Τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας ξηλώνουν τις μνημονιακές περικοπές συντάξεων και μισθών, ενδεχομένως και φορολογικών επιβαρύνσεων, που επιβλήθηκαν από το 2010 έως και το 2016, επιδικάζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις και αναδρομικά πολλών ετών.
Πρόκειται για μέτρα που αφαίρεσαν εισοδήματα δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ από μισθωτούς και συνταξιούχους και πολλά εξ αυτών κατέπεσαν ή καταπίπτουν στα δικαστήρια. Επειδή το δημοσιονομικό κόστος των συγκεκριμένων αποφάσεων είναι τεράστιο, η κυβέρνηση επιχειρεί είτε να καθυστερήσει την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων είτε να τις ακυρώσει. Στο πλαίσιο αυτό, το μπαράζ δικαστικών αποφάσεων που δικαιώνουν τους προσφεύγοντες προβληματίζει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για το κόστος που επισείουν.
Και άλλες αποφάσεις
Σχεδόν ταυτόχρονα με τη γνωστοποίηση της αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι περικοπές στις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών που επέβαλε ο νόμος Κατρούγκαλου, δημοσιοποιήθηκαν τρεις ακόμη αποφάσεις ενός άλλου ανωτάτου δικαστηρίου, του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έρχονται να δικαιώσουν τους υπηρετούντες στα Ερευνητικά Ιδρύματα της χώρας που είχαν προσφύγει κατά της συνταγματικότητας των περικοπών των αποδοχών τους κατά 10% με τον μνημονιακό νόμο 4093/2012. Οι αποφάσεις επιδικάζουν αναδρομικές αυξήσεις αποδοχών από το 2012 για όσους προσέφυγαν και από την ημέρα δημοσίευσής τους για τους υπόλοιπους -μη προσφυγόντες ερευνητές.
Και όλα αυτά συμβαίνουν ενώ ήδη έχουν εκδοθεί εδώ και πολλούς μήνες αποφάσεις από το Συμβούλιο της Επικρατείας και για άλλες κατηγορίες δημόσιων λειτουργών αμειβομένων με ειδικά μισθολόγια, με τις οποίες οι προσφεύγοντες δικαιώθηκαν επίσης στις διεκδικήσεις τους κατά του Δημοσίου και συγκεκριμένα στους ισχυρισμούς τους ότι οι περικοπές κατά 10% στις αποδοχές τους από το 2012, με τον ν. 4093/2012 που ψηφίστηκε στο πλαίσιο εφαρμογής του 2ου Μνημονίου, ήταν αντισυνταγματικές. Πρόκειται για αποφάσεις που δικαίωσαν τα μέλη του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού των ΑΕΙ οι οποίες δεν εφαρμόστηκαν πλήρως από το Δημόσιο, δεδομένου ότι νομοθετήθηκαν μεν πρόσφατα αυξήσεις για τις αποδοχές των εν λόγω λειτουργών, όμως οι αυξήσεις αυτές δεν καλύπτουν τις απώλειες που υπέστησαν οι συγκεκριμένοι λειτουργοί εξαιτίας των περικοπών που τους επιβλήθηκαν το 2012.
Την ίδια ώρα εκκρεμούν για έκδοση κι άλλες δικαστικές αποφάσεις για δύο σημαντικά ζητήματα συνταγματικότητας φορολογικών διατάξεων. Αν -και σ’ αυτές τις περιπτώσεις- οι αποφάσεις που θα εκδοθούν είναι θετικές για τους προσφεύγοντες αναμένεται να προκαλέσουν πρόσθετο «πονοκέφαλο» στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, διότι θα υποχρεώνουν το Δημόσιο να επιστρέψει αναδρομικά μεγάλου ύψους φορολογικές επιβαρύνσεις που ήδη επέβαλε κατά την τριετία 2020-2022.
Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά μία προς μία τις περιπτώσεις δικαστικών διεκδικήσεων που είτε κρίθηκαν ήδη θετικά για τους προσφεύγοντες είτε αναμένεται να κριθούν σύντομα εντός των προσεχών μηνών:
Δικαστικοί λειτουργοί
Με την υπ’ αριθμόν 1330/2023 απόφασή του, το Ελεγκτικό Συνέδριο αποφάσισε κατά πλειοψηφία (28-3) ότι είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα η σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης-Πολιτείας για επανακανονισμό της σύνταξης του πρώην προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νίκου Αγγελάρα, που είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο, διότι όφειλε η Διοίκηση-Πολιτεία να υπολογίσει τη σύνταξή του μη εφαρμόζοντας τις κριθείσες από το Μισθοδικείο ως αντισυνταγματικές σχετικές διατάξεις του «νόμου Κατρούγκαλου» (ν. 4387/2016), αλλά τις προϊσχύσασες αυτών.
Έκρινε επίσης ότι εφαρμοστέες για τον καθορισμό του ύψους των συντάξεων των πρώην δικαστών, εισαγγελέων και μελών Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) είναι οι προϊσχύσασες διατάξεις του «νόμου Κατρούγκαλου». Δηλαδή, οι συντάξεις των δικαστών πρέπει, σύμφωνα με το Ε.Σ., να επανέλθουν στα επίπεδα που ίσχυαν προ του 2012, με άλλα λόγια προ του καθεστώτος που είχε διαμορφωθεί με τον μνημονιακό νόμο 4093/2012.
