Πριν από 3 χρόνια, στις αρχές του 2020, προχώρησα σε καταγγελία κατά συγκεκριμένου Έλληνα ευρωβουλευτή για τα αδικήματα του βιασμού και της πρόκλησης σωματικής βλάβης.
Ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι αυτή η διαδικασία ενδεχομένως θα αποβεί επώδυνη για εμένα, την οικογένεια μου, τους οικείους μου, όπως δυστυχώς πολύ συχνά συμβαίνει με τα θύματα τέτοιων συμπεριφορών. Το έπραξα όμως θεωρώντας ότι το οφείλω στον εαυτό μου αλλά και σε κάθε γυναίκα που μπορεί να βρεθεί σε ανάλογη θέση.
Η καταγγελία μου έγινε την επόμενη μέρα του συμβάντος προσκομίζοντας τα απαραίτητα στοιχεία (ιατροδικαστικές εκθέσεις, κ.α.) και 4 μήνες μετά, τον Μάιο 2020, ένιωσα έτοιμη να δώσω και το όνομα του θύτη στις βελγικές αρχές, οι οποίες είναι και οι μόνες αρμόδιες για το χειρισμό της υπόθεσης.
Τα 3 αυτά χρόνια επέλεξα απολύτως συνειδητά να αντιμετωπίσω το ζήτημα μόνο με τους δικηγόρους μου, χωρίς να ενημερώσω κανέναν άλλο, ούτε καν την οικογένειά μου την οποία προσπάθησα να προστατεύσω με κάθε τρόπο. Η δε δημοσιοποίηση του γεγονότος τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή έγινε μετά το επίσημο αίτημα των βελγικών αρχών για άρση ασυλίας του ευρωβουλευτή μετά από ενδελεχή εξέταση της υπόθεσης.
Η χθεσινή διαρροή του ονόματός μου έγινε προφανώς χωρίς τη συναίνεσή μου και αποτελεί από μόνη της μια σοβαρότατη παραβίαση της ιδιωτικότητάς μου αλλά και της ποινικής διαδικασίας. Είναι δε λυπηρό κάποιοι που παριστάνουν τους υπέρμαχους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στο βωμό της πολιτικής διαχείρισης, να με βάζουν στη δίνη χυδαίων και εξοργιστικών επιθέσεων.
Στην πολιτική βρίσκομαι για να παλέψω, μέσα από το ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ, για τις ιδέες και τις αρχές μου και δεν επιθυμώ η όποια δημόσια παρουσία μου να καθορίζεται από αυτή την δυσάρεστη για μένα υπόθεση.
Έχει έρθει ο καιρός το αίσθημα ντροπής και ενοχής να μη βαραίνει τα θύματα, αλλά τους δράστες ανάλογων περιστατικών και όσους τους ανέχονται.