Στην κορύφωση του «εθνικού διχασμού» ιδρύθηκε ένα βραχύβιο «κράτος» στη Θεσσαλονίκη, το οποίο έζησε εννέα μήνες
Στο χρονικό αυτό διάστημα υπήρχαν δύο κυβερνήσεις: η «νόμιμη» στην Αθήνα, υπό διάφορους πρωθυπουργούς, αλλά ουσιαστικά υπό τον βασιλιά Κωνσταντίνο, και η «προσωρινή» στη Θεσσαλονίκη, υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το «Κράτος της Θεσσαλονίκης» ξεκίνησε με ένα πραξικόπημα που εκκολάφθηκε τη νύχτα της 16ης προς 17η Αυγούστου και εκδηλώθηκε την επόμενη μέρα.
Ελληνικά εδάφη υπό ξένο έλεγχο για να τηρηθεί η ουδετερότητα
Τον Σεπτέμβριο του 1915 -και ενώ εξελισσόταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος- αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη γαλλικά και βρετανικά στρατεύματα. Τον Μάιο του 1916 γερμανικός και βουλγαρικός στρατός κατέλαβε επίκαιρα σημεία στην Ανατολική Μακεδονία. Η κατάληψη αυτών των εδαφών έγινε με τη συναίνεση των ελληνικών κυβερνήσεων, προκειμένου η Ελλάδα να τηρήσει ουδετερότητα έναντι των εμπολέμων.
Στις 21 Μαΐου 1916, ο διοικητής της Γαλλικής Στρατιάς της Ανατολής, στρατηγός Σαράιγ, κήρυξε στη Θεσσαλονίκη στρατιωτικό νόμο. Επισήμως, η πόλη παρέμενε υπό ελληνική κυριαρχία. Την πραγματική εξουσία ασκούσαν οι στρατηγοί της Αντάντ, που διέθεταν στα περίχωρα της πόλης πάνω από 400.000 στρατιώτες. Στις 8 Ιουνίου 1916, επικαλούμενες την ιδιότητά τους ως «προστάτιδων δυνάμεων», η Γαλλία και η Αγγλία απαίτησαν την αποστράτευση του Ελληνικού Στρατού, την παραίτηση της φιλοβασιλικής κυβέρνησης, την απομάκρυνση στρατιωτικών, τη διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια εκλογών. Την επομένη σχηματίσθηκε μια άχρωμη κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, που είχε υπηρεσιακό χαρακτήρα.
Οι Βούλγαροι καταλαμβάνουν την Ανατολική Μακεδονία
Ακολούθησε (4-10 Αυγούστου) η κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας από τους Βούλγαρους, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις σε όλη την Ελλάδα. Στις 14 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα μεγάλη συγκέντρωση εκείνων που υποστήριζαν την έξοδο στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και την επομένη πραγματοποιήθηκε ανάλογο συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη. Οι ομιλητές ζήτησαν από τον βασιλιά να κηρύξει πόλεμο κατά των Βουλγάρων, όπως και παραίτηση της κυβέρνησης Ζαΐμη και εκλογές.
Οι υποστηρικτές της εξόδου στον πόλεμο
Στη Θεσσαλονίκη κινούνταν τέσσερις διαφορετικές ομάδες που υποστήριζαν τον πόλεμο, με διαφορετική τακτική η καθεμία. Κατ' αρχάς ήταν η τοπική οργάνωση του Κόμματος Φιλελευθέρων (Βενιζελικού), με πρόεδρο τον Δημήτριο Δίγκα. Είχε προπαγανδίσει την έξοδο στον πόλεμο, αλλά εξαρτούσε τις περαιτέρω κινήσεις της από τις αποφάσεις του Βενιζέλου. Τη δεύτερη ομάδα αποτελούσαν τοπικοί πολιτευτές που είχαν αναπτύξει επαφές με τους Γάλλους και δρούσαν ως ενδιάμεσοι μεταξύ του Βενιζέλου και του στρατηγού Σαράιγ (Ζάννας, Αργυρόπουλος). Η τρίτη ομάδα ήταν ανώτεροι στρατιωτικοί (Ζυμβρακάκης, Μαζαράκης), που είχαν προσανατολιστεί στην ιδέα ενός πραξικοπήματος, χωρίς όμως να διαθέτουν τα μέσα για να το πραγματοποιήσουν. («Ο πρώτος δεν διοικούσε στρατιωτικήν μονάδα. Ο δεύτερος, αποπειραθείς να παρασύρη την μονάδα του, απέτυχε»). Ο ρόλος τους στο πραξικόπημα της Θεσσαλονίκης άρχισε μετά την εκδήλωσή του. Η τέταρτη ομάδα ήταν η Χωροφυλακή, που έκανε το πραξικόπημα.