Ερευνητές
Αύξηση αποδοχών για τους ερευνητές των Ερευνητικών Ιδρυμάτων της χώρας αναδρομικά από το 2012 για όσους έχουν προσφύγει στα δικαστήρια και έχουν ασκήσει ένδικα μέσα και από την ημερομηνία δημοσίευσης (11-9-2023) προβλέπουν τρεις διαδοχικές όμοιου περιεχομένου αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τη διαδικασία πρότυπης δίκης το δικαστήριο εξέδωσε τις υπ’ αριθμόν 1527, 1528 και 1529/2023 αποφάσεις επιλύοντας μια μακρά δικαστική διαδικασία με προσφυγές σε όλα τα δικαστήρια της χώρας, σχετικά με τις οριζόντιες περικοπές 10% που επιβλήθηκαν από την 1η-9-2012 με τον ν. 4093/2012 στις αποδοχές των ερευνητών των ερευνητικών ιδρυμάτων της χώρας, οι οποίοι εντάσσονται στα αποκαλούμενα ειδικά μισθολόγια.
Όπως επισημαίνει το δικαστήριο, «με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τον χρόνο δημοσίευσης του ν. 4093/2012, οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των ερευνητών, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας και τις προηγούμενες μειώσεις που επιβλήθηκαν διαδοχικά επί των πάσης φύσεως επιδομάτων, αποζημιώσεων και πρόσθετων αμοιβών, καθώς και άλλες μειώσεις του εισοδήματός τους με άλλα νομοθετήματα της περιόδου της κρίσης υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη».
Με τον νόμο 5045/2023 προβλέπονται αυξήσεις από την 1η1-2024 και για τις αποδοχές των ερευνητών, οι οποίες δεν θα χορηγηθούν αναδρομικά και δεν καλύπτουν τις απώλειες που πρέπει να αναπληρωθούν με βάση την απόφαση του ΣτΕ.
Πανεπιστημιακοί
Με την απόφαση 1911/2022 της Ολομέλειας του ΣτΕ, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο πιλοτικής δίκης, τα μέλη του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων δικαιώθηκαν στις αγωγές που είχαν καταθέσει κατά του Ελληνικού Δημοσίου ζητώντας να κριθούν αντισυνταγματικές οι διατάξεις των νέων ειδικών μισθολογίων που καθιερώθηκαν γι’ αυτούς από την 1η-1-2017, με τον ν. 4472/2017, και κράτησαν χαμηλότερα από τα επίπεδα της 31ης-8-2012 τις συνολικές αποδοχές τους, παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη κριθεί αντισυνταγματικές οι περικοπές που επιβλήθηκαν από 1ης-9-2012 με τον ν. 4093/2012.
Οι εν λόγω κατηγορίες λειτουργών του Δημοσίου δεν δικαιώθηκαν από το ΣτΕ ως προς τις διεκδικήσεις τους για αναδρομική αποκατάσταση των αποδοχών τους από την 1η-1-2017, όμως το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι από τις 7-10-2022 πρέπει να λαμβάνουν αποδοχές αυξημένες στα επίπεδα της 31ης-8-2012.
Η κυβέρνηση νομοθέτησε πρόσφατα (ν.5045/2023) αυξήσεις 11%-17% στις αποδοχές των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ, με αναδρομικότητα από τις 7-10-2022, ωστόσο, σύμφωνα με εκτιμήσεις εκπροσώπων των πανεπιστημιακών, οι αυξήσεις αυτές δεν επαρκούν για να καλύψουν τις απώλειες που πρέπει να αναπληρωθούν με βάση την απόφαση του ΣτΕ. Αναμένεται λοιπόν νέος γύρος προσφυγών στα δικαστήρια.
Εισφορά αλληλεγγύης
Ειδική εισφορά αλληλεγγύης για ετήσια εισοδήματα δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων άνω των 12.000 ευρώ. Χιλιάδες δικαστικοί λειτουργοί έχουν ήδη δρομολογήσει τις διαδικασίες για την κατάργηση της φορολογικής ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης επί των μισθών του Δημοσίου και των συντάξεων άνω των 12.000 ευρώ ετησίως, αναδρομικά από την 1η-1-2021, αντί από την 1η1-2023, που νομοθέτησε ήδη η κυβέρνηση, δηλαδή για δύο έτη νωρίτερα.
Τέλος επιτηδεύματος
Η προσφυγή ενός δικηγόρου της Αθήνας στο Διοικητικό Πρωτοδικείο για τη διαγραφή των χρεώσεων του τέλους επιτηδεύματος που του επιβλήθηκαν για το έτος 2020 εξελίχθηκε σε προσφυγή ενώπιον του ΣτΕ, με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης προκειμένου να κριθεί εάν είναι αντισυνταγματική ή όχι η συνέχιση της επιβολής του τέλους αυτού κατά τα έτη 2020 και επόμενα.
Ουσιαστικά, το ΣτΕ εκλήθη να αποφανθεί για τη συνταγματικότητα ή μη της επιβολής του τέλους επιτηδεύματος για τα έτη από το 2020 και μετά. Η απόφαση αναμένεται και σε περίπτωση κατά την οποία θα κρίνει ότι η επιβολή του συγκεκριμένου φόρου από τα φορολογικά έτη 2020 και μετά είναι αντισυνταγματική, το Ελληνικό Δημόσιο θα κληθεί να επιστρέψει σε περισσότερους από 1.000.000 επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες ποσά επιβληθέντων τελών επιτηδεύματος συνολικού ύψους άνω των 900 εκατ. ευρώ, ενώ παράλληλα η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να νομοθετήσει την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για τα φορολογικά έτη 2022 και επόμενα, με συνέπεια να δημιουργηθεί δημοσιονομικό κενό άλλων 450 εκατ. ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό του 2023.