Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

EΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΓΕΕΘΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΙΖΕΣ




Έρευνα και στο ΓΕΕΘΑ για όσους μετείχαν σε επιτροπές εξοπλιστικών


Μετά τις αποκαλύψεις Κάντα, από κόσκινο περνούν όλες οι συμβάσεις τού παρελθόντος. Στο στόχαστρο μπαίνουν και όσοι καθόριζαν τα μέλη που είχαν λόγο στις αγορές. Ο κίνδυνος να μετατραπεί η υπόθεση σε κυνήγι μαγισσών

Τη δική του κάθαρση κάνει το ΓΕΕΘΑ διερευνώντας με μεγάλη διακριτικότητα τα εξοπλιστικά προγράμματα του παρελθόντος και τα πρόσωπα που συνδέθηκαν με αυτά. Η έρευνα στρέφεται κυρίως στους αξιωματικούς, οι οποίοι... συστηματικά τοποθετούνταν ως μέλη επιτροπών που είχαν να κάνουν με εξοπλισμούς.

Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, η έρευνα δεν θα σταματήσει στον εντοπισμό ονομάτων που εμφανίζονται να επαναλαμβάνονται στις συνθέσεις επιτροπών, αλλά θα προχωρήσει και στον προσδιορισμό εκείνων που φρόντιζαν να συγκρατούνται οι επιτροπές με τα ίδια πρόσωπα στις καθοριστικές θέσεις. Τα συμπεράσματα από την έρευνα θα δείξουν κατά πόσο θα προκύψουν πληροφορίες που θα είναι αξιοποιήσιμες από τη δικαστική διαδικασία.

Στόχος είναι να μην αφεθούν να πλανώνται σκιές που να βαρύνουν το στρατιωτικό προσωπικό. Η στρατιωτική ηγεσία έχει την πεποίθηση ότι αυτοί που ενεπλάκησαν σε παρατυπίες ή παρανομίες αποτελούν μια μικρή μερίδα αξιωματικών και ως εκ τούτου οι πράξεις τους δεν πρέπει να έχουν αντανάκλαση στο σύνολο των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων.

Ως το κόκαλο

Στρατιωτικοί κύκλοι τόνιζαν ότι η διαδικασία που τέθηκε σε κίνηση με τις αποκαλύψεις του Αντ. Κάντα πρέπει να φτάσει μέχρι το κόκαλο, ώστε να έλθουν όλα στο φως. Επισήμαιναν όμως ότι σε καμία περίπτωση αυτό δεν πρέπει να εξελιχθεί σε «κυνήγι μαγισσών», διότι τότε η έρευνα θα οδηγηθεί σε λάθος δρόμο και η αλήθεια, σε μεγάλο βαθμό, μπορεί να συσκοτιστεί.

Στο μεταξύ, όσον αφορά την απολογία του Αντ. Κάντα, οι γνώστες του κυκλώματος των εξοπλισμών ανέφεραν ότι ο ίδιος δεν έχει κατονομάσει κανέναν πολιτικό, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του '90, οπότε ιδρύθηκε η Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών, τον αποφασιστικό λόγο στις επιλογές των οπλικών συστημάτων τον είχαν όργανα εκτός των Γενικών Επιτελείων.

Τις διαδικασίες τις χειριζόταν η αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου με τη μορφή που έπαιρνε κατά κατά καιρούς (πρώτα Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών, μετά Γενική Γραμματεία Οικονομικού Σχεδιασμού και Αμυντικών Επενδύσεων και, τέλος, Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων).

Τις αποφάσεις επεξεργαζόταν το Συμβούλιο Άμυνας (ΣΑΜ), στο οποίο μετείχαν μεν οι αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων, αλλά μέσα στην πληθώρα των μη στρατιωτικών μελών αποτελούσαν τη μειονότητα. Το ΣΑΜ συγκροτούσαν, εκτός των αρχηγών, ο υπουργός Εθνικής Αμύνης, οι υφυπουργοί, ο γενικός γραμματέας, όταν υπήρχε, ο ειδικός γραμματέας και όλοι οι διευθυντές με τους αναπληρωτές τους. Δηλαδή τουλάχιστον επτά μη στρατιωτικά μέλη έναντι των τεσσάρων αρχηγών.

