H μοναδική δυνατότητα σωστής διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές, η οποία είναι αδύνατη χωρίς την ανάληψη του ρίσκου της ρήξης, είναι η δημιουργία μίας ομάδας αποτελούμενης από τους ικανότερους Έλληνες επιστήμονες – πλαισιωμένους από εξειδικευμένες νομικές, τραπεζικές και οικονομικές εταιρείες ή οργανισμούς, ευρωπαϊκούς ή/και αμερικανικούς.
.Άποψη
Εισαγωγικά, οι κυβερνήσεις της Ελλάδας μετά το 2009 έχουν υπογράψει τρεις (παράνομες και αντισυνταγματικές) δανειακές συμβάσεις, οι οποίες συνοδεύονται από πολλά μνημόνια και αξιολογήσεις της εφαρμογής τους – με τη σημερινή να έχει υπογράψει την τελευταία ύψους 86 δις €, έχοντας ήδη εισπράξει περί τα 36,3 δις € όπως συμπεραίνεται από τον αναλυτικό πίνακα, επιφυλασσόμενος για τυχόν λανθασμένη ερμηνεία (πηγή).
Η τρίτη δανειακή σύμβαση, από την οποία υπολείπονται 49,6 δις €, είναι η μοναδική που έχει επικυρωθεί από τη συντριπτική πλειοψηφία του Κοινοβουλίου, κατοχυρώνοντας όλες τις προηγούμενες – με βασικό χαρακτηριστικό της τη δημιουργία και «εκχώρηση» του Υπερταμείου στους πιστωτές, καθώς επίσης τον αφελληνισμό των τραπεζών.
Είναι δε η τελευταία, αφού οι δανειστές δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσουν με μία τέταρτη την Ελλάδα – ενώ τα μνημόνια, τα οποία έχουν έμμεσα σχέση με τις δανειακές συμβάσεις, θα συνεχιστούν έως ότου εξοφληθεί το 75% των συνολικών δανείων και τελειώσει η ξένη επιτροπεία της χώρας (άρα θα καθορίζουν τη ζωή μας στο διηνεκές).
Από την πρώτη και δεύτερη δανειακή σύμβαση η Ελλάδα εισέπραξε 215,9 δις €, εκ των οποίων μόλις τα 32,1 δις € από το ΔΝΤ – οπότε σήμερα ο συνολικός της δανεισμός από τους «θεσμούς» είναι 252,2 δις € και της οφείλονται ακόμη 49,6 δις € για να διαμορφωθούν τα θεσμικά της δάνεια στα 301,8 δις €. Επειδή τώρα το συνολικό χρέος της Ελλάδας είναι περί τα 326,5 δις € (πηγή), τότε η διαφορά των 74,3 δις € χρηματοδοτείται από τους ξένους επενδυτές – καθώς επίσης από τις «ελληνικές» τράπεζες με τα πανάκριβα και βραχυπρόθεσμα έντοκα γραμμάτια του δημοσίου.
Περαιτέρω, εάν η χώρα πετυχαίνει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ εις βάρος προφανώς της ανάπτυξης της (για παράδειγμα, η μη χρεοκοπημένη Ισπανία έχει ελλείμματα της τάξης των -4,6%), θα μπορεί να εξυπηρετεί τους σημερινούς ετήσιους τόκους της των 6 δις € – σε καμία περίπτωση τους μελλοντικούς άνω των 6 δις €. Όσον αφορά τα χρεολύσια, προφανώς θα αδυνατεί να τα εξυπηρετεί όταν ολοκληρωθεί η τρίτη δανειακή σύμβαση στα μέσα του 2018 – εκτός εάν δανείζεται από τις χρηματαγορές για να έχει τη δυνατότητα να τα ανακυκλώνει, αντικαθιστώντας ουσιαστικά τα «θεσμικά» δάνεια με δάνεια ιδιωτών επενδυτών.
Η λογική του παραλόγου
Συνεχίζοντας, η βασική λογική του κ. Σόιμπλε είναι η εξής: η Ελλάδα θα πληρώνει τους τόκους της μόνη της χωρίς να δημιουργεί καινούργιο χρέος, ενώ θα μειώνει σταδιακά το παλαιό χρέος της μέσω της αποκρατικοποίησης της δημόσιας περιουσίας σε εξευτελιστικές τιμές – με την ιδιωτική να κατάσχεται με τη βοήθεια των υπερβολικών φόρων/χαμηλών εισοδημάτων, καθώς επίσης να πλειστηριάζεται, έτσι ώστε τα έσοδα να οδηγούνται στα κρατικά ταμεία και από εκεί στους πιστωτές.
Σε κάθε περίπτωση όμως απαιτείται η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής τόσο των τόκων, όσο και των χρεολυσίων, αφού διαφορετικά δεν εξασφαλίζεται η εξυπηρέτηση του χρέους μετά το 2018 (γράφημα) – οπότε είναι δεδομένο πως θα συμβεί, επειδή διαφορετικά η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει μετά το 2018 (πολύ πριν εάν δεν εκταμιευθούν τα υπόλοιπα της τρίτης δανειακής σύμβασης).
Ο κ. Σόιμπλε τώρα δεν είναι σαφής όσον αφορά τα παραπάνω (επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής), οπότε το ΔΝΤ δεν μπορεί να συμφωνήσει – ενώ επί πλέον δεν πιστεύει στο πλεόνασμα, ούτε πως οι αγορές θα είναι τόσο ανόητες, ώστε να αντικαταστήσουν σταδιακά τα δάνεια των θεσμικών πιστωτών με δικά τους μετά το 2018. Η αιτία είναι το ότι, οι επενδυτές γνωρίζουν πως η ανάπτυξη στην Ελλάδα στραγγαλίζεται με το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% – οπότε η χώρα θα χρεοκοπήσει κάποια στιγμή, λεηλατημένη και εξαθλιωμένη, με αποτέλεσμα να χάσουν τα χρήματα τους.
Ως εκ τούτου, το ΔΝΤ θέλει να εξασφαλίσει τα δάνεια του εισπράττοντας τα από τον ESM – εκβιάζοντας το γερμανό με τη λήξη των ομολόγων της ΕΚΤ τον Ιούλιο (3,87 δις €), καθώς επίσης των ομολόγων των επενδυτών αγγλικού δικαίου (2,1 δις €). Εκτός αυτού, τον εκβιάζει με το ότι εμποδίζει την ΕΚΤ να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα αγοράς παγίων (QE), εφόσον δεν είναι βιώσιμο το δημόσιο χρέος της – κάτι που προξενεί μεγάλα προβλήματα στις αφελληνισμένες τράπεζες που πιθανότατα, εφόσον δεν εγκριθεί η υπαγωγή της Ελλάδας στο QE, δεν θα μπορούν να δανείζουν το κράτος με τα έντοκα γραμμάτια (περί τα 15 δις € σήμερα ανά 52 εβδομάδες – πηγή).
Η καθαρή λύση
Από την άλλη πλευρά, η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να επιθυμεί μία καθαρή λύση έως τα μέσα Ιουλίου – η οποία θα ήταν είτε
(α) η μετάθεση του προβλήματος της χώρας στο μέλλον με την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους – η γνωστή δηλαδή ως «ελάφρυνση» που όμως μάλλον δεν θα εξασφάλιζε την πρόσβαση στις αγορές μετά το 2018 με βιώσιμα και μακροπρόθεσμα ομόλογα, είτε(β) η ονομαστική διαγραφή ενός μέρους του χρέους, έτσι ώστε να καταστεί πράγματι βιώσιμο – αφού τότε θα ήταν σίγουρη η ανακύκλωση του από τις αγορές, θα μπορούσε να αναπτυχθεί η Ελλάδα κοκ. (σενάριο).
Εγώ θεωρώ επίσης πως το χρέος είναι το νούμερο ένα εθνικό ζήτημα, ενώ η μοναδική καθαρή λύση θα ήταν η διαγραφή του, με εναλλακτική τη ρήξη με τους πιστωτές – κάτι που θα έπρεπε να συμβεί τώρα που το ΔΝΤ συντάσσεται με τη χώρα, πριν από έναν νέο οδυνηρό συμβιβασμό στις 15 Ιουνίου για να πληρωθεί η δόση, πριν τη διεξαγωγή των γερμανικών εκλογών, καθώς επίσης πριν από τη λήξη της τρίτης δανειακής σύμβασης. Πόσο μάλλον όταν για πρώτη φορά μία ελληνική κυβέρνηση εφάρμοσε βασιλικότερα του βασιλέως ένα μνημόνιο – επιτυγχάνοντας πλεονάσματα οχταπλάσια από αυτά που απαιτούσαν οι δανειστές (4,2% έναντι 0,5%).
Εν τούτοις, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, όσον αφορά τη ρεαλιστική εφαρμογή της πρότασης μου: το ότι η κυβέρνηση είναι ανίκανη να διαπραγματευθεί με τον κ. Σόιμπλε, πόσο μάλλον να δρομολογήσει τη ρήξη σωστά, χωρίς να καταστραφεί ολοσχερώς η Ελλάδα. Εκτός αυτού, γενικότερα το πολιτικό σύστημα της χώρας δεν είναι μόνο ανίκανο να διαπραγματευθεί ή/και να την κυβερνήσει σε συνθήκες ρήξης αλλά, επίσης, ανίκανο να συνεννοηθεί – αφού η διχόνοια που επικρατεί τόσο στο εσωτερικό των κομμάτων όσο και μεταξύ τους, βασικό χαρακτηριστικό της έλλειψης γνώσης, εμποδίζει ακόμη και τη διεξαγωγή εποικοδομητικών συζητήσεων.
