Πώς να μην υπάρχουν ελλείψεις προσωπικού, όταν έχουν μεταναστεύσει πάνω από 1.200.000 Έλληνες, σε μεγάλο βαθμό άτομα υψηλών δεξιοτήτων, για να επιβιώσουν; Όταν δεν έχει κανένα νόημα να εργάζεται κανείς για 700 ευρώ, με το κόστος διαβίωσης του να υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ; Όταν η υπερφορολόγηση, μεταξύ άλλων με τα ληστρικά τεκμήρια κερδοφορίας, έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ;
Πώς ανέχονται οι εργαζόμενοι τέτοια ληστεία, χωρίς καμία αντίδραση και με σκυφτό το κεφάλι; Υπό αυτές τις συνθήκες πάντως, η οικονομία μας εγκλωβίζεται μακροπρόθεσμα σε έναν καθοδικό σπειροειδή κύκλο χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλών αμοιβών, χαμηλών επενδύσεων και χαμηλού επιπέδου διαβίωσης – υποβαθμίζεται δηλαδή σε μία τριτοκοσμική οικονομία εντάσεως φθηνής εργασίας.
Η λύση πάντως δεν είναι τα μεγάλα λόγια και οι κενές υποσχέσεις επίδοξων σοβιετικών ηγετών, όπως ο Κ. Μητσοτάκης, περί μέσου μισθού 1.500 € με κυβερνητική απόφαση, αλλά η άμεση αλλαγή του οικονομικού, τουριστικού και φορολογικού μας μοντέλου – όσο έχουμε ακόμη καιρό, πριν ξεσπάσει η επόμενη παγκόσμια κρίση και πριν εγκαταλείψουν την Ελλάδα όλοι οι Έλληνες, αφήνοντας μόνο τους συνταξιούχους, τους κρατικοδίαιτους και τους ξένους.Άρθρο
Το ερώτημα που έχουμε θέσει στην κυβέρνηση, χωρίς να απαντηθεί ποτέ, είναι εάν ο μέσος μισθός που υπόσχεται στα 1.500 ευρώ το 2027 θα είναι πραγματικός, οπότε σε αγοραστική αξία, ή ονομαστικός – δηλαδή, συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού.
Ο μέσος ονομαστικός ετήσιος μικτός μισθός πάντως το 2022 ανήλθε στα 16.000 € στην Ελλάδα, σύμφωνα με μελέτη της Eurobank – χαμηλότερος από το 2009, όπου ήταν 21.000 ευρώ. Στην ουσία βέβαια, εάν αφαιρέσουμε τον πληθωρισμό ύψους 20% σωρευτικά από το 2020, ο πραγματικός μισθός διαμορφώθηκε στα 12.800 ευρώ – σχεδόν 40% χαμηλότερος από το 2009.
Πολύ χαμηλότερα, στα περίπου 10.400 ευρώ, εάν αφαιρέσουμε τον πληθωρισμό τροφίμων που επηρεάζει κατά πολύ περισσότερο αυτές τις εισοδηματικές ομάδες – ο οποίος είναι σωρευτικά περί το 35%. Δηλαδή 21.000 ευρώ το 2009 και 10.400 ευρώ το 2022 – ο ορισμός της κατάρρευσης, της μιζέριας, του εξευτελισμού των εργαζομένων και της ντροπής.
Στον μέσο ονομαστικό ετήσιο μικτό μισθό, η Ελλάδα το 2022 ευρισκόταν στην 24η θέση, μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ, στην οποία ΕΕ ο μέσος μισθός ανήλθε στα 32.300 ευρώ – ενώ στην τελευταία στις 20 χώρες της Ευρωζώνης, με μέσο μισθό στα 35.200 ευρώ. Όσον αφορά όμως το μέσο πραγματικό μισθό, σε αγοραστική αξία δηλαδή, η Ελλάδα ήταν τελευταία στην ΕΕ, πίσω ακόμη και από τη Βουλγαρία – προφανώς επίσης στην Ευρωζώνη.
Σε κάθε περίπτωση, η σύγκριση των ονομαστικών μισθών, τόσο διαχρονικά, όσο και μεταξύ διαφορετικών χωρών, είναι παραπλανητική – αφού έχει νόημα μόνο σε σχέση με την αγοραστική τους αξία και με το κόστος διαβίωσης.
Η εξέλιξη δε του πραγματικού μέσου μισθού στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου που βίωσαν επίσης κρίση χρέους, είναι κάτι περισσότερο από απογοητευτική – αφού ευρίσκεται στο 56,9% του μέσου, στην τελευταία ξανά θέση. Που οφείλεται αυτή η διαφορά; Στο ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην παγκόσμια ιστορία που της επιβλήθηκαν τρία διαδοχικά υφεσιακά μνημόνια – επίσης, η μοναδική που δεν ελέγχει το Υπερταμείο (ανάλυση), στο οποίο μεταφέρθηκαν όλα τα περιουσιακά της στοιχεία και τη φορολογική της αρχή (ΑΑΔΕ, ανάλυση), τα οποία λειτουργούν ως εισπρακτικές των δανειστών της.
Ο παράγοντας τώρα που καθορίζει την εξέλιξη των μισθών δεν είναι οι κυβερνητικές εξαγγελίες, αφού δεν έχουμε σοβιετικό καθεστώς, αλλά η παραγωγικότητα της εργασίας – όπου στην Ελλάδα υποχωρεί συνεχώς, με αποτέλεσμα να ευρισκόμαστε ξανά στην τελευταία θέση.
