Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με πρόσφατη απόφασή του (9699/2019) δικαιώνει συνταξιούχο του ΟΑΕΕ, διατάσσει την επιστροφή των παράνομων κρατήσεων από τον ν. 4093/2012 και έντοκα και ΕΠΙΔΙΚΑΖΕΙ ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΓΙΑ ΤΗ ΖΗΜΙΑ ΠΟΥ ΥΠΕΣΤΗ!!!
Συνεχίζουν να δημοσιεύονται από όλα τα Δικαστήρια της χώρας δεκτές αποφάσεις σε υποθέσεις συνταξιούχων που διεκδίκησαν την επιστροφή των μνημονιακών περικοπών στις συντάξεις τους, αφού έχουν ήδη κριθεί παράνομες και αντισυνταγματικές!!
Συγκεκριμένα, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθήνας εξέδωσε πρόσφατα την υπ’αριθ. 9699/17-7-2019 απόφασή του, με την οποία αφενός μεν αναγνωρίζεται η αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του μνημονιακού νόμου 4093/2012, αφετέρου δε, διατάσσεται ο ΕΦΚΑ να επιστρέψει σε συνταξιούχο του ΟΑΕΕ (νυν ΕΦΚΑ) το ποσό των 1.753 ευρώ και μάλιστα ΕΝΤΟΚΑ από την επίδοση της αγωγής!!
Η σημαντική αυτή απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας δεν σταματά μόνο εκεί, αλλά επιδικάζει στον ενάγοντα ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ύψους 300 ευρώ!!!
Το «μπαράζ» των δεκτών αποφάσεων συνεχίζεται σε όλη την Ελλάδα, αφού κατισχύουν οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας!!
Παραθέτουμε το κείμενο της απόφασης 9699/2019 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας:
Αριθμός απόφασης 9699/17-7-2019
ΑΓ ………..
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ
ΤΜΗΜΑ 9ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Ιουνίου 2019 με δικαστή …………………
γ ι α να κρίνει την αγωγή με χρονολογία κατάθεσης 18-12-2018
τ ο υ …………….Σπυρίδωνος ……………
κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α), το οποίο εκπροσωπείται από το Διοικητή του και παραστάθηκε δια του ……………
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, ο ενάγων ζητεί, παραδεκτώς, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει, νομιμοτόκως, το ποσό των 1.453,62 ευρώ, ως αποζημίωση, για την αποκατάσταση της ισόποσης οικονομικής ζημίας που υπέστη, λόγω των περικοπών που επιβλήθηκαν στη κύρια σύνταξή του, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 2015 έως και τον Δεκέμβριο του 2018, κατ’ εφαρμογή του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012, καθώς επίσης και το ποσό των 1.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που, όπως υποστηρίζει, υπέστη, από την εφαρμογή των ανωτέρω αντισυνταγματικών, κατά τους ισχυρισμούς του, διατάξεων.
2. Επειδή, στο άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ του ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 222/12.11.2012), όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 παρ. 4 του ν. 4111/2013 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 18/25.1.2013) με έναρξη ισχύος – σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 4 του ίδιου νόμου – από 5.12.2012, ορίζεται ότι: «ΙΑ.5. 1. Από 1.1.2013 η μηνιαία σύνταξη ή το άθροισμα των μηνιαίων συντάξεων άνω των 1.000,00 ευρώ από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία μειώνονται ως εξής: α. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος άνω των 1.000,01 ευρώ και έως 1.500,00 ευρώ μειώνεται στο σύνολο του ποσού κατά 5% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.000,01 ευρώ. β. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος από 1.500,01 ευρώ έως 2.000,00 ευρώ μειώνεται στο σύνολο του ποσού κατά 10% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.425,01 ευρώ. γ. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος από 2.000,01 ευρώ έως 3.000,00 ευρώ μειώνεται κατά ποσοστό 15% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.800,01 ευρώ. δ. Ποσό σύνταξης ή συντάξεων από 3.000,00 ευρώ και άνω μειώνεται κατά ποσοστό 20% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 2.550,01 ευρώ. Στο ως άνω άθροισμα λαμβάνονται υπόψη τα μερίσματα, καθώς και κάθε είδους προσαυξήσεις. Επί του αθροίσματος αυτού το ποσό της μείωσης επιμερίζεται αναλογικά σε κάθε φορέα ή τομέα και αποτελεί έσοδο του οικείου ασφαλιστικού φορέα ή τομέα. Για τον υπολογισμό του ποσοστού της μείωσης λαμβάνεται υπόψη το καταβλητέο ποσό συντάξεως ή του ως άνω αθροίσματος την 31.12.2012 μετά τις μειώσεις και τις παρακρατήσεις της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων. Από τις ανωτέρω μειώσεις εξαιρούνται όσοι λαμβάνουν το μηνιαίο εξωιδρυματικό επίδομα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύουν. 2. … ΙΑ.6. 1. … 3. Από 1.1.2013 τα επιδόματα και δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστική πράξη ή καταστατική διάταξη για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων και τομέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, καθώς και του ΟΓΑ, του NAT και της Τράπεζας της Ελλάδος καταργούνται. …».
