Πρόκειται για την αμφισβήτηση της αξίας της δημόσιας μνήμης της 28ης Οκτωβρίου 1940, ως ημέρας έναρξης της ένοπλης αντίστασης κατά των δυνάμεων του Άξονα, και υποκατάστασής της από την 12η Οκτωβρίου, της ημερομηνίας της συντεταγμένης αποχώρησης των γερμανικών στρατευμάτων από την Αθήνα κατά τη διάρκεια του πολέμου, χωρίς να υπάρχει ούτε μάχη, ούτε γερμανική ήττα, ούτε συνθηκολόγηση.
Η αμφισβήτηση της 28ης Οκτωβρίου ως ημέρας εθνικής μνήμης, δηλ. ως εθνικής επετείου, δεν είναι κάτι καινούριο. Σε έναν κύκλο διανοητών που αυτοπροσδιορίζονται ως «αριστεροί» ή «προoδευτικοί» η αξία αυτής της επετείου, και όχι μόνον αυτής, αμφισβητείται εδώ και δεκαετίες, κυρίως στο όνομα της προώθησης της ειρήνης μεταξύ των λαών, της διεθνούς αλληλεγγύης και του αντιμιλιταρισμού, της καταπολέμησης του εθνικισμού και προσφάτως της προώθησης της πολυπολιτισμικότητας. Η διαφορά είναι ότι τα τελευταία χρόνια η υπόθεση «αποδόμηση της 28ης Οκτωβρίου» βρίσκεται ψηλά στην ιδεολογική ατζέντα κάποιων που τώρα δεν έχουν, όπως παλιότερα, περιθωριακό ρόλο και θέση και προωθείται με πολλές και ποικίλες δράσεις η υποκατάστασή της, χωρίς να έχει καταγγελθεί ακόμη επισήμως ως «ακροδεξιά» επέτειος. Νέα επιχειρήματα για τη θεμελίωση της αμφισβήτησης δεν υπάρχουν, έχει διευρυνθεί απλά ο χορός των αμφισβητούντων καθώς η αμφισβήτηση από μόνη της παράγει «προοδευτική» ταυτότητα.
Όταν αμφισβητείται μια πολιτική μνήμης και στη θέση της προτείνεται μια εναλλακτική πολιτική, παράγεται δημόσιος απαξιωτικός και θεμελιωτικός λόγος.Ο πρώτος αφορά την απαξία της καθιερωμένης πολιτικής μνήμης, ενώ ο δεύτερος σχετίζεται με την αναγκαιότητα υποκατάστασης της καθιερωμένης πρακτικής με κάποια άλλη, προοδευτικότερη. Η δημοσιότητα είναι η αρένα που συναντώνται οι λόγοι αυτοί με τους αντίστοιχους εκείνων που συνηγορούν υπέρ της συνέχειας της καθιερωμένης πρακτικής και αμφισβητούν την αναγκαιότητα υποκατάστασής της. Αλλά αυτό που φτάνει στη δημοσιότητα δεν είναι κατ’ ανάγκην εκείνο που υπάρχει στις συνειδήσεις των ομιλητών. Τα προβαλλόμενα επιχειρήματα υπέρ της μετατόπισης των εμφάσεων από την 28η στη 12η Οκτωβρίου αποτελούν στοιχεία ενός «διαφωτιστικού ενεργήματος» που ως τέτοιο έχει τη δική του λογική και συνοχή. Δεν εκφράζει υποχρεωτικά τους πραγματικούς λόγους που κατά την άποψη των νεωτεριστών επιβάλλουν την υποκατάσταση της ισχύουσας επετειακής πρακτικής από κάποια άλλη.