Ο λόγος δε που υποχωρεί, είναι κυρίως η μη διεξαγωγή παραγωγικών επενδύσεων – εξαιτίας της αναποτελεσματικής λειτουργίας του δημοσίου και της δικαιοσύνης, της αισχροκέρδειας του τραπεζικού μας συστήματος, το οποίο δανείζει βιώσιμα μόνο όσους δεν έχουν ανάγκη δανεισμού, του θηριώδους κόκκινου ιδιωτικού χρέους και του τεράστιου δημοσίου χρέους.
Ποιος επιχειρηματίας άλλωστε θα εμπιστευόταν τα χρήματα του σε ένα κράτος που το δημόσιο είναι υπερβολικά γραφειοκρατικό και πελατειακό, που η δικαιοσύνη καθυστερεί για χρόνια τις αποφάσεις της, που οι τράπεζες αισχροκερδούν, που οι Πολίτες είναι βουτηγμένοι στα χρέη και που το κράτος χρωστάει 407 δις ευρώ συν τα 12,5 δις των παγωμένων τόκων που θα προστεθούν, όταν χρεοκόπησε με 299 δις ευρώ; Μόνο οι κρατικοδίαιτοι και αυτοί που αισχροκερδούν ασύστολα – μεταφέροντας τα κέρδη τους στο εξωτερικό.
Εάν λοιπόν ο πρωθυπουργός ήταν έστω και κατ’ ελάχιστο σοβαρός, δεν θα έπρεπε να υπόσχεται μέσο μισθό 1.500 ευρώ, αλλά (α) να διευκρινίσει εάν εννοεί πραγματικό ή ονομαστικό και (β) πώς θα επιτύχει την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, για να αυξηθούν οι μισθοί.
Από την άλλη πλευρά, οι αναφορές σε ελλείψεις εργαζομένων είναι επίσης παραπλανητικές – αφού έχουν άμεση σχέση με τους πραγματικούς μισθούς. Πώς να μην υπάρχουν ελλείψεις, όταν έχουν μεταναστεύσει πάνω από 1.200.000 Έλληνες, σε μεγάλο βαθμό άτομα υψηλών δεξιοτήτων, για να επιβιώσουν;
Όταν στον τουρισμό απασχολούνται διπλάσιοι από ότι στην Πορτογαλία (πηγή), με αποτέλεσμα να «αφαιρούνται» από άλλους κλάδους; Όταν δεν έχει κανένα νόημα να εργάζεται κανείς για 700 €, με το κόστος διαβίωσης του να υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ; Όταν η υπερφορολόγηση έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ; Πώς ανέχονται οι εργαζόμενοι αυτή τη ληστεία, χωρίς καμία αντίδραση και με σκυφτό το κεφάλι;
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, υπό αυτές τις συνθήκες η οικονομία μας εγκλωβίζεται μακροπρόθεσμα σε έναν καθοδικό σπειροειδή κύκλο χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλών αμοιβών, χαμηλών επενδύσεων και χαμηλού επιπέδου διαβίωσης – υποβαθμίζεται σε μία τριτοκοσμική οικονομία εντάσεως φθηνής εργασίας, οπότε γίνεται ευάλωτη στις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου, όπου την ανάπτυξη ακολουθεί πάντοτε η ύφεση, καθώς επίσης στις εξωτερικές διαταραχές.
Η λύση λοιπόν δεν είναι τα μεγάλα λόγια και οι κενές υποσχέσεις επίδοξων σοβιετικών ηγετών, όπως ο Κ. Μητσοτάκης, περί μέσου μισθού 1.500 ευρώ με κυβερνητική απόφαση, αλλά η άμεση αλλαγή του οικονομικού, τουριστικού και φορολογικού μας μοντέλου (εισήγηση) – όσο έχουμε ακόμη καιρό, πριν ξεσπάσει η επόμενη παγκόσμια κρίση και πριν εγκαταλείψουν την Ελλάδα όλοι οι Έλληνες, αφήνοντας μόνο τους συνταξιούχους (ποιος θα πληρώνει τότε τις συντάξεις;), τους κρατικοδίαιτους και τους ξένους.
Υστερόγραφο: Στην ουσία, η κυβέρνηση στηρίζει την αισχροκέρδεια των τραπεζών – αφού, για να μη χάσουν τον αναβαλλόμενο φόρο των 20 δις ευρώ που τους έχει δοθεί, είναι στην ουσία υποχρεωμένες επιχειρηματικά να κερδίζουν όσο περισσότερα μπορούν και όσο πιο γρήγορα γίνεται, επειδή έχει ημερομηνία λήξης. Πόσο μάλλον όταν οι τράπεζες βλέπουν καθαρά τις δυσκολίες που θα έχει η οικονομία μας στο μέλλον – τον τεράστιο κίνδυνο χρεοκοπίας, εάν ξεσπάσει η επόμενη παγκόσμια κρίση.
Με απλά λόγια, χρειάζονται σωρευτικά κέρδη πάνω από 60 δις €, για να μη χάσουν τη δυνατότητα των αφορολόγητων κερδών – ληστεύοντας όπου και όπως μπορούν τους πελάτες τους. Η κυβέρνηση πάντως τις στηρίζει επί πλέον με την υποχρέωση ηλεκτρονικών πληρωμών – με τη δικαιολογία της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.