Το πιθανότερο σενάριο είναι να ενσωματωθούν στις αποδοχές Μαρτίου και να καταβληθούν αναδρομικά τον Φεβρουάριο
Εξαιρετικά απίθανο είναι να καταφέρει η κυβέρνηση να προχωρήσει στην καταβολή των αυξήσεων στις συντάξεις από το νέο έτος.
Ο λόγος είναι ότι για τον καθορισμό του ποσοστού της αύξησης, βάσει του νόμου Κατρούγκαλου, θα πρέπει πρώτα να οριστικοποιηθούν από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. αφενός μεν το ετήσιο ποσοστό του πληθωρισμού και αφετέρου δε το ετήσιο ποσοστό της ανάπτυξης.
Έτσι, το επικρατέστερο σενάριο είναι οι αυξήσεις να ενσωματωθούν με τις συντάξεις Μαρτίου, που θα καταβληθούν στα τέλη Φεβρουαρίου, μαζί με τα αναδρομικά τριών μηνών.
Σε διαφορετική περίπτωση η κυβέρνηση θα δώσει τις αυξήσεις στο… περίπου στο τέλος του έτους, καθώς οι συντάξεις Ιανουαρίου καταβάλλονται πριν από τα Χριστούγεννα, και στη συνέχεια θα προχωρήσει στους απαραίτητους συμψηφισμούς.
Με τον πληθωρισμό να τρέχει επί σειρά μηνών σε διψήφιο ποσοστό, το εισόδημα των συνταξιούχων έχει μειωθεί δραματικά. Ακόμα χειρότερα, η αύξηση που θα λάβουν δεν θα φτάνει ούτε στο ελάχιστο για να αντισταθμίσει τις απώλειες, καθώς προκύπτει από το άθροισμα του ετήσιου πληθωρισμού και της ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ διαιρούμενου διά του δύο.
Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, τα οποία σπεύδουν να οικειοποιηθούν οι κ. Σταϊκούρας και Χατζηδάκης, το ποσοστό της αύξησης ενδέχεται να ξεπεράσει το 6,5% ή και το 7%.
Όμως αυξήσεις δεν θα δουν όλοι στις τσέπες τους, καθώς η κυβέρνηση διατήρησε τον «σκληρό πυρήνα» του νόμου Κατρούγκαλου, δηλαδή την εφεύρεση της προσωπικής διαφοράς. Έτσι, από τα 2.500.000 συνταξιούχων, αυξήσεις θα λάβουν περίπου 1.100.000 άτομα, και μάλιστα για αρκετούς εξ αυτών το τελικό ποσό θα είναι μικρότερο της γενικής αύξησης, καθώς διατηρούν μικρή προσωπική διαφορά.
Πηγές από τον ΕΦΚΑ σημειώνουν πως σε ό,τι αφορά την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τις συντάξεις αλλά και την 4η δόση της ετήσιας αύξησης για 150.000 συντάξεις μετά τον επανυπολογισμό που προέβλεπε ο νόμος Βρούτση (ν. 4670/2020), θα προχωρήσουν κανονικά στα τέλη Δεκεμβρίου.