Σύμβουλος επιχειρήσεων - Συγγραφέας
Με το ξεκίνημα του 2017 τέθηκε σε ισχύ ο νέος ασφαλιστικός νόμος (Ν.4387/2016 ), ο οποίος ρυθμίζει θέματα κοινωνικής ασφάλισης (θεσμικές αλλαγές, προσδιορισμός ασφαλιστικών εισφορών και υπολογισμός παρεχόμενων συντάξεων). Οι κυριότερες ρυθμίσεις του νέου νόμου είναι οι εξής:
1. Δημιουργία ΕΦΚΑ. Από 1.1.2017 δημιουργείται Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης, οποίος διαδέχεται όλους τους υφιστάμενους φορείς κύριας ασφάλισης.
2. Δημιουργία ΕΤΕΑΕΠ. Ιδρύεται Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών στο οποίο πλέον θα υπάγονται όλα τα ταμεία τα οποία αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.
3. Εθνική και ανταποδοτική σύνταξη. Η σύνταξη πλέον υπολογίζεται ως άθροισμα δύο συνιστωσών, της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης, και παρέχεται εφ’ όσον έχει συμπληρωθεί ελάχιστος χρόνος ασφάλισης 15 ετών. Η εθνική σύνταξη ