Οι ανώριμοι ψηφοφόροι και η συστηματική επιλογή ακατάλληλων ανθρώπων για τη στελέχωση της Βουλής
Αναρωτιέμαι συχνά για ποιους λόγους οι Έλληνες ψηφοφόροι δεν διστάζουν να στείλουν στο Κοινοβούλιο εμφανώς ακατάλληλα άτομα –τηλεπερσόνες, αθλητές, ηθοποιούς, ή, ακόμα χειρότερα, λούμπεν και κακοποιά στοιχεία– και χωρίς δεύτερη σκέψη να εναποθέσουν στα χέρια τους τη διαχείριση της χώρας.
Φαίνεται ότι αρκετοί ψηφίζουν παρορμητικά ή επηρεασμένοι από επικοινωνιακές εντυπώσεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι άνθρωποι που, στην καλύτερη περίπτωση, είναι λαμπεροί αλλά με φτωχό βιογραφικό και, στην χειρότερη, γραφικοί, αμαθείς ή ψυχικά διαταραγμένοι, γίνονται ξαφνικά υπεύθυνοι για το μέλλον μας.
Οι ανταλλαγές εξυπνακίστικων δηλώσεων ανάμεσα σε πολιτικούς αντιπάλους στην τηλεόραση ή τα Μέσα Μαζικής Δικτύωσης, οι αναρτήσεις κουτσομπολίστικου χαρακτήρα για το παρελθόν και την προσωπικότητα γνωστών υποψηφίων, καθώς και η λασπολογία για την προσωπική τους ζωή, μπορεί να παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του τρόπου σκέψης όσων ψηφοφόρων αξιολογούν ως σημαντικές ποιότητες για έναν Βουλευτή ή Ευρωβουλευτή την αναγνωρισιμότητα, την ωραία εμφάνιση, την επιθετικότητα, ή τον «τσαμπουκά».
Οι ανώριμοι ψηφοφόροι δεν αναζητούν κάποιον που θα τους εκπροσωπεί επάξια, αλλά κάποιον με τον οποίο να μπορούν να ταυτιστούν, κάποιον που θεωρούν ότι τους μοιάζει και πως μοιράζεται τα ίδια αισθήματα με εκείνους, τις ίδιες αντιδράσεις και παρόμοια αγανάκτηση έναντι αληθινών ή φανταστικών εχθρών από τους οποίους καλείται να τους σώσει. Δεν εξετάζουν αν ο προστάτης τους έχει ειδικές διοικητικές ή οικονομικές γνώσεις, ηγετικές ικανότητες, ή έστω αν χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια, υπευθυνότητα, εργατικότητα και αυτογνωσία, ίσως γιατί δεν συνειδητοποιούν ότι η πολιτική, ως έλλογη διαχείριση επειγόντων κοινωνικών προβλημάτων, είναι πιο κοντά στην επιστήμη απ' ό,τι στη θρησκεία.Γυρνώντας, λοιπόν, την πλάτη στην κοινή λογική, οι ανώριμοι ψηφοφόροι επιδίδονται σε ένα θρησκευτικού τύπου «άλμα της πίστεως», κι εναποθέτουν τις ελπίδες τους πότε στον ένα και πότε στον άλλο πολιτικό υποψήφιο, που με ένα μαγικό ραβδάκι θα δώσει τέλος στα βάσανά τους, χωρίς να εξηγεί ποια διαδικασία θα ακολουθήσει.
Για αυτό και συχνά δεν καταφέρνουν ούτε οι ίδιοι οι ψηφοφόροι να αιτιολογήσουν την απόφασή τους, αλλά απαντούν απλώς ότι «όλοι οι υποψήφιοι ίδιοι είναι» και συνεπώς δεν έχει πραγματική σημασία ποιον θα επιλέξουμε.
Μοιάζει πάντως περίεργο το γεγονός ότι, παρά τα παθήματά μας από ακατάλληλους πολιτευτές που αδυνατούν να προσφέρουν αξιόλογο έργο στο εσωτερικό ή που φτάνουν να διασύρουν τη χώρα στο Ευρωκοινοβούλιο, μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια ότι αρκετοί θα επαναλάβουν το λάθος να υποστηρίξουν ακατάλληλους υποψηφίους και στις επικείμενες εκλογές.
Για αυτό και είναι φυσικό να αναρωτιόμαστε αν ορισμένες επιλογές των ψηφοφόρων πηγάζουν τελικά από αδυναμία να αξιολογήσουν ορθά ποιος αξίζει να βρίσκεται στα έδρανα του ελληνικού Κοινοβουλίου και της Ευρωβουλής ή μήπως από διάθεση να εξευτελίσουν τους θεσμούς που δεν εμπιστεύονται. Όπως και αν έχει, η γελοιοποίηση των θεσμών είναι συνήθως η φυσική συνέπεια αυτής της κατάστασης.
Ο ώριμος ψηφοφόρος παρακολουθεί συστηματικά το έργο και την κοινοβουλευτική δράση των υποψηφίων που έχει ήδη επιλέξει σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις
Ο ώριμος ψηφοφόρος αναζητά στις προεκλογικές εξαγγελίες τις πληροφορίες και τα επιχειρήματα που θα τον πείσουν ότι ένας πολιτικός έχει τη δυνατότητα να προσφέρει στη χώρα – συνειδητοποιεί άλλωστε ότι δεν γίνεται να είναι το ίδιο καλός για τη δουλειά του Βουλευτή ένας πεπειραμένος διοικητικός, ένας διεθνούς κύρους επιστήμονας ή ένας κοινωνικός ερευνητής με έναν σέξι ηθοποιό, έναν ποδοσφαιριστή, ή μια γραφική τηλεπερσόνα. Την ίδια στιγμή, ο ώριμος ψηφοφόρος παρακολουθεί συστηματικά το έργο και την κοινοβουλευτική δράση των υποψηφίων που έχει ήδη επιλέξει σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις και μελετά τα προγράμματα των κομμάτων.