Ο Τσίπρας ηττήθηκε διότι ο ίδιος και το κόμμα του δεν εξελίχθηκαν καθόλου. Επέμειναν να προτείνουν λύσεις ανεφάρμοστες, με ιδιαίτερη μάλιστα ευκολία. Κινήθηκαν στη μεταπολιτευτική πεπατημένη της ήσσονος προσπάθειας, με βάση την οποία ο στόχος της επιστροφής στην εξουσία επιτυγχάνεται πετώντας πέτρες από τον άνετο καναπέ σου
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος
Στη μεταπολεμική ελληνική Ιστορία δεν υπάρχει πιο συναισθηματική και ταυτοτική πολιτική κληρονομιά από αυτήν της Αριστεράς. Η βάση αυτής της κληρονομιάς δεν ήταν άλλη από την ηρωική αντιστασιακή δράση του ΕΑΜ, τόσο εναντίον των κατακτητών όσο και υπέρ της στήριξης μιας πραγματικά ρημαγμένης ελληνικής κοινωνίας.
Διαβατήριο για το ταξίδι στο πέρασμα των χρόνων ήταν οι εκτελέσεις, τα βασανιστήρια, οι εξορίες, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η απόλυτη περιθωριοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, περίπου επί μία δεκαετία μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Η Αριστερά της δεκαετίας του 1950, του Πασαλίδη, του Ηλιού, του Γλέζου, του Μιχάλη Κύρκου, του στρατηγού Σαράφη, πάντα κυριαρχούμενη από το ΚΚΕ, άρα και σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενη από τη Μόσχα, αλλά και με τις πρώτες διαφοροποιημένες τάσεις εντός της, ήταν πρώτη στους αγώνες: Κατά του σκληρού μετεμφυλιακού κράτους, των Ανακτόρων και του στρατεύματος, υπέρ της Υφεσης, σφόδρα εναντίον των πυρηνικών εξοπλισμών και του ιμπεριαλισμού.
Η Αριστερά εξελέγη αξιωματική αντιπολίτευση το 1958, υπό το σχήμα της ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) προκαλώντας αναστάτωση στα πέρατα της Δύσης και δεχόμενη έκτοτε αφόρητη πίεση για να συρρικνωθεί. Εμοιαζε, όμως, και η ίδια κάπως αμήχανη μπροστά στη διόγκωση της ευθύνης της. Υπάρχει μια χαρακτηριστική φωτογραφία εκείνου του Μαΐου, όπου στο πρόσωπο του Ιωάννη Πασαλίδη, επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΕΔΑ, αποτυπώνεται αυτό που προσπαθώ να περιγράψω. Χαρά, ικανοποίηση, δικαίωση, ανακούφιση αλλά και αμηχανία. «Μέχρι πού θα μπορούσαμε να φτάσουμε;», μοιάζει να αναρωτιέται ο «γιατρός των φτωχών» με καταγωγή από τη Γεωργία.
Λίγα χρόνια αργότερα, στις εκλογές του 1961 κι ενώ είχε ιδρυθεί η Ενωση Κέντρου (ΕΚ), η ΕΔΑ έκρυψε το όνομά της. Κατέβηκε ως Πανδημοκρατικό Μέτωπο Ελλάδας (ΠΑΜΕ) και μαζί με τη βία και τη νοθεία έχασε παραπάνω από τη μισή δύναμή της. Ηταν βουλευτής της –έστω συνεργαζόμενος– ο νεκρός της απόλυτης πόλωσης του 1963: Ο Γρηγόρης Λαμπράκης. Ηταν η δική της νεολαία, με το δικό του όνομα, η πλέον μαζική στα ελληνικά χρονικά. Η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, με πρώτο πρόεδρο τον Μίκη Θεοδωράκη, μάζεψε στις τάξεις της πολλές χιλιάδες νέους.
Και πάλι, όμως, στις διπλές εκλογές του 1963-64, η Αριστερά, παρά την κανονικοποίησή της, φάνηκε σαν να κάνει πίσω. Ανοιξε χώρο στον Γεώργιο Παπανδρέου, γνωστό «αντικομμουνιστή». Απέσυρε υποψηφιότητες ανά την επικράτεια για να βγάλει η ΕΚ περισσότερους βουλευτές. Του έδινε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή του 1963, αλλά εκείνος δεν την ήθελε.
