Του Βασίλη Γεώργα
Επτά χρόνια κρίσης, διαπραγματεύσεων και μνημονίων, και θαρρεί κανείς πως από την πρώτη μέρα δεν έχει αλλάξει τίποτα. Πολίτες και επιχειρήσεις προετοιμάζονται από χθες, με την κατάθεση ενός ακόμη πολυνομοσχεδίου στη Βουλή από την κυβέρνηση, να δεχθούν τα συντονισμένα πυρά της στρατηγικής αφαίμαξης που απαρέγκλιτα ακολουθείται από κυβερνήσεις και δανειστές στο όνομα της αύξησης των εσόδων και της παραγωγής υπετροφικών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Ακόμη μια αξιολόγηση, η πρώτη του «αριστερού» μνημονίου εξαρτάται από νέους φόρους και περικοπές στις συντάξεις, αλλά ελάχιστα από το μέτωπο της δημοσιονομικής εξυγίανσης, του περιορισμού των αχρείαστων δαπανών και κυρίως από την αύξηση των εσόδων που θα μπορούσε να δημιουργήσει η ανάπτυξη, οι επενδύσεις και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Η Ελλάδα πυροβολεί για πολλοστή φορά τα πόδια της που πλέον είναι άδηλο αν μπορούν να την κρατήσουν όρθια μετά από την αφαίμαξη των 80 δισ. ευρώ σε φόρους και μέτρα που η χώρα υποχρεώθηκε να λάβει από το 2009 μέχρι σήμερα κάνοντας βουτιά στην φτώχεια, την αποεπένδυση, τα κόκκινα δάνεια και την υπερχρέωση.
Όσο κι αν η κυβέρνηση και οι δανειστές της χώρας προσπαθούν να πείσουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις ότι πρέπει να δουν το ποτήρι μισογεμάτο καλλιεργώντας την ελπίδα της ανάκαμψης, το βαρύ διπλό πακέτο των φορολογικών μέτρων και του ασφαλιστικού -που κατά τη συνήθη παραδοξότητα ενώ μειώνουν τα εισοδήματα αποσκοπούν σε αύξηση εσόδων και εξοικονόμηση 5,4 δισ. ευρώ μέχρι το 2018- δεν επιτρέπει παρά ελάχιστη αισιοδοξία.
Όχι μόνο γιατί κανείς δεν είναι βέβαιος ότι το σαμάρι θα αντέξει τους νέους φόρους, τη μαζική αποχώρηση επαγγελματιών από τις νόμιμες δραστηριότητές τους και τις επιπλέον επιβαρύνσεις σε εισφορές, αλλά επειδή μπροστά δεν υπάρχει ορίζοντας ουσιαστικής ανάκαμψης παρά μόνο η προοπτική ενεργοποίησης του «κόφτη δαπανών» ύψους άλλων 3,6 δις. ευρώ που αν δεν βγαίνει το πρόγραμμα, θα αξιοποιηθεί για να κουρέψει κι άλλο τους μισθούς και τις συντάξεις, να ψαλιδίσει φοροαπαλλαγές προς τις επιχειρήσεις και δημόσιες δαπάνες από τις επενδύσεις. Δηλαδή να αφαιρέσει ακόμη περισσότερα εισοδήματα από την οικονομία αν δεν επιτευχθούν οι υπερφιλόδοξοι στόχοι που προκύπτουν από τη συμφωνία με τους δανειστές και προβλέπουν ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί πάνω από 7,6% το 2017 και το 2018, με το ΑΕΠ να εκτιμάται πως θα αυξηθεί από τα 175,4 στα 188,8 δις. ευρώ.
Και αυτό το θαύμα θα πρέπει να συμβεί όταν την ίδια στιγμή που η ανάπτυξη είναι θεωρητικά προ των πυλών, τα αφορολόγητα όρια μειώθηκαν , η εισφορά αλληλεγγύης φτάνει μέχρι το 10%, τα εισοδήματα από μισθούς και ελεύθερα επαγγέλματα εντάχθηκαν στην ίδια κλίμακα, ο συντελεστής φορολόγησης του εισοδήματος φτάνει μέχρι το 45%, ο φόρος στα μερίσματα αυξήθηκε κατά 50% (από το 10% στο 15%), οι μικρές επιχειρήσεις (ΕΠΕ, ΟΕ κλπ) επιβαρύνονται πλέον με ενιαίο συντελεστή 29% , ενώ επίκειται κύμα αυξήσεων στους έμμεσους φόρους: ο ΦΠΑ αυξάνεται στο 24% από 23% για να εισπραχθούν 437 εκατ. ευρώ, η πρόσθετη φορολογία στα καύσιμα (υγραέριο, πετρέλαιο θέρμανσης, πετρέλαιο κίνησης και αμόλυβδη βενζίνη) φέρνει επιβαρύνσεις 517 εκατ. ευρώ στους καταναλωτές. Επίσης με τις αυξήσεις στους έμμεσους φόρους καταργείται η έκπτωση 50% στον ο ΕΦΚ του αλκοόλ στα Δωδεκάνησα, μπαίνει φόρος στα αμοιβαία κεφάλαια, αυξάνεται η φορολογία στα τυχερά παιχνίδια τα τέλη ταξινόμησης στα αυτοκίνητα, αυξάνεται ο ΕΦΚ στην μπύρα, αυξάνεται η φορολογία στον καφέ, επιβάλλεται τέλος στη σταθερή τηλεφωνία και τη συνδρομητική τηλεόραση, και από το 2018 προβλέπεται φόρος διαμονής στα δωμάτια ξενοδοχείων.
