«Πού είναι ο Έλληνας αεροπόρος, πού είναι ο κύριος πτέραρχος;» ρωτούσαν γεμάτοι ανυπομονησία οι Αμερικανοί. Τους δείχναμε τον «κύριο πτέραρχο», χαμογελαστό και ακμαίο στα 85 του. Εκείνο τον Ιούνιο του 2005 στη Σεούλ, ο Έλληνας πτέραρχος είχε αναλάβει να παραδώσει την επίσημη ομιλία των βετεράνων του κορεατικού πολέμου εκ μέρους όλων των χωρών που συμμετείχαν σε αυτόν.
Ο «κύριος πτέραρχος» ήταν ο Γεώργιος Πλειώνης. Οι Αμερικανοί βετεράνοι της Κορέας και οι γυναίκες τους είχαν τους λόγους τους που ζητούσαν να φωτογραφηθούν μαζί του. Όπως μου είχαν πει μέσα στο πούλμαν, «μάθαμε ότι η ελληνική αποστολή φέτος θα είχε έναν αεροπόρο βετεράνο τριών πολέμων».
Πράγματι: ο Γ. Πλειώνης ήταν παλαίμαχος της περιόδου 1941-44, οπότε και έδρασε ως χειριστής καταδιωκτικών αεροσκαφών Χάρικεϊν και Σπίτφαϊρ με την 335 Μοίρα Διώξεως, διετέλεσε διοικητής του 13ου Σμήνους Πολεμικών Μεταφορών της Κορέας το 1951-52, ενώ είχε σημαντική δράση και στα τρία χρόνια του εμφυλίου πολέμου (1946-49).
Αυτό που δεν ήξεραν οι Αμερικανοί ήταν ότι ο βετεράνος τριών πολέμων το 1967 εκδιώχθηκε από τη χούντα, αφού αρνήθηκε κατηγορηματικά να συνεργαστεί με τους πραξικοπηματίες. Αποκαταστάθηκε μετά το 1974, ίδρυσε τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Βετεράνων Αεροπορίας, είχε ενεργό λογαριασμό στο Facebook έως μέχρι πριν από λίγους μήνες, παρότι τρία χρόνια πριν είχε χάσει την αγαπημένη του σύζυγο, με την οποία είχε αποκτήσει δύο γιους. Στις 20 Απριλίου του 2021, η καρδιά του έπαψε να χτυπάει. Είχε κλείσει τα 101.
Γεννημένος στις 17 Μαρτίου του 1920 στην Κύμη Ευβοίας, ο Γ. Πλειώνης μπήκε στη Σχολή Αεροπορίας το 1939 (9η Σειρά Ιπταμένων). Δέκα χρόνια μετά, το 1949, είχε πλέον στο ενεργητικό του 286 πολεμικές αποστολές. Διασώθηκε δύο φορές με αλεξίπτωτο, ενώ χτυπήθηκε τρεις φορές από εχθρικά αντιαεροπορικά πυρά. Τον δε Οκτώβριο 1951 ανέλαβε τη διοίκηση του 13ου Σμήνους Κορέας, συμπληρώνοντας άλλες 97 πολεμικές αποστολές.
Η αγαπημένη του πολεμική περίοδος ήταν όταν το 1944 συμμετείχε σε αποστολές προσβολής στόχων. «Φεύγαμε από Ιταλία και χτυπούσαμε γερμανικές φάλαγγες που υποχωρούσαν από Ελλάδα», μου διηγούνταν τον Φεβρουάριο του 2004, στο σπίτι του, στου Παπάγου. «Παίρναμε πληροφορίες από το δίκτυο του Τίτο, ο οποίος ήταν συνδεδεμένος με την Μπάλκαν Αιρ Φορς, στην οποία ανήκαν οι ελληνικές μοίρες. Με πολυβόλα και ρουκέτες χτυπούσαμε κινούμενους στόχους, φεύγαμε σε τετράδες. Συχνά κάναμε πατρόλ στις οδικές αρτηρίες, είχαμε μια πληροφορία κι εμείς έπρεπε να βρούμε τις φάλαγγες. Δεν εντοπίζονταν πάντοτε τόσο εύκολα. Μόλις εντοπίζονταν, σταματούσαν, πηδάγαν από τα οχήματα και παίρνανε θέσεις μάχης. Τους βλέπαμε να πηδάνε. Και έβαλλαν εναντίον μας. Παιδιά ήμαστε κι εμείς, το τελευταίο που σκεφτόμασταν ήταν αν θα μας χτυπήσουν. Δεν σκεφτόσουν ποτέ να μη χτυπήσω για να μη με χτυπήσουν. Αυτό δεν πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό μου. Θυμάμαι μια περίπτωση, ήμαστε τέσσερα αεροπλάνα, εγώ ήμουν ο νούμερο τρία και είχα νούμερο τέσσερα τον Κολιόπουλο, μακαρίτης τώρα πια. Και αφού χτυπήσαμε τη φάλαγγα, ξεκινήσαμε