Η βαθιά δομή των επιχειρημάτων των νεωτεριστών, το κίνητρο που τους οδηγεί στην προσπάθεια αποδόμησης και υποκατάστασης της καθιερωμένης πρακτικής μένει αόρατο, δεν φτάνει στη δημοσιότητα, είναι υπόθεση των μυημένων. Η εμβέλεια των επιχειρημάτων ουσίας εξαντλείται σε έναν στενό κύκλο ατόμων που πρωτοστατούν στην παραγωγή του δημόσιου αποδομητικού λόγου. Ποια είναι αυτή η βαθιά δομή; Ποια είναι τα πραγματικά ιδεολογικά κίνητρα όσων αμφισβητούν την αξία της καθιερωμένης επετείου;
Να σημειώσουμε κατ’ αρχήν ότι η πρόταση για υποκατάσταση της 28ης προέρχεται πρωτίστως από διανοητές που αυτοπροσδιορίζονται ως «αριστεροί». Όπως πάντοτε στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, και ειδικά στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, βρίσκονται δημόσια πρόσωπα που χωρίς να αυτοπροσδιορίζονται οι ίδιοι ως «αριστεροί», υιοθετούν ιδέες της Αριστεράς. Επειδή η τελευταία αυτή κατηγορία των διανοητών κατά κανόνα απλά νομιμοποιούν ό,τι έχει ετοιμάσει ήδη η ιδεολογική κουζίνα της ανανεωτικής Αριστεράς, χωρίς οι ίδιοι να έχουν γράψει τη συνταγή, το κίνητρό τους μπορεί να είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από ιδεολογικό: εσωτερικοί ανταγωνισμοί στον πολιτικό τους χώρο, κίνηση σκοπιμότητας για καθιέρωση, υπογράμμιση της προοδευτικότητας, υπενθύμιση της ετοιμότητας για προσαρμογή στα νέα δεδομένα, ευρωπαϊκή διάσταση και άλλα παρόμοια. Τι είναι, τότε, αυτό που ενοχλεί τους διανοητές που αμφισβητούν προγραμματικά και μεθοδευμένα την αξία της καθιερωμένης εθνικής επετείου;
Η απάντηση είναι σχετικά απλή: Η 28η Οκτωβρίου δεν είναι τόσο διχαστική όσο χρειάζεται για τις ιδεολογικές τους ανάγκες, δεν είναι τόσο «αριστερή» ώστε να υπηρετεί την ιδέα ενός παλλαϊκού αντιδεξιού μετώπου, ενώ ταυτόχρονα γεννά ενοχλητικές, και επομένως πολιτικά ανεπιθύμητες, απορίες γύρω από τη συμπεριφορά του Μεταξά – πώς είναι δυνατόν να δίνει ένας «φασίστας» το παράγγελμα για έναν αντιφασιστικό αγώνα – και το ρόλο στελεχών του ελληνικού στρατού που πολέμησαν σαν ήρωες στο έπος της Αλβανίας, αλλά αργότερα, μετά την ήττα από τις γερμανικές δυνάμεις, κινούμενοι στη λογική του μικρότερου κακού ή της ένοπλης αντίδρασης απέναντι στην προοπτική εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος λαϊκής δημοκρατίας αποφάσισαν να προσαρμοστούν στη βούληση του στρατιωτικά ισχυρού και να την υπηρετήσουν ως «δωσίλογοι» ή να ενταχθούν σε φιλικά προς την κατοχική κυβέρνηση ένοπλα τμήματα και να συγκρουστούν στρατιωτικά με τον ΕΛΑΣ (τάγματα ευζώνων, τάγματα ασφαλείας).