Τον τελικό λόγο είχε το ΚΥΣΕΑ, στο οποίο μετείχαν οι «πρωτοκλασάτοι» υπουργοί και μόνο ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ ο οποίος σε κάποια στιγμή υποβιβάστηκε σε παρατηρητή αφού του αφαιρέθηκε το δικαίωμα ψήφου στο Συμβούλιο.

Οι Γερμανοί

Μια άλλη επισήμανση είναι ότι κάνει λόγο κυρίως για προμήθειες που έγιναν από γερμανικές εταιρίες και ελάχιστα αναφέρει για γαλλικές και ρωσικές. Δεν γίνεται ο παραμικρός λόγος για μεγάλες προμήθειες υλικού που έγιναν την ίδια περίοδο από άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ η Ιταλία και η Σουηδία.

Οι λογαριασμοί που θα ανοίξουν, καθώς η δικαστική διαδικασία εξελίσσεται, θα δείξουν ποιοι αποφάσιζαν αγορές ερήμην του Στρατού, αν και τα περισσότερα συστήματα που αγοράστηκαν ανταποκρίνονταν στις αμυντικές ανάγκες της χώρας. Όμως, όπως έχει πολλές φορές επισημανθεί, το κόστος τους ήταν δυσανάλογα μεγάλο και οι όροι επαχθείς για την ελληνική πλευρά. Άρματα χωρίς πυρομαχικά και αγορές χωρίς εξασφάλιση ανταλλακτικών και υποστηρίξεως κύκλου ζωής ήταν χαρακτηριστικά παραδείγματα αποφάσεων που ελήφθησαν. Προφανώς «κόβονταν» απαραίτητα τμήματα των συμβάσεων για να περισσέψουν λεφτά για τις μίζες.

Τα δώδεκα άχρηστα πυροβόλα της Τσεχίας

θα πρέπει να θυμίσουμε ότι η πλέον σκανδαλώδης περίπτωση αγοράς οπλικού συστήματος ήταν αυτή του αυτοκινούμενου πυροβόλου Suzana από τη Δημοκρατία της Τσεχίας. Δώδεκα τέτοια πυροβόλα αγοράστηκαν με αποφάσεις πολιτικών οργάνων που αγνόησαν τη σταθερή απορριπτική άποψη της στρατιωτικής ηγεσίας. Μάλιστα, το ΓΕΣ έφτασε σε σημείο να αρνηθεί την επιχειρησιακή ένταξη τους, επισημαίνοντας τα προβλήματα που θα δημιουργούνταν στην εφοδιαστική αλυσίδα, εξαιτίας της πλήρους ασυμβατότητας των πυροβόλων αυτών με ό,τι είχε εκείνη τη στιγμή ο Στρατός, ο οποίος προσπαθούσε να εντάξει τα νέα Pantzer 2000, που έχουν αποδειχθεί από το πλέον επιτυχημένα συστήματα, αποτελώντας το μέλλον του Πυροβολικού. Στο θέμα είχε αναφερθεί ο τότε υπουργός Αμύνης της Κύπρου Σωκράτης Χάσικος, ο οποίος δέχτηκε ένα περίεργο τηλεφώνημα από την Αθήνα. Ρωτήθηκε αν θέλει 12 αυτοκινούμενα πυροβόλα. Κεραυνοβολημένος από την έκπληξη ρωτούσε λεπτομέρειες, μην μπορώντας να πιστέψει ότι τα πυροβόλα θα του δίδονταν τζάμπα. Και φυσικά, αφού πείστηκε ότι η Λευκωσία δεν θα πλήρωνε δραχμή, τα δέχτηκε. Έτσι, το πυροβόλα μεταφέρθηκαν στην Κύπρο, όπου αξιοποιούνται μέχρι σήμερα από την Εθνική Φρουρά.

Οι ευθύνες του ΠΑΣΟΚ για το θεσμικό πλαίσιο που ευνοούσε τους μεσάζοντες

ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ του ΠΑΣΟΚ φέρουν την αποκλειστική ευθύνη για τις αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο των εξοπλισμών, ώστε οι σχετικές αποφάσεις να περάσουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της πολιτικής ηγεσίας. Την πρώτη κίνηση έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου με τη νομοθεσία διά της οποίας κατάργησε τη θεσμική υπόσταση του εμπορικού αντιπροσώπου πολεμικού υλικού. Εξαγγέλλοντας πομπωδώς την «κατάργηση των μεσαζόντων», στην ουσία δημιουργούσε το πλαίσιο στο οποίο ευδοκίμησε η διαφθορά.