Είναι προφανές πως με τις διαρκείς περικοπές και τους αυξανόμενους φόρους, οι ανάσες της χώρες γίνονται όλο και πιο βαριές και η μόνη ευκαιρία που υπάρχει για να μην πέσει έξω και αυτό το πρόγραμμα, είναι να υπάρξει πανστρατιά επενδύσεων από το εξωτερικό τους επόμενους μήνες.
Με το μείγμα των μέτρων που και αυτή τη φορά επελέγη, και χωρίς μια αξιόπιστη λύση στο βαρίδι του χρέους, αυτά που δυνητικά θα χαθούν από την αγορά, θα είναι πιθανόν περισσότερα από όσα προσδοκά η κυβέρνηση να επενδυθούν στην οικονομία μέσα από την κινητοποίηση πόρων από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία και την αποδέσμευση των δόσεων που οφείλονται. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί κανείς να προσδοκά σε μια προσωρινή ανάκαμψη ως απόρροια του πιεσμένου ελατηρίου. Αλλά η ουσιαστική ανάπτυξη θα παραμείνει ευσεβείς πόθος.
Ο κίνδυνος να εξελιχθεί η ελληνική οικονομία σε ζωντανό παράδειγμα της ιστορίας του Χότζα και του γαϊδάρου του που εγκατέλειψε τα εγκόσμια όταν ο κύριός του τον έμαθε να μην τρώει, είναι πιο κοντά από ποτέ.
Επτά χρόνια κρίσης, διαπραγματεύσεων και μνημονίων, και θαρρεί κανείς πως από την πρώτη μέρα δεν έχει αλλάξει τίποτα. Πολίτες και επιχειρήσεις προετοιμάζονται από χθες, με την κατάθεση ενός ακόμη πολυνομοσχεδίου στη Βουλή από την κυβέρνηση, να δεχθούν τα συντονισμένα πυρά της στρατηγικής αφαίμαξης που απαρέγκλιτα ακολουθείται από κυβερνήσεις και δανειστές στο όνομα της αύξησης των εσόδων και της παραγωγής υπετροφικών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Ακόμη μια αξιολόγηση, η πρώτη του «αριστερού» μνημονίου εξαρτάται από νέους φόρους και περικοπές στις συντάξεις, αλλά ελάχιστα από το μέτωπο της δημοσιονομικής εξυγίανσης, του περιορισμού των αχρείαστων δαπανών και κυρίως από την αύξηση των εσόδων που θα μπορούσε να δημιουργήσει η ανάπτυξη, οι επενδύσεις και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Η Ελλάδα πυροβολεί για πολλοστή φορά τα πόδια της που πλέον είναι άδηλο αν μπορούν να την κρατήσουν όρθια μετά από την αφαίμαξη των 80 δισ. ευρώ σε φόρους και μέτρα που η χώρα υποχρεώθηκε να λάβει από το 2009 μέχρι σήμερα κάνοντας βουτιά στην φτώχεια, την αποεπένδυση, τα κόκκινα δάνεια και την υπερχρέωση.
Όσο κι αν η κυβέρνηση και οι δανειστές της χώρας προσπαθούν να πείσουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις ότι πρέπει να δουν το ποτήρι μισογεμάτο καλλιεργώντας την ελπίδα της ανάκαμψης, το βαρύ διπλό πακέτο των φορολογικών μέτρων και του ασφαλιστικού -που κατά τη συνήθη παραδοξότητα ενώ μειώνουν τα εισοδήματα αποσκοπούν σε αύξηση εσόδων και εξοικονόμηση 5,4 δισ. ευρώ μέχρι το 2018- δεν επιτρέπει παρά ελάχιστη αισιοδοξία.