Η Αριστερά –ή έστω τμήμα της– αγωνίστηκε κατά τη χούντας, κυνηγήθηκε, βασανίστηκε ξανά, φυλακίστηκε. Εκτόξευσε, έτσι, ακόμα πιο μακριά τον μύθο της, ο οποίος έγινε η αιτία να κυριαρχήσει μεταπολιτευτικά. Μόνο, όμως, στο πεδίο της ιδεολογίας και των πολιτισμικών συμβόλων. Διότι στον πολιτικό αγώνα τα πράγματα ήρθαν αλλιώς. Το 1974, με νομιμοποιημένο ΚΚΕ και μετά από όλα αυτά που μεσολάβησαν, η Αριστερά –ως ενιαίο μάλιστα σχήμα– έλαβε μόλις 9,47% και 8 έδρες. Παραπάνω από σοκ. Αντιστοίχως και το 1977, όταν πια ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού είχαν χωρίσει ξανά τους δρόμους τους.
Και ύστερα, η Αριστερά υποτάχθηκε στον Ανδρέα, τη νίκη του οποίου αρχικά πανηγύρισε, καθώς δεν είχε αντιληφθεί αυτό που ακριβώς συνέβαινε. Διότι τελικά ήταν ο Παπανδρέου εκείνος που κατάλαβε και υλοποίησε τα αιτήματά της επί δεκαετίες αποκλεισμένης μερίδας των Ελλήνων. Ηταν αυτός που αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση.
Ηταν αυτός που διεύρυνε τη βάση της οικονομίας, έφερε στην επιφάνεια τους κατατρεγμένους, δημιούργησε τα νέα επιχειρηματικά τζάκια. Η Αριστερά προσπάθησε να τον τιμωρήσει ως υπεύθυνο ενός διαβρωμένου και διεφθαρμένου περιβάλλοντος, αλλά δεν τα κατάφερε.
Και αυτό είχε άσχημα αποτελέσματα για την ίδια. Και ξαφνικά φτάνουμε στην εποχή που άρχισαν να τρίζουν τα θεμέλια της Μεταπολίτευσης. Μνημόνια, ΔΝΤ, διαδηλώσεις, πλατείες, φωτιές, νεκροί. Ο Αλέξης Τσίπρας έδειξε ότι δεν θα αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη. Ηταν αυτός που μπορούσε, τότε, να εμφανιστεί ως μοναδικός κληρονόμος όλης αυτής της ιστορικής πορείας των εδώ αφηγούμενων 80 ετών. Με αυτά, άλλωστε, γαλουχήθηκε, σε αυτά πίστεψε, αυτά τιμούσε σε όλη τη διάρκεια της έως τότε ζωής του. Αυτήν την αριστερή ατζέντα διακήρυξε, καβαλώντας το αντιμνημονιακό κύμα.
Πίστεψε ότι θα βαράει τα νταούλια και οι αγορές θα χορεύουν, έψαξε χρήμα απ’ άκρη σ’ άκρη του αντιδυτικού κόσμου. Με το που εξελέγη πρωθυπουργός της Ελλάδας πήγε στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Δάκρυσε στο βήμα της Βουλής λέγοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «κάθε λέξη του Συντάγματος αυτής της χώρας». Παραπλανήθηκε, πιστεύοντας τότε ότι η Ευρώπη ριζοσπαστικοποιείται προς τα Αριστερά, ενώ συνέβαινε το εντελώς αντίθετο.
Αφού δεν μπόρεσε να αλλάξει την Ευρώπη, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ και οι συν αυτώ σκέφτηκαν ότι ίσως μπορέσουν να αλλάξουν την Ελλάδα. Με αιχμή του δόρατος, αυτή τη φορά, το έτερο σπουδαίο μεταπολιτευτικό κληροδότημα της Αριστεράς: Το «ηθικό πλεονέκτημα». Ή αλλιώς, «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας».
