Την ώρα που οι ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες παγώνουν τη βοήθεια και τα αποθέματα της αφγανικής κεντρικής τράπεζας στο εξωτερικό, η σφοδρή ξηρασία επιτείνει τη μεγάλη ανθρωπιστική κρίση
Οι Ταλιμπάν δεσμεύθηκαν να βελτιώσουν την κατάσταση της αφγανικής οικονομίας, αλλά χωρίς πρόσβαση στην διεθνή βοήθεια και στα αποθέματα που βρίσκονται στο εξωτερικό, το μέλλον της χώρας, μίας από τις φτωχότερες στον κόσμο, αναμένεται προβληματικό, ενώ οι ειδικοί προειδοποιούν για μεγάλη ανθρωπιστική κρίση, που επιτείνεται από τη φοβερή ξηρασία.
Ορισμένες χώρες έχουν ήδη ανακοινώσει το πάγωμα της οικονομικής υποστήριξης. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα παραμένουν σιωπηλά, αλλά είναι πιθανόν ότι με την σειρά τους θα υποχρεωθούν να παγώσουν την οικονομική βοήθεια προς το Αφγανιστάν.
Οι Ταλιμπάν δεν θα έχουν πρόσβαση στα νομισματικά αποθέματα της Κεντρικής Τράπεζας που κατέχει η αφγανική κυβέρνηση στις Ηνωμένες Πολιτείες, διαβεβαίωσε αξιωματούχος της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν, ενώ η πλειονότητα των κεφαλαίων βρίσκονται εκτός Αφγανιστάν.
«Τα περιουσιακά στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας που κατέχει η αφγανική κυβέρνηση στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα τεθούν στη διάθεση των Ταλιμπάν», δήλωσε ο αξιωματούχος στο AFP.
Η μεγάλη πλειονότητα των νομισματικών αποθεμάτων της αφγανικής Κεντρικής Τράπεζας δεν βρίσκονται στο Αφγανιστάν, σύμφωνα με πηγή του Γαλλικού Πρακτορείου. Δεν διευκρίνησε πόσα βρίσκονται στις ΗΠΑ.
Συνολικά, τα ακαθάριστα αποθέματα της αφγανικής Κεντρικής Τράπεζας ανέρχονταν σε 9,4 δισεκ. δολάρια στα τέλη Απριλίου, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
«Το Αφγανιστάν εξαρτάται υπερβολικά από την ξένη βοήθεια», επισημαίνει η Βάντα Φέλμπαμπ-Μπράουν, ειδική για το Αφγανιστάν στο Brookings Institution, εξηγώντας ότι το ύψος της ξένης βοήθειας είναι τουλάχιστον «10 φορές μεγαλύτερο» από τα εισοδήματα των Ταλιμπάν.
Το 2020, το αφγανικό ΑΕΠ ανήλθε σε 19,81 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η ροή της βοήθειας από το εξωτερικό κάλυψε το 42,9% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας.
«Η οικονομία του Αφγανιστάν είναι εύθραυστη και εξαρτημένη από την ξένη βοήθεια», επισημαίνει η Παγκόσμια Τράπεζα σημειώνοντας ότι η οικονομική ανάπτυξη και η εφαρμογή της διαφοροποίησης στον ιδιωτικό τομέα «παρεμποδίσθηκαν μέχρι στιγμής από την ανασφάλεια, την πολιτική αστάθεια, την αδυναμία των θεσμών, την ανεπάρκεια των υποδομών, την γενικευμένη διαφθορά».
Από πού προέρχονται τα εισοδήματα των Ταλιμπάν
Οσο για τα εισοδήματα των Ταλιμπάν, δεν είναι γνωστό το ακριβές νούμερο. Υπολογίζεται πως ανέρχονται από 300 εκατομμύρια έως 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια, σύμφωνα με έκθεση της Επιτροπής Κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, που δημοσιεύθηκε το 2020. Το εισόδημα των Ταλιμπάν προέρχεται κατά κύριο λόγο από εγκληματικές δραστηριότητες, αρχής γενομένης από την καλλιέργεια της παραρούνας, από όπου εξάγεται το όπιο και η ηρωίνη, και, κατά συνέπεια, από το εμπόριο ναρκωτικών, αλλά επίσης από τον εκβιασμό των τοπικών επιχειρήσεων και την είσπραξη λύτρων από τις απαγωγές.