3. Επειδή, όπως κρίθηκε με τις 2287-2290/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστήριξης αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτούμενων από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο τρίτο παρ. 10-14 του ν. 3845/2010, Α΄ 65), συνεχίσθηκαν δε σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν. 3863/2010), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1.200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1-5 του ν. 4024/2011, Α΄ 226), εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου» και συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα, μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων και επιβαλλόμενες, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσης, κρίθηκε ότι δεν παραβιάζουν τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος και δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. Περαιτέρω, προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν. 4046/2012, Α΄ 28), ακολούθησαν κατά το ίδιο αυτό έτος, δύο νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω, μετά τις προαναφερόμενες διαδοχικές περικοπές, περιστολή των κυρίων και επικουρικών συντάξεων. Ειδικότερα, με το άρθρο 6 του ν. 4051/2012 «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του Ν. 4046/2012» (Α΄ 40) μειώθηκαν αναδρομικά, από 1.1.2012, κατά 12% οι μηνιαίες κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν το ποσό των 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου ποσού 200 ευρώ, ενώ, στη συνέχεια, ακολούθησε ο ν. 4093/2012 (Α΄ 222), με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφενός μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστό από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφετέρου καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης […]». Στο δεύτερο αυτό Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι «για την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και ενόψει «των συνεχών προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση» θα χρειαζόταν η λήψη «επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις» και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων […] με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι […]» (ΣτΕ 2287/2015 Ολομ.).
4. Επειδή, οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης και αφού εντωμεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην ψήφιση των σχετικών ρυθμίσεων χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε, κατά τα προεκτεθέντα, να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, όφειλε, καταρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, ενόψει της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, ενόψει των παραγόντων αυτών – όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων – να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε ενόψει και της διαπίστωσης του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε κι αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, εφόσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή, καταρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι ως προς τα ανωτέρω ζητήματα έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι ελήφθησαν υπόψη οι κρίσιμες ως άνω συνταγματικές παράμετροι. Διότι, όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (ενόψει της οικονομικής αυτοτέλειάς τους και των επιβαλλόμενων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. Άλλωστε, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται παραπάνω ως προς τις υποχρεώσεις του κράτους για την κοινωνική ασφάλιση, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με τη μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών. Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Επιπλέον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, με τις ως άνω διατάξεις και την επέμβαση που επέρχεται μέσω αυτών στα δικαιώματα των ενδιαφερομένων, κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιουσιακών δικαιωμάτων των θιγόμενων συνταξιούχων και ως εκ τούτου, με τις εν λόγω διατάξεις παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (ΣτΕ 2287/2015 Ολομ.).
5. Επειδή, καθ’ εαυτή η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα των διατάξεων των ν. 4051/2012 και 4093/2012 ΙΑ5 παρ. 1 και ΙΑ6 παρ. 3 θα συνεπαγόταν υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών που περικόπησαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων, σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορούσε η γενόμενη, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, συναφής πρότυπη δίκη. Ενόψει των δεδομένων τούτων, το Ανώτατο Δικαστήριο (Συμβούλιο της Επικρατείας), μετά τη στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερόμενο στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, όρισε, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα επέρχονταν μετά τη δημοσίευση της σχετικής απόφασής του (2287/2015) -για τους εντεύθεν εγείροντες αξιώσεις επέκεινα- η οποία έλαβε χώρα στις 10-6-2015. Εν συνεχεία, έκρινε πως «οίκοθεν νοείται» ότι για όλους όσους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα (ΣτΕ 2287/2015 Ολομ. σκ. 26).
6. Επειδή, τέλος, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ, π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος […]» και στο άρθρο 106 ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης, είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και εάν προκαλείται ζημία σε τρίτον, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός εάν από την νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος. Στην τελευταία αυτήν περίπτωση, όταν οι επιζήμιες συνέπειες δεν επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη αλλά επέρχονται από την εφαρμογή του ως άνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από την πράξη της Διοίκησης που τον εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει όχι από τον κανόνα δικαίου αλλά από την τελευταία αυτήν πράξη (ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., 479-481/2018 Ολομ.). Η δε αποζημίωση προς αποκατάσταση της κατά τα ανωτέρω ζημίας περιλαμβάνει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα, την πλήρη αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος. Συνεπώς, στην εν λόγω αποζημίωση περιλαμβάνεται τόσο η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη η υπάρχουσα πριν την παράνομη πράξη ή παράλειψη των δημοσίων οργάνων περιουσία του ζημιωθέντος, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη αυτός με τη στέρηση, εξαιτίας της παράνομης πράξης ή παράλειψης, παροχών τις οποίες μετά πιθανότητας, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη αυτή πράξη ή παράλειψη (ΣτΕ528/2014, 1283, 1284/2016, 1369/2018 7/μελές κ.ά.).
7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο ενάγων συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος από τον ΟΑΕΕ και ήδη ΕΦΚΑ, από 1-2-2011, το δε ποσό της μηνιαίας σύνταξής αυτού, από της έναρξης αυτής έως και 31-12-2018, ανερχόταν σε 1.034,62 ευρώ (σχετ. Η ………… απόφαση του Προϊσταμένου της Περ/κής Διεύθυνσης Κέντρου Αθηνών του ΟΑΕΕ). Όμως, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4093/2012 επιβλήθηκαν περικοπές στην ως άνω σύνταξη του ενάγοντος, το ύψος των οποίων ανέρχεται, κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2015 έως και 31-12-2018, σε 34,61 ευρώ το μήνα και συνολικά στο ποσό των 1.453,62 ευρώ, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, προκύπτει από τα προσκομισθέντα ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων και ρητώς συνομολογεί το εναγόμενο με το ευρισκόμενο μεταξύ των στοιχείων του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης από 19-6-2019 υπηρεσιακό σημείωμά) προς τη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών του (34,61 ευρώ Χ 42 μήνες). Ήδη, με την κρινόμενη αγωγή του, ο ενάγων υποστηρίζει ότι οι ως άνω περικοπές που επιβλήθηκαν στο ποσό της λαμβανόμενης από το εναγόμενο σύνταξής του αντίκεινται στα άρθρα 2 παρ. 1, 4παρ. 1 και 5, 25 παρ. 1 και 4, 26 και 73 παρ. 2 του Συντάγματος, καθώς επίσης και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει, νομιμοτόκως, το ως άνω ποσό των 1.453,62 ευρώ, ως αποζημίωση, προς αποκατάσταση της ισόποσης οικονομικής ζημίας που υπέστη, λόγω των ως άνω περικοπών και μειώσεων, καθώς επίσης και το ποσό των 1.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις παράνομες, κατά τα ανωτέρω πράξεις οργάνων του.
8. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει, κατ’ αρχάς, ότι η κρινόμενη αγωγή δεν πάσχει από αοριστία, καθόσον στο δικόγραφο αυτής περιλαμβάνονται με σαφήνεια όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, οι λόγοι που θεμελιώνουν κατά νόμο την επίμαχη αξίωση και σαφώς καθορισμένο αίτημα, απορριπτομένου του σχετικού προβληθέντος με το από 20-6-2019 υπόμνημα ισχυρισμού του εναγομένου ως αβάσιμου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη μείζονα πρόταση της παρούσας, οι προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012 είναι αντίθετες στο Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α, κρίνει ότι μη νομίμως περιορίσθηκαν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών τα ποσά της μηνιαίας σύνταξης του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα 1-7-2015 έως και 31-12-2018, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αγωγή. Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει, ως αποζημίωση, στον ενάγοντα, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής του στο εναγόμενο (στις 20-12-2018, σύμφωνα με την προσκομισθείσα ……………. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …………), το ποσό των 1.453,62 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό των ως άνω μηνιαίων περικοπών.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι εξαιτίας των ανωτέρω παράνομων ενεργειών του εναγομένου, ο ενάγων απώλεσε μέρος των συνταξιοδοτικών του παροχών, κρίνει ότι αυτός υπέστη και ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση, ύψους 300,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (20-12-2018) κατά μερική παραδοχή του σχετικού αιτήματος της αγωγής, απορριπτομένου του αντίθετου προβαλλόμενου ισχυρισμού του εναγομένου.
9. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 1.753,62 (1453,62 + 300,00) ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (20-12-2018) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω μερικής νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του ΚΔΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται εν μέρει την αγωγή
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα, για την αναφερόμενη στο ιστορικό αιτία, το συνολικό ποσό των 1.753,62 ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής (20-12-2018).
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στην Αθήνα στις 17-7-2019.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