Με λίγα λόγια, θεωρήθηκε δεδομένο ότι η ηθική και η ταπεινότητα των στελεχών της Αριστεράς της δεκαετίας του ’50 κληροδοτείται αυτοδικαίως ως γονίδιο στη «δρακογενιά» της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Λες και δεν κυβέρνησε ο ΣΥΡΙΖΑ με ένα υπερσυντηρητικό και κυρίως απολίτικο δεξιό συνονθύλευμα. Λες και δεν πήγε να ελέγξει τα μίντια με τον ίδιο τρόπο τον οποίο κατήγγειλε επί χρόνια.
Λες και δεν προσπάθησε να στήσει δίκες εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του, οι οποίοι ενδεχομένως να φέρουν σειρά από ευθύνες για πολλά και διάφορα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τους μαντρώνεις κατ’ αυτόν τον τρόπο με αφορμή το σκάνδαλο της Νovartis. Θα έχετε διαβάσει ήδη ότι ο Τσίπρας «δεν ήταν κλέφτης», «δεν έφαγε δημόσιο χρήμα», «φεύγει από την πολιτική με λιγότερα από όσα μπήκε» και όλα αυτά τα ωραία. Πράγματι, έτσι είναι.
Αυτό, όμως, δεν αναιρεί όλα τα υπόλοιπα. Ο Αλέξης Τσίπρας μπήκε στην πολιτική με τη λογική ότι «πρέπει να ελέγξουμε τους αρμούς της εξουσίας». Γιατί εμείς είμαστε άτεγκτοι και δεν σηκώνουμε μύγα στο σπαθί μας. Αυτή είναι η λογική τόσο της προ όσο και της μεταπολιτευτικής Αριστεράς. Μια λογική, όμως, που δεν στέκει εν έτει 2023.
Το πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν φεύγει κυρίως εξαιτίας των παραπάνω. Φεύγει, διότι ηττήθηκε αλλεπάλληλα από έναν άνθρωπο τον οποίο λοιδορούσε ως γόνο, ως άτομο ελλειμματικής ενσυναίσθησης και εν τέλει συνολικά ως προσωπικότητα. Γιατί ηττήθηκε όμως από τον Μητσοτάκη; Λόγω της ιδεολογίας του, που έτεινε ολοταχώς προς ιδεοληψία; Σε έναν βαθμό, ναι.
Επιπροσθέτως, όμως ηττήθηκε, διότι εδώ και πέντε χρόνια, από τότε δηλαδή που άρχισε να φαίνεται ότι η Ελλάδα βγαίνει από τα μνημόνια, αποδείχθηκε ανεπαρκής –τόσο ο ίδιος, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ– να παρουσιάσει μια ρεαλιστική πρόταση για το μέλλον. Διότι τόσο ο ίδιος όσο και τα στελέχη γύρω του έχουν εμφανές τεχνοκρατικό έλλειμμα και δομικές αδυναμίες στην αντιμετώπιση των πολύπλοκων ζητημάτων της σύγχρονης συγκυρίας.
Ο Αλέξης Τσίπρας ηττήθηκε διότι ο ίδιος και το κόμμα του δεν εξελίχθηκαν καθόλου. Επέμειναν να προτείνουν λύσεις ανεφάρμοστες, με ιδιαίτερη μάλιστα ευκολία, σε βαθμό κυνικής αδιαφορίας για όσους τους άκουγαν. Κινήθηκαν στη μεταπολιτευτική πεπατημένη της ήσσονος προσπάθειας, με βάση την οποία ο στόχος της επιστροφής στην εξουσία επιτυγχάνεται πετώντας πέτρες από τον άνετο καναπέ σου σε όποιον κάνει το λάθος να περνά μπροστά σου.
Κάτι τέτοιο, πράγματι, μπορεί να ίσχυε το 2012, το 2015 ή ακόμα και το 2017 δεν ισχύει όμως σήμερα. Κανείς δεν επιχαίρει με το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα για την Αριστερά, τον ΣΥΡΙΖΑ ή τον Τσίπρα. Ας γίνουν όλα αυτά ένα γερό μάθημα για το μέλλον. Αν και, κρίνοντας από το παρελθόν, αυτό είναι δύσκολο να συμβεί.
Πηγή: Protagon.gr