«Μεγάλο μέρος των εισοδημάτων τους προέρχεται επίσης από την απόσπαση φόρων», εξηγεί ο Τσαρλς Κουπτσάν, ειδικός του Council on Foreign Relations (CFR), τονίζοντας ότι έχουν ειδικευθεί στον τομέα επιβάλλοντας φορολογία επί των πάντων στα εδάφη που ελέγχουν, από τα κυβερνητικά προγράμματα μέχρι τα εμπορεύματα.
«Το Αφγανιστάν δεν θα είναι πλέον χώρα καλλιέργειας οπίου», διαβεβαίωσε χθες ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν, λέγοντας ότι η παραγωγή «θα εκμηδενισθεί και πάλι», αναφερόμενος στο γεγονός ότι, όταν κυβερνούσαν την χώρα στην δεκαετία του ’90 και μέχρι το 2001, οι Ταλιμπάν είχαν απαγορεύσει την καλλιέργεια της παπαρούνας.
Προς το παρόν πάντως, παρά τα δισεκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν εδώ και πολλά χρόνια από την διεθνή κοινότητα για τον εκμηδενισμό της καλλιέργειας της παπαρούνας, από το Αφγανιστάν προέρχεται το 80% της παγκόσμιας παραγωγής οπίου.
Εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας εξαρτώνται από την παραγωγή του οπίου στη χώρα που πλήττεται από την ανεργία έπειτα από 40 χρόνια πολέμου.
Την ώρα που η οικονομική κατάσταση έχει περαιτέρω επιδεινωθεί με την πανδημία, οι Ταλιμπάν παραδέχθηκαν και οι ίδιοι ότι η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης δεν μπορεί να γίνει χωρίς την βοήθεια από το εξωτερικό.
«Είχαμε επαφές με πολλές χώρες. Ευχόμαστε να μας βοηθήσουν», δήλωσε ο Ζαμπιχουλάχ Μουτζαχίντ.
Μέχρι τώρα, φαίνεται ότι τυγχάνουν ευνοϊκότερης υποδοχής από ό,τι το καθεστώς του 1996-2001. Ρωσία, Κίνα και Τουρκία έσπευσαν να χαιρετίσουν τις πρώτες δημόσιες δηλώσεις του καθεστώτος.
Πολλές δυτικές χώρες όμως, έχουν άλλη άποψη.
Η Ουάσινγκτον επιμένει ότι περιμένει από τους Ταλιμπάν να σεβασθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, κυρίως των γυναικών.
Ο πρωθυπουργός του Καναδά Τζάστιν Τρυντό δήλωσε ότι η χώρα του δεν προτίθεται να αναγνωρίσει την κυβέρνηση των Ταλιμπάν.
Την Δευτέρα, το Βερολίνο ανακοίνωσε την διακοπή της αναπτυξιακής βοήθειας. Η Γερμανία, που περιλαμβάνεται στους 10 μεγάλους χορηγούς βοήθειας προς το Αφγανιστάν, επρόκειτο να προσφέρει βοήθεια 430 εκατομμυρίων ευρώ αυτόν τον χρόνο, εκ των οποίων τα 250 εκατ. σε αναπτυξιακή βοήθεια.
Σύμφωνα με τον ειδικό του Council on Foreign Relations, οι Ταλιμπάν πρέπει να εμφανίσουν καλή εικόνα εάν θέλουν την οικονομική βοήθεια. Ακόμη περισσότερο που η Κίνα, δεύτερη παγκόσμια οικονομία, με ισχυρά συμφέροντα στο Αφγανιστάν, δεν θα υποκαταστήσει οικονομικά τις δυτικές χώρες.