Η καθιερωμένη σήμερα πολιτική μνήμης δεν διχάζει, λοιπόν, τόσο, όσο ορισμένοι πιστεύουν ότι χρειάζεται. Τιμά όσους πολέμησαν εναντίον του φασιστικού εισβολέα, είτε στο πρόσωπο του Κατσιμήτρου, είτε σ’ εκείνο του Κασλά. Δεν δαιμονοποιεί τον Μεταξά – δεν το έκανε άλλωστε ούτε ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, όταν παρενέβαινε δημόσια από τις φυλακές της Κέρκυρας εκείνη την εποχή - και δεν εστιάζει στους μετέπειτα δωσίλογους, ταγματασφαλίτες ή μπολσεβίκους. Με την έννοια αυτή είναι μια ενωτική επέτειος στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η συλλογικότητα των Ελλήνων, το ελληνικό έθνος, πέρα από γεωγραφικές, οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές ή άλλες διαιρέσεις. Και βεβαίως αφήνει ανοικτά ζητήματα για κριτική διερεύνηση: πώς συμβαίνει ένας πολιτικός, όπως ο Μεταξάς, να διευθύνει έναν αντιφασιστικό αγώνα; Τι μεσολαβεί ώστε οι ήρωες της μάχης στο Καλπάκι να γίνουν μετά δωσίλογοι; Γιατί κάποιοι πολεμιστές του αλβανικού μετώπου εντάσσονται αργότερα σε ένα ένοπλο αντιστασιακό κίνημα που δεν κρύβει ότι επιδιώκει την εγκαθίδρυση μιας σταλινικού τύπου δικτατορίας, ενώ κάποιοι άλλοι στα ευζωνικά τάγματα ή στα τάγματα ασφαλείας;
Από τη σκοπιά εκείνων που προτείνουν τη 12η Οκτωβρίου ως εθνική επέτειο όλα τα «μειονεκτήματα» της επετείου της 28ης Οκτωβρίου εξαφανίζονται. Μέχρι τις 12 Οκτωβρίου του 1944 ο κατοχικός εμφύλιος είχε ήδη δημιουργήσει πολιτικο-ιδεολογικές ταυτότητες και δεδομένα. Όχι μόνον ο Μεταξάς, αλλά και όσοι δεν ευθυγραμμίζονται με τη βούληση και τις πρακτικές του πολιτικού φορέα που καθοδηγεί τον ΕΛΑΣ στιγματίζονται ως «αντίδραση» ή/και ως «φασίστες». Η 12η Οκτωβρίου απωθεί τις ιδεολογικά επικίνδυνες απορίες και εμφανίζει την ιστορική πραγματικότητα μέσα από ένα μανιχαϊκό σχήμα: άσπρο και μαύρο, άγγελοι και δαίμονες. Είναι η ιδεολογία των συνταγματαρχών αντεστραμμένη.
Η υποκατάσταση της 28ης Οκτωβρίου υπηρετεί πάνω απ’ όλα μια πολιτική σκοπιμότητα. Δεν έχει σχέση ούτε με την Ιστορία, ούτε με τον ιδεολογικό εκσυγχρονισμό, αλλά με το πολιτικό όφελος που από τη σκοπιά κάποιων αναμένεται να έχει για το παρόν η επικράτηση ενός συγκεκριμένου σεναρίου για το παρελθόν. Η καθιέρωση της 12ης Οκτωβρίου ως εθνικής επετείου εντάσσεται στην προσπάθεια δημιουργίας ενός αφηγήματος που διχάζει τους Έλληνες καλύτερα, με τη διαίρεση σε αριστερούς πατριώτες και δεξιούς προδότες. Την ίδια στιγμή «εξηγεί» απλουστευτικά τις ιδεολογικές αβαρίες της Ιστορίας, εκείνα τα γεγονότα και τις συμπεριφορές που δεν συνάδουν με ό,τι προβλέπει ο «επιστημονικός» ιδεολογικός τσελεμεντές. Το αν γίνει η υποκατάσταση ή όχι, πάντως, δεν εξαρτάται μόνον από το τι επιδιώκουν οι αναθεωρητές των επετείων, αλλά και από το πώς θα αντιδράσει η ελληνική κοινωνία απέναντι στις μέχρι χθες πολιτικά περιθωριακές θέσεις και απόψεις που λόγω της συγκυρίας και της συνδρομής χρήσιμων νάρκισσων τείνουν να καταστούν κρατική ιδεολογία.
https://www.huffingtonpost.gr