγετικά κλιμάκια», ακόμα και κομμάτων που οι αφελείς τα λογαριάζουν «συντηρητικά» ή και «παραδοσιακά», το λεξιλόγιο, όταν συζητάνε για τους αντιπάλους και τις τακτικές της αντιμαχίας, είναι ακριβώς το ίδιο που κυριαρχεί στον υπόκοσμο της ποδοσφαιρολαγνείας – μιλάνε μόνο με όρους κτηνώδους σεξουαλικότητας.
Θα μπορούσε άραγε να προβλεφθεί συνταγματικά ένα νομικό φίλτρο ελέγχου της κοινωνικής καλλιέργειας, της εξειδικευμένης κατάρτισης, του ηθικού (κοινωνικής ηθικής) επιπέδου, του γλωσσικού εξοπλισμού και της αισθητικής ευαισθησίας των υποψήφιων βουλευτών; Απαιτούμε όλοι αυτονόητα να έχουν κριθεί από το ΑΣΕΠ τα προσόντα ενός κλητήρα ή μιας καθαρίστριας σε υπουργείο. Ομως ανεχόμαστε στα βουλευτικά (και υπουργικά) έδρανα τον οποιοδήποτε αχρείο, αναιδή, χυδαίο βωμολόχο, με συμπεριφορές περιθωριακού, που μπόρεσε να υφαρπάσει την ψήφο χιλιάδων απερίσκεπτων ή εξηλιθιωμένων ψηφοφόρων.
Παρακολουθεί απαθής η παρακμιακή μας κοινωνία ανθρώπους που τους τίμησε η εμπιστοσύνη και ψήφος εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών, να μην ξέρουν να ξεχωρίσουν μια συνεδρία κομματικής «οργάνωσης βάσης» ή συνδικαλιστικής «συνέλευσης» από μια συνεδρία του Κοινοβουλίου: μετέχουν και στις δύο περιπτώσεις με την ίδια, την πιο συμπλεγματικά ατημέλητη ενδυμασία – ίσως και στο σπίτι τους να υποδέχονται καλεσμένους τους φορώντας μόνο «σκελέαν», αλλά εκεί ιδιωτεύουν, δεν ασκούν δημόσιο λειτούργημα.
Δεν πολεμάμε τον φορμαλιστικό καθωσπρεπισμό υιοθετώντας (και μάλιστα με «τουπέ») ενδυμασία και λεξιλόγιο του κοινωνικού περιθωρίου. Μπορεί έτσι να βαυκαλιζόμαστε ότι ελευθερωνόμαστε από συμβατικότητες και νεκρούς τύπους, αλλά δεν υποψιαζόμαστε, μέσα στην οιηματική μας αυτάρκεια, ότι η ρεαλιστική ελευθερία είναι η έμπονη αποδέσμευσή μας από την υποταγή στον εγωκεντρικό πρωτογονισμό.
Και ότι χρειάστηκε να τετραποδίζουν νήπιοι στον πολιτισμό οι άνθρωποι, για πολλούς αιώνες, μέχρι να γευτούν την ποιότητα - προτεραιότητα του κοινωνείν και των υποχρεώσεων που επιβάλλει το κοινωνείν.
Στις εκλογές που εγγίζουν καλούμαστε να ψηφίσουμε τα ίδια κόμματα (ή κάποιες σκόπιμες μεταλλαγές τους παρονομασμένες). Κόμματα παταγωδώς και κατ’ εξακολούθησιν αποτυχημένα, με τεράστιο βάρος ποινικών ευθυνών, τουλάχιστον για τον παρανοϊκό υπερδανεισμό της χώρας. Υπερδανεισμό για να εξυπηρετηθεί το πελατειακό κράτος και το συνδικαλιστικό παρακράτος. Είναι πραγματική συλλογική αυτοκτονία να ανεχόμαστε, κάτω από την εφιαλτική απειλή του Τρίτου Μνημονίου, τα ξεδιάντροπα αρειμάνια φληναφήματα της «Δεξιάς» ή τις τυχοδιωκτικής λογικής γενικολογίες της «Αριστεράς» διαιωνίζοντας με την ψήφο μας μιαν αυτοπροαίρετη τυφλότητα σαράντα χρόνια τώρα.
Αυτές οι επικείμενες εκλογές θα είχαν νόημα (και θα κυοφορούσαν ελπίδα), αν ήταν δυνατό να αποφανθούμε οι με την ψήφο μας πολίτες (ή έστω να αντιπαραταχθούν οι κομματάρχες) για ένα πολύ συγκεκριμένο κείμενο: Την «Προκαταρκτική Εκθεση της Επιτροπής Αλήθειας Δημόσιου Χρέους της Βουλής των Ελλήνων» (Ιούνιος 2015).
Τα πολύ συγκεκριμένα στοιχεία αυτής της Εκθεσης ή είναι έγκυρα και αξιόπιστα ή είναι χαλκευμένα και μυθώδη. Στην πρώτη περίπτωση ψηφίζουμε για να έχουμε μια κυβέρνηση σωτηρίας των Ελλήνων και της ιστορικής τους συνέχειας (όχι απλώς οικονομικής σωτηρίας) από έναν βάναυσο ξενικό ζυγό. Στη δεύτερη περίπτωση καταδικάζουμε αποκλείοντας με την ψήφο μας, μετά βδελυγμίας, τους πολιτικούς σχηματισμούς που παραχαράσσουν αδίστακτα τα δεδομένα της πραγματικότητας, για ψηφοθηρία. Tertium non datur – τρίτο ενδεχόμενο δεν χωράει.
Ο χρόνος μέχρι τις εκλογές είναι πια ελάχιστος, οι σπιθαμιαίοι ηγήτορες, σε απολειφάδια άλλοτε βαρύγδουπων κομμάτων ή ψευδεπίγραφων «κινημάτων», παλεύουν απεγνωσμένα για είσοδο στο κοινοβούλιο στοχεύοντας σε παραμυθιασμένους ή εξηλιθιωμένους ψηφοφόρους. Πού μυαλό για να συζητήσουν την Αλήθεια για το Δημόσιο Χρέος, την αλήθεια για την ιστορική συνέχεια ή εξαφάνιση ενός λαού – της γλώσσας, της ιστορικής ετερότητας, της απαρόμοιαστης Τέχνης του.