Όπως όλα τα πραξικοπήματα, έτσι και αυτό που έγινε στη Θεσσαλονίκη εξελίχθηκε με πολύπλοκο τρόπο. Η ομάδα Δίγκα πληροφορήθηκε τις φήμες για πιθανό πραξικόπημα και ο ίδιος πήγε στην Αθήνα για να συνεννοηθεί απευθείας με τον Βενιζέλο. Όμως η ομάδα Ζάννα - Αργυρόπουλου είχε προηγηθεί σε αυτό. Ο Αργυρόπουλος είχε συναντηθεί κρυφά στις 11 ή 12 Αυγούστου με τον Βενιζέλο, ο οποίος του είπε ότι «η επανάστασις ήτο αναπόφευκτος», αλλά θεωρούσε ότι «διά να ξεκινήση έπρεπε να επαναστατήσουν μονάδες στρατού». Η πληροφορία αυτή για τη στάση του Βενιζέλου επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές. Ο αρχηγός των Φιλελευθέρων ήθελε να τον υποστηρίζει τουλάχιστον ένας στρατηγός-διοικητής μονάδας προκειμένου να προχωρήσει σε «Επανάσταση», αλλά δεν μπορούσε να τον βρει.
Η φήμη περί «σερβικών απαιτήσεων»
Στις 15 Αυγούστου, ο Ζάννας (της δεύτερης ομάδας) πληροφορήθηκε από Γάλλο συνταγματάρχη ότι «οι Σέρβοι ζητούσαν από τον Σαράιγ να τους παραδώσει την πολιτική διοίκηση της Θεσσαλονίκης». Η είδηση αυτή δεν έχει μέχρι σήμερα επαληθευτεί, αλλά τη μέρα εκείνη έγινε πιστευτή, αφού μάλιστα ενίσχυε τη θέση όσων επιθυμούσαν να επισπευσθεί το πραξικόπημα.
Στις 16 Αυγούστου, η ομάδα Ζάννα-Αργυρόπουλου είχε επαφές με αξιωματικούς της χωροφυλακής για να προωθήσει το εξής σχέδιο: Να αναλάβει την εξουσία μία «Επιτροπή Εθνικής Αμύνης» για να οργανώσει εθελοντικό στρατιωτικό σώμα, το οποίο θα πολεμούσε σε πλευρό της Αντάντ, ανεξάρτητα από την επίσημη θέση της Ελλάδας. Την ίδια μέρα έδωσε την ευλογία του ο Σαράιγ, στον οποίον είχε μεταδοθεί η πληροφορία του Αργυρόπουλου για τους δισταγμούς του Βενιζέλου. Κίνητρο του Σαράιγ ήταν να απαλλαγεί από την ελληνική μεραρχία που στάθμευε στη Θεσσαλονίκη.
Αμφισβητούμενη πατρότητα
Το βράδυ της 16ης προς 17η Αυγούστου οι Κρητικοί χωροφύλακες (δηλαδή οι χωροφύλακες της Κρητικής Πολιτείας που μετά την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα είχαν ενταχθεί στην Ελληνική Χωροφυλακή, διατηρώντας τις στολές και τους σχηματισμούς τους), αποφάσισαν το πραξικόπημα. Η δική τους παράδοση αναφέρει: «Η Κρητική Χωροφυλακή ουδένα δεσμόν είχε με τους κινουμένους παρασκηνιακώς Θεσσαλονικείς και ουδεμίαν εξάρτησιν υπηρεσιακήν υπό τον Ζυμβρακάκην και Μαζαράκην. Μόνον εις τον Βενιζέλον απέβλεπεν μετ’ εμπιστοσύνης. Ο Βενιζέλος δεν παρείχεν την έγκρισίν του. Παρά ταύτα, η Κρητική Χωροφυλακή επανεστάτησε κατά του καθεστώτος των Αθηνών και με την συνεργασίαν ελαχίστων αξιωματικών του στρατεύματος δράσασα, επέτυχε την μεταβολήν της πολιτικής καταστάσεως εν Θεσσαλονίκη» (Πολύβιος Τσάκωνας). Αντίθετα, ο Περικλής Αργυρόπουλος υποστήριξε εκ των υστέρων ότι ήταν εκείνος που έπεισε τους Κρητικούς να κάνουν το πολύ επικίνδυνο βήμα.
Ένα παράγγελμα που δεν εκτελέστηκε
Παρά τον κίνδυνό του, το βήμα θύμιζε οπερέτα. Το πρωί της 17ης Αυγούστου, οι χωροφύλακες παρατάχθηκαν, ο υπαξιωματικός διέταξε «προσοχή» και έδωσε αναφορά στον αξιωματικό (ανθυπομοίραχο Μίνω Τσάκωνας). Ο Τσάκωνας διέταξε «Ανάπαυσις», αλλά οι χωροφύλακες παρέμειναν σε στάση προσοχής. Τότε ο Τσάκωνας έβγαλε από τη θήκη το σπαθί και έδωσε παράγγελμα για βάδην. Οι χωροφύλακες τον ακολούθησαν. Στρατωνίζονταν σε ένα κτίριο στην οδό Εθνικής Αμύνης απ' όπου βάδισαν σε παράταξη μέχρι το στρατώνα της Ελληνικής Χωροφυλακής, στον ίδιο δρόμο. Τους περίμεναν μυημένοι οι υπόλοιποι χωροφύλακες, υπό τον ταγματάρχη Πανουσόπουλο, και όλοι μαζί βάδισαν προς το Διοικητήριο, επί της οδού Αγίου Δημητρίου. Εκεί βρήκαν την «Επιτροπή Εθνικής Άμυνας», αποτελούμενη από λίγους αξιωματικούς του στρατού και πολιτευτές των Φιλελευθέρων, καθώς και ένοπλους πολίτες.