Επομένως, η μοναδική δυνατότητα σωστής διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές, η οποία είναι αδύνατη χωρίς την ανάληψη του ρίσκου της ρήξης, είναι η δημιουργία μίας ομάδας αποτελούμενης από τους ικανότερους Έλληνες επιστήμονες – πλαισιωμένους από εξειδικευμένες νομικές, τραπεζικές και οικονομικές εταιρείες ή οργανισμούς, ευρωπαϊκούς ή/και αμερικανικούς, οι οποίες(οι) να έχουν την εμπειρία, καθώς επίσης την επάρκεια αφενός μεν να διαπραγματευθούν, αφετέρου να δρομολογήσουν τη ρήξη με τους πιστωτές, εάν κριθεί απαραίτητη.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, πιστεύω πως η συλλογική βούληση που θεωρώ πως έχει τις λιγότερες πιθανότητες σφάλματος, διαφορετικά θα ήταν άχρηστη η Δημοκρατία, έχει «αποφανθεί» επανειλημμένα υπέρ της ρήξης αντί του αργού θανάτου: μία φορά στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 όπου επέλεξε μία άπειρη κυβέρνηση που είχε όμως δεσμευθεί να την δρομολογήσει, καθώς επίσης μία δεύτερη με το δημοψήφισμα (ΟΧΙ), παρά τις έξωθεν πιέσεις, το παράνομο κλείσιμο των τραπεζών από την ΕΚΤ κοκ.
Την τρίτη φορά απλά τρομοκρατήθηκε, χωρίς όμως να επιλέξει κάποιο από τα κόμματα που έφεραν το ΔΝΤ στη χώρα, που ψήφισαν το εγκληματικό PSI (ανάλυση) ή που τάσσονταν και τάσσονται υπέρ των μνημονίων, όπως η αξιωματική αντιπολίτευση – οπότε συνεχίζει να είναι υπέρ της ρήξης, παρά το ότι σιωπά επειδή έχει χάσει την εμπιστοσύνη της σε όλους τους πολιτικούς.
Φυσικά μπορεί να κάνω λάθος, εάν οι δημοσκοπήσεις που δίνουν σημαντικό προβάδισμα στην αντιπολίτευση είναι σωστές – γεγονός που θα σήμαινε ότι, οι Πολίτες έχουν συμφιλιωθεί με την ήττα τους, έχουν κουραστεί πια και έχουν συνθηκολογήσει, περιμένοντας καρτερικά τη θανατική τους καταδίκη.
.
ΥΓ: Αν λένε τέτοια οι Έλληνες, τι να πουν οι Γερμανοί; Όσον αφορά αυτούς που κακολογούν τους Έλληνες, σε σχέση με τις ευθύνες τους για την υπερχρέωση έως το 2010 (μετά η ευθύνη ανήκει εξολοκλήρου στην Τρόικα), προφανώς έχουν δίκιο. Εν τούτοις δεν είναι ο μοναδικός λαός που έχει κάνει μεγάλα σφάλματα στον πλανήτη, ούτε τον αιματοκύλισε όπως η Γερμανία – στην οποία παρόλα αυτά επετράπη η καθαρή λύση: η ονομαστική διαγραφή του χρέους της.
Από την άλλη πλευρά, το να προσβάλλει Έλληνας με τέτοιον τρόπο τους Έλληνες για τη στάση τους μετά το 2010 αποκαλώντας τους ηλιθίους, όπως στο κείμενο που μας έστειλε αναγνώστης (πηγή), δεν είναι καθόλου σωστό – ενώ, ειδικά όσον αφορά τα «προτερήματα» του PSI, όπως ήταν η μείωση των τόκων ή/και η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των χρεών, ασφαλώς ωχριούν απέναντι στα υπέρογκα ανταλλάγματα που δόθηκαν:
όπως ήταν η ολοκληρωτική παράδοση της εθνικής μας κυριαρχίας, η μη δυνατότητα μετατροπής των χρεών μας σε εθνικό νόμισμα, οι ζημίες των εγχωρίων οργανισμών, η χρεοκοπία του τραπεζικού μας συστήματος, ο αφελληνισμός του, το αγγλικό δίκαιο, η μεταφορά των χρεών μας από τις τράπεζες και τους επενδυτές στους Ευρωπαίους φορολογουμένους κοκ.
Πόσο μάλλον σε μία χρονική στιγμή που οι δανειστές φοβόντουσαν όσο τίποτα άλλο μία ελληνική χρεοκοπία – η οποία μπορεί μεν να ήταν επώδυνη, αλλά θα οδηγούσε τη χώρα στην έξοδο από την κρίση, ενδεχομένως με ένα δικό της εθνικό νόμισμα. Άλλωστε το μόνο που έγινε με το PSI ήταν να καταδικαστεί η Ελλάδα σε μία κυλιόμενη χρεοκοπία έναντι τρομακτικών παραχωρήσεων, όπου τελικά δεν θα αποφύγει την πτώχευση εάν δεν ρισκάρει τη ρήξη – σε μία μελλοντική όμως χρονική στιγμή που θα έχει λεηλατηθεί και εξαθλιωθεί ο πληθυσμός της, αδύναμος πλέον να αντιδράσει σε οτιδήποτε.