Στη θέση των εμπορικών αντιπροσώπων που είχαν ευθύνη για τις προσφορές που έφερναν και τις συμβάσεις που υπέγραφαν εμφανίστηκαν οι «σύμβουλοι», οι οποίοι βρίσκονταν στο απυρόβλητο.

Και ενώ οι αντιπρόσωποι είχαν προσδιορισμένη προμήθεια υποκείμενη σε φορολογία, οι «σύμβουλοι» διαχειρίζονταν αφανή χρηματικά ποσά, τα οποία προφανώς κατέληγαν στις τσέπες κρατικών αξιωματούχων.

Περίπου τότε και με αυτές τις διαδικασίες έγινε η διαβόητη «αγορά του αιώνα». Πολλοί θυμούνται τα «τυφλά» Μιράζ, τα οποία αργότερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνήθηκε να παραλάβει, μέχρις ότου οι Γάλλοι κατασκευαστές τα αποκαταστήσουν. Ταυτόχρονα αποκαλυπτόταν ότι τα όπλα των αεροπλάνων αυτών (οι πύραυλοι Μαζίκ) είχαν πληρωθεί σε τιμές πολλαπλάσιες έναντι των αντίστοιχων αμερικανικών.

Μερικά χρόνια αργότερα, ο Γεράσιμος Αρσένης ολοκλήρωνε την καταστροφή με την ίδρυση της Γενικής Διευθύνσεως Εξοπλισμών. Σε αυτήν πέρασαν και επίσημα πλέον όλες οι αρμοδιότητες που αφορούσαν τους εξοπλισμούς, τις οποίες μέχρι τότε ασκούσαν τα Γενικά Επιτελεία.

Η βιομηχανία

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτή τη χρονική στιγμή ανακόπηκε η ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Στις επιλογές που γίνονταν από τα Γενικά Επιτελεία λαμβάνονταν υπόψη οι κατασκευαστικές δυνατότητες των ελληνικών εταιριών, η συμμετοχή των οποίων στα αντίστοιχα προγράμματα συντονιζόταν από την Υπηρεσία Πολεμικής Βιομηχανίας του υπουργείου Εθνικής Αμύνης. Αυτή η υπηρεσία, στην οποία οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό η βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας (και όχι μόνο σε ό,τι είχε σχέση με την άμυνα), κατά τη δεκαετία του ΄70 στην ουσία καταργήθηκε με την ίδρυση της ΓΔΕ. Αποτέλεσμα ήταν ότι εγκαταλείφθηκε τελείως το θεσμικό πλαίσιο για την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, η οποία κάποτε απασχολούσε περί τους 25.000 εργαζομένους, οι περισσότεροι από τους οποίους ειδικοί επιστήμονες.

Στο Γραφείο Αντισταθμιστικών Ωφελημάτων της ΥΠΟΒΙ υπηρετούσε ως εν ενεργεία αξιωματικός ο Αντ. Κάντας, ο οποίος μετά την αποστρατεία του τοποθετήθηκε αναπληρωτής γενικός διευθυντής της ΓΔΕ. Γνωστός για την κομματική του τοποθέτηση στο ΠΑΣΟΚ, απολάμβανε το προνόμιο να βρίσκεται σχεδόν πάντα σε θέσεις μέσα στις εξοπλιστικές διαδικασίες. Εκεί τον κρατούσε μια ισχυρή κομματική προστασία, που δεν εκπορευόταν πάντα από τον υπουργό Αμύνης. Όμως, ταυτίστηκε με τις επιλογές του Άκη Τσοχατζόπουλου, ο οποίος τον επιβράβευσε για τη συνεργασία του βοηθώντας τον να εκλεγεί λέκτορας στην έδρα Οικονομίας της Άμυνας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Να σημειωθεί ότι η νομοθεσία περί εμπορικών αντιπροσώπων δεν έχει αποκατασταθεί, ενώ η Νέα Δημοκρατία δεν έχει υλοποιήσει την προγραμματική δέσμευσή της (ήδη από το 2004) να επαναφέρει στα Γενικά Επιτελεία την αποφασιστική αρμοδιότητα για τους εξοπλισμούς.

(ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 05/01/2014 – ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΠΕΤΡΟΥ

πηγη: ΣΤΑΡΑΤΑ ΛΟΓΙΑ