Όχι μόνο γιατί κανείς δεν είναι βέβαιος ότι το σαμάρι θα αντέξει τους νέους φόρους, τη μαζική αποχώρηση επαγγελματιών από τις νόμιμες δραστηριότητές τους και τις επιπλέον επιβαρύνσεις σε εισφορές, αλλά επειδή μπροστά δεν υπάρχει ορίζοντας ουσιαστικής ανάκαμψης παρά μόνο η προοπτική ενεργοποίησης του «κόφτη δαπανών» ύψους άλλων 3,6 δις. ευρώ που αν δεν βγαίνει το πρόγραμμα, θα αξιοποιηθεί για να κουρέψει κι άλλο τους μισθούς και τις συντάξεις, να ψαλιδίσει φοροαπαλλαγές προς τις επιχειρήσεις και δημόσιες δαπάνες από τις επενδύσεις. Δηλαδή να αφαιρέσει ακόμη περισσότερα εισοδήματα από την οικονομία αν δεν επιτευχθούν οι υπερφιλόδοξοι στόχοι που προκύπτουν από τη συμφωνία με τους δανειστές και προβλέπουν ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί πάνω από 7,6% το 2017 και το 2018, με το ΑΕΠ να εκτιμάται πως θα αυξηθεί από τα 175,4 στα 188,8 δις. ευρώ.
Και αυτό το θαύμα θα πρέπει να συμβεί όταν την ίδια στιγμή που η ανάπτυξη είναι θεωρητικά προ των πυλών, τα αφορολόγητα όρια μειώθηκαν , η εισφορά αλληλεγγύης φτάνει μέχρι το 10%, τα εισοδήματα από μισθούς και ελεύθερα επαγγέλματα εντάχθηκαν στην ίδια κλίμακα, ο συντελεστής φορολόγησης του εισοδήματος φτάνει μέχρι το 45%, ο φόρος στα μερίσματα αυξήθηκε κατά 50% (από το 10% στο 15%), οι μικρές επιχειρήσεις (ΕΠΕ, ΟΕ κλπ) επιβαρύνονται πλέον με ενιαίο συντελεστή 29% , ενώ επίκειται κύμα αυξήσεων στους έμμεσους φόρους: ο ΦΠΑ αυξάνεται στο 24% από 23% για να εισπραχθούν 437 εκατ. ευρώ, η πρόσθετη φορολογία στα καύσιμα (υγραέριο, πετρέλαιο θέρμανσης, πετρέλαιο κίνησης και αμόλυβδη βενζίνη) φέρνει επιβαρύνσεις 517 εκατ. ευρώ στους καταναλωτές. Επίσης με τις αυξήσεις στους έμμεσους φόρους καταργείται η έκπτωση 50% στον ο ΕΦΚ του αλκοόλ στα Δωδεκάνησα, μπαίνει φόρος στα αμοιβαία κεφάλαια, αυξάνεται η φορολογία στα τυχερά παιχνίδια τα τέλη ταξινόμησης στα αυτοκίνητα, αυξάνεται ο ΕΦΚ στην μπύρα, αυξάνεται η φορολογία στον καφέ, επιβάλλεται τέλος στη σταθερή τηλεφωνία και τη συνδρομητική τηλεόραση, και από το 2018 προβλέπεται φόρος διαμονής στα δωμάτια ξενοδοχείων.
Είναι προφανές πως με τις διαρκείς περικοπές και τους αυξανόμενους φόρους, οι ανάσες της χώρες γίνονται όλο και πιο βαριές και η μόνη ευκαιρία που υπάρχει για να μην πέσει έξω και αυτό το πρόγραμμα, είναι να υπάρξει πανστρατιά επενδύσεων από το εξωτερικό τους επόμενους μήνες.
Με το μείγμα των μέτρων που και αυτή τη φορά επελέγη, και χωρίς μια αξιόπιστη λύση στο βαρίδι του χρέους, αυτά που δυνητικά θα χαθούν από την αγορά, θα είναι πιθανόν περισσότερα από όσα προσδοκά η κυβέρνηση να επενδυθούν στην οικονομία μέσα από την κινητοποίηση πόρων από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία και την αποδέσμευση των δόσεων που οφείλονται. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί κανείς να προσδοκά σε μια προσωρινή ανάκαμψη ως απόρροια του πιεσμένου ελατηρίου. Αλλά η ουσιαστική ανάπτυξη θα παραμείνει ευσεβείς πόθος.
Ο κίνδυνος να εξελιχθεί η ελληνική οικονομία σε ζωντανό παράδειγμα της ιστορίας του Χότζα και του γαϊδάρου του που εγκατέλειψε τα εγκόσμια όταν ο κύριός του τον έμαθε να μην τρώει, είναι πιο κοντά από ποτέ.