να επιστρέψουμε. Χωρίς να το καταλάβω, περνάω πάνω από ένα οχυρωμένο μέρος και αρχίζουν και με χτυπάνε. Μου λέει ο Κολιόπουλος, Γιώργο, σε χτυπάνε συνέχεια, κάνε ελιγμούς να ξεφύγεις διότι σε χτυπάνε τα αντιαεροπορικά. Εγώ όμως δεν άκουγα τίποτα. Μόνο όσα έσκαγαν μπροστά μου έβλεπα. Τα άλλα πλάι και πίσω δεν τα έβλεπα. Τα έβλεπε ο νούμερο τέσσερα που ήταν πιο πίσω. Έκανα μερικούς ελιγμούς, δεν με χτυπήσανε. Σε μιαν άλλη περίπτωση, ήταν ένα νησάκι οχυρωμένο από τους Γερμανούς. Πήγαμε να το χτυπήσουμε· με τη βύθιση που κάνω, βλέπω τις βολές του εχθρού καταπάνω μου. Τι να κάνω; Πρέπει να συνεχίσω μπας και χτυπήσω και σιγήσω το όπλο, και αυτό έκανα. Και τότες είπα, αυτό είναι. Μία σου και μία μου. Αυτό πρυτάνευε. Αν έλεγες φεύγω, ήταν χειρότερα. Δεν ξέρω αν τους πέτυχα εκείνη την ημέρα. Έριξα ρουκέτες, πολυβόλησα, αλλά δεν ξέρω τι πέτυχα. Ο αεροπόρος δεν βλέπει τι χτυπάει. Όλα γίνονται πολύ γρήγορα. Δεν είναι σαν τον πεζό που λέει, αυτόν τον σκότωσα – τρομερά δυσάρεστο. Βλέπεις τις υλικές ζημιές αλλά πολύ σπάνια τη ζημιά που κάνεις στους ανθρώπους».
Με λιγότερο ζεστά αισθήματα θυμόταν τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο. «Στο Βίτσι χτυπάγαμε οχυρά. Τους έβλεπες, μέσα σε χαρακώματα. Και είχανε τρομερά οχυρά. Πολλές φορές όμως τους πετυχαίναμε και έξω, ακάλυπτους. Εκεί γινόντουσαν βορές. Εγώ, προσωπικά, δεν αισθάνομαι καθόλου καλά με τον Εμφύλιο. Οι αεροπόροι γενικά, πλην ίσως ελαχίστων, δεν το θεωρούσαν υπερηφάνειά τους να συμμετέχουν σε αυτή την ιστορία. Αλλά να λέμε όλη την αλήθεια: τον καιρό εκείνο ξέραμε ότι πολεμάνε από την άλλη μεριά αντίπαλοι που αν επικρατούσαν, θα τους είχαν διαλύσει τους αεροπόρους. Απόδειξη, όποιον αεροπόρο ρίξανε και τον πιάσανε ζωντανό, τον καθαρίσανε. Ο Τσούκας για παράδειγμα. Στο Καρπενήσι, μαζί με τον Αμερικανό παρατηρητή. Η ομάδα του Φλωράκη τους έπιασε και τους εκτέλεσε. Υπήρχε τεράστιο μίσος εκ μέρους των ανταρτών για τους αεροπόρους και λογικό ήτανε. Οι αεροπόροι τούς κάνανε μεγάλο κακό. Και υπερτερούσαν σε σχέση με τους αντάρτες. Αλλά εμείς από την πλευρά μας δεν αισθανόμασταν άνετα όπως όταν πολεμάγαμε τους Γερμανούς. Εγώ, προσωπικά, όταν βομβάρδιζα τη Μήλο, τις γερμανικές βάσεις το ’45, ζούσα κάθε στιγμή της αποστολής με ενθουσιασμό.
Ωστόσο, και σε ό,τι αφορά τον Εμφύλιο, έπρεπε να γίνει. Θα πρέπει να πω ότι κανένας μας δεν ήθελε να επικρατήσουν οι αντάρτες. Ξέραμε πού θα οδηγούμαστε εάν συνέβαινε αυτό. Ήταν ένα αναγκαίο κακό λοιπόν. Έπρεπε να γίνει, αλλά δεν μου αρέσει να λέω ότι ήμουνα στον συμμοριτοπόλεμο, δεν θέλω να λέω ότι ήμουνα στον Εμφύλιο. Σήμερα λέω ότι δεν θα ήθελα να είχε γίνει. Όχι μόνο εκ μέρους μου αλλά και από τη δική τους πλευρά. Να μην είχε γίνει καθόλου ο Εμφύλιος. Έβλαψε φοβερά τον τόπο εκείνος ο πόλεμος. Τουλάχιστον εγώ βρέθηκα στην από εδώ μεριά. Και έπρεπε να κάνω αυτό που έκανα. Δεν έχω τύψεις αλλά δεν μπορώ να είμαι και υπερήφανος. Αλλά δεν νομίζω ότι και από την άλλη μεριά υπάρχουν άνθρωποι που είναι υπερήφανοι».
πηγή:https://www.kathimerini.gr/opinion/561372808/o-veteranos-pilotos-ton-trion-polemon/