«Οι Κινέζοι είναι πολύ μερκαντιλιστές. Εχουν την τάση να δείχνουν ενδιαφέρον περισσότερο για τις χώρες που διαθέτουν ευνοϊκό εμπορικό περιβάλλον, χώρες όπου μπορούν να δημιουργήσουν νέους δρόμους του μεταξιού. Οι Κινέζοι εγκαθίστανται στην Συρία; Στο Ιράκ; Στον Λίβανο; Οχι. Κατά συνέπεια, δεν θα υπερεκτιμήσω τον ρόλο της Κίνας στο Αφγανιστάν», είπε.
«Και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο πιστεύω ότι οι Ταλιμπάν θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν μία αρκετά καλή εικόνα, για να μπορέσουν να στραφούν προς την διεθνή κοινότητα με την ευρεία έννοια. Είναι μεγάλης στρατηγικής σημασίας ότι τα στοιχεία ενεργητικού της Παγκόσμιας Τράπεζας που η αφγανική κυβέρνηση διαθέτει στις ΗΠΑ δεν θα τεθούν στην διάθεση των Ταλιμπάν», πρόσθεσε.
Μία προαναγγελθείσα ανθρωπιστική καταστροφή
– το ένα τρίτο του πληθυσμού δεν έχει τροφή
Διεθνείς οργανώσεις αρωγής έχουν προειδοποιήσει ότι εκατομμύρια Αφγανοί δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την καθημερινή τους διατροφή, καθώς η παρατεταμένη ξηρασία και η αναζωπύρωση των εχθροπραξιών έχουν διαταράξει την τροφοδοσία τροφίμων
Οι οργανώσεις αρωγής καλούν δωρητές για την προσφορά πόρων και ανθρωπιστικής βοήθειας επειγόντως, την ώρα που η συγκομιδή αναμένεται αποδεκατισμένη και εκατομμύρια ζώα κινδυνεύουν να αφανιστούν, καθώς τα αποθέματα νερού εξαντλούνται.
Ο Αφγανός πρόεδρος Ασράφ Γκάνι είχε προειδοποιήσει, πριν διαφύγει από την χώρα, ότι το Αφγανιστάν αντιμετωπίζει το φάσμα σοβαρής ξηρασίας, παραδεχόμενος ότι ο εθνικός προϋπολογισμός αντιμετώπισης καταστροφών δεν επαρκεί για να καλύψει αυτό που οι ειδικοί χαρακτηρίζουν χειρότερη ξηρασία εδώ και δεκαετίες.
Χωρίς επαρκές σύστημα άρδευσης, το Αφγανιστάν εξαρτάται από το λιώσιμο του χιονιού για την τροφοδοσία των ποταμών και την άρδευση των αγρών κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, αλλά οι χιονοπτώσεις τον περασμένο χειμώνα ήταν πολύ χαμηλές.
Ο Φαχάντ Σαΐντ, επιστήμονας του Κλίματος στο Climate Analytics, δηλώνει ότι το φαινόμενο Λα Νίνια και η επιβράδυνση της κίνησης των μετεωρολογικών συστημάτων των αεροχειμάρρων στον πλανήτη, είναι πιθανόν να είναι οι παράγοντες που ευθύνονται για τον εξαιρετικά ξηρό καιρό στο Αφγανιστάν.
«Το Αφγανιστάν είναι ένα καλό παράδειγμα της κλιματικής αδικίας. Ιστορικά, δεν έχει κανέναν ρόλο στο χάος της κλιματικής αλλαγής, αλλά πληρώνει το τίμημα».
Το Αφγανιστάν είναι μία από τις 23 χώρες που τα Ηνωμένα Εθνη όρισαν ως «hotspot πείνας» σε έκθεση που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα, όπου περισσότερα από 12 εκατομμύρια σε έναν πληθυσμό που εκτιμάται στα 36 εκατομμύρια ανθρώπους, αντιμετωπίζουν επισιτιστική κρίση, δηλαδή δεν γνωρίζουν πότε και από πού θα προέλθει το επόμενο γεύμα τους.
Πηγή: Protagon.gr