Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Κοινωνικός και Εθνικός προβληματισμός από την πολιτική της υποτέλειας και των υποκλίσεων.



242





Καμία Ελληνίδα και κανένας Έλληνας δεν πρέπει πια να μένουν αδρανείς, παρακολουθώντας αμέτοχοι την προβλεπόμενη καταστροφή – αφού όλοι έχουμε κάτι να προσφέρουμε, αγαπώντας πραγματικά τη χώρα μας.
.
Ανέκαθεν θεωρούσα πως η πράξη είναι σημαντικότερη από τη θεωρία, σε κάθε περίπτωση πολύ πιο ενδιαφέρουσα και αποτελεσματική – έχοντας ως εκ τούτου επιλέξει τον επιχειρηματικό κλάδο αντί τον πανεπιστημιακό, παρά την αγάπη μου για την οικονομική επιστήμη. Δεν έχω δε ποτέ ασχοληθεί με την πολιτική, ούτε με το δημόσιο, ξεκινώντας τη συγγραφή οικονομικών αναλύσεων λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης – όπου φαινόταν καθαρά πού οδηγούταν η Ελλάδα, παρά τις δεκάδες λύσεις που είχε στη διάθεση της, από την εσωτερική χρηματοδότηση (άρθρο) έως το μηδενισμό του χρέους με δικά της μέσα (ανάλυση), εάν δεν ήθελε να προβεί έγκαιρα σε αναβολή πληρωμών, μετατρέποντας τα χρέη της σε ένα νέο εθνικό νόμισμα (φυσικά με μία 100% δική της κεντρική τράπεζα και όχι με την ΤτΕ).
Σήμερα όμως, με την κοινωνία σε κατάσταση πλήρους αποσύνθεσης, με την Ελλάδα να κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα αποτυχημένο κράτοςμε πολιτικά κόμματα που έχουν υποταχθεί πλειοψηφικά στις εντολές της γερμανικής Τρόικα, άρα στα μνημόνια που τεκμηριωμένα οδηγούν στο γκρεμό, οι λύσεις είναι πολύ περιορισμένες – ενώ ο χρόνος που απομένει ακόμη για την υιοθέτηση τους ελάχιστος. Έχοντας αναφερθεί σε μία από αυτές στην ανάλυση μου «Πάνω από όλα η Ελλάδα», δεν βλέπω κανένα κόμμα που να είναι πρόθυμο να την εφαρμόσει – κατά την άποψη μου επειδή ο πεπατημένος δρόμος των μνημονίων εξασφαλίζει καλύτερα τα προνόμια των πολιτικών, μη έχοντας καθόλου ρίσκο για τους ίδιους.
Στα πλαίσια αυτά συμμετείχα σε αρκετές συζητήσεις εξαιρετικά ικανών Ελλήνων, οι οποίοι ήθελαν να δραστηριοποιηθούν δημιουργώντας ένα κόμμα που να εκπροσωπεί όλους όσους έχουν παρόμοια θέση με εμένα: το ότι δηλαδή η πολιτική της υποτέλειας και των υποκλίσεων δεν οδηγεί πουθενά, πως τα μνημόνια αποτελούν το πρόβλημα και όχι τη λύση, ενώ η Ελλάδα κινδυνεύει πολύ σοβαρά να αφανισθεί ως κράτος και ως Έθνος μετατρεπόμενη σε μία γερμανική αποικία.
Σε μία περιοχή σκόπιμα πολυπολιτισμική δηλαδή, χωρίς κανένα μέλλον για τους ιθαγενείς  οι οποίοι, αφενός μεν την εγκαταλείπουν μαζικά εντείνοντας το δημογραφικό της πρόβλημα, αφετέρου έχουν πάψει να δημιουργούν απογόνους λόγω των οικονομικών τους προβλημάτων – ενώ δεν μπορούν πια να επιβιώσουν και αυτοκτονούν ή απλά πεθαίνουν από το άγχος, καθώς επίσης από την αδυναμία τους να έχουν την απαιτούμενη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Δυστυχώς όμως, όλες αυτές οι συζητήσεις παρέμεναν στα λόγια και δεν ακολουθούσαν πράξεις, κυρίως λόγω της αδυναμίας συνεννόησης μεταξύ των συμμετεχόντων – καθώς επίσης επειδή ο καθένας ήθελε να επιβάλλει τη δική του άποψη ή να είναι αυτός ο «αρχηγός» της ομάδας. Ως εκ τούτου απλά αποχωρούσα, παραμένοντας αδρανής – παρά το ότι κανένας δεν έχει σήμερα αυτό το δικαίωμα, εάν θέλει να μη χαθεί η Ελλάδα από το χάρτη και να ζήσει εδώ τόσο ο ίδιος, όσο και τα παιδιά του.
Ερχόμενος τώρα σε επαφή με ένα νέο κόμμα, με την «Ελληνική Λύση», διαπίστωσα πως ο ιδρυτής του συμφωνούσε σε πολύ μεγάλο βαθμό με τις δικές μου απόψεις, έχοντας παρόμοια κοινή λογική – παρά το ότι ως άτομο έχει χαρακτηριστικά που είναι ακριβώς αντίθετα με τα δικά μου, ενώ διαπίστωσα μία «εμμονή» στο θέμα της Ρωσίας και της Εκκλησίας που δεν μπόρεσα να καταλάβω. Όταν λοιπόν μου προτάθηκε να αναλάβω πλήρως το οικονομικό μέρος του προγράμματος του κόμματος, με δική μου πρωτοβουλία για την αντίστοιχη στελέχωση, διαβεβαιώνοντας με πως η προσπάθεια θα είναι συλλογική και όχι ατομική, πατριωτική, με πλήρη διαφάνεια και εντιμότητα, το είδα θετικά – με την έννοια πως άρχισα να μελετώ την παράταξη, τα μέλη και το πρόγραμμα της, προτού καταλήξω σε κάποια απόφαση.
Το πρόγραμμα, η στρατηγική και η εκάστοτε τακτική του κόμματος αποφασίζονται από το πολιτικό συμβούλιο ή δυνατόν ομόφωνα, τα εκτελεστικά στελέχη όπως είναι ο εκάστοτε πρόεδρος και οι ειδικευμένοι υπεύθυνοι των τομέων (σκιώδεις υπουργοί) τα εφαρμόζουν εκπροσωπώντας το κόμμα στα ΜΜΕ ή όπου αλλού, ενώ προβλέπεται αναθεωρητική Βουλή, η υιοθέτηση της άμεσης δημοκρατίας κοκ. – θέσεις που θεωρώ σωστές.
Ειδικά στο θέμα του μεταναστευτικού, παρά το ότι δεν ανήκει στο δικό μου γνωστικό πεδίο, η κοινή λογική είναι η εξής: σε γενικές γραμμές η Ελλάδα δεν είναι εχθρική απέναντι στους (νόμιμους) μετανάστες, πόσο μάλλον όταν πολλοί Έλληνες φιλοξενούνταν ανέκαθεν από ξένες χώρες. Οφείλουν βέβαια για να νομιμοποιηθούν (α) να έχουν το ίδιο πολιτισμικό επίπεδο με το δικό της, (β) να μπορεί να τους αφομοιώνει η οικονομία της είτε ως εργαζομένους είτε ως επιχειρηματίες, (γ) να θέλουν οι ίδιοι να αφομοιωθούν, (δ) να σέβονται το ελληνικό δίκαιο και τους νόμους καθώς επίσης (ε) να μην έχουν κανέναν θρησκευτικό/εθνικό και άρα «ρατσιστικό» φανατισμό, όπως άλλωστε όλοι οι Έλληνες. Διαφορετικά πρέπει να την εγκαταλείπουν, για να μη μετατραπεί η χώρα σε έναν αφιλόξενο για τους Έλληνες τόπο.
Κάτι ανάλογο διαπίστωσα και στο θέμα του μακεδονικού, με την έννοια πως το όνομα «Μακεδονία» δεν μπορεί να το μοιράζονται δύο χώρες – ενώ η Μακεδονία είναι φυσικά ελληνική, με ένα μέρος της να κατέχεται από άλλα κράτη.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, δεν ξέρω εάν τελικά ευοδωθεί η συνεργασία μου με την «Ελληνική Λύση» – όπου τυχόν απόψεις φίλων σχετικά με το θέμα μου είναι ασφαλώς ευπρόσδεκτες. Αυτό που γνωρίζω όμως είναι το ότι, τα λόγια και οι αναλύσεις δεν βοηθούν πια καθόλου την Ελλάδα – η οποία ευρίσκεται κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού, από πολλές διαφορετικές πλευρές.
Προφανώς είναι δύσκολο να αλλάξει η πορεία της χώρας προς την καταστροφή, εάν δεν προσελκύσει ένα πολιτικό κόμμα τους ικανότερους των Ελλήνων ως μέλη και στελέχη,  ανεξαρτήτως ηλικίας – ενώ δεν έχει νόημα σήμερα να είναι δεξιό, κεντρώο ή αριστερό, αφού προέχει η ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας.
Εκτός αυτού οφείλει να στηριχθεί από μία κοινωνία που είναι πλέον εύλογα εξαιρετικά φιλύποπτη – έχοντας βιώσει διαδοχικές προδοσίες από τα πολιτικά κόμματα και ιδιαίτερα από τα τελευταία. Εν τούτοις οφείλει τουλάχιστον να προσπαθήσει κανείς, αναλαμβάνοντας το ρίσκο – το οποίο ξεκινάει από τη στιγμή που θα κάνει την επιλογή του, χωρίς φυσικά να είναι βέβαιος για το τι πραγματικά θα συναντήσει.

cvv



Βασίλης Βιλιάρδος


Ειδικότητα: Mάκρο-οικονομικά / Πολιτική Οικονομία




http://www.analyst.gr/2017/11/18/koinonikos-kai-ethnikos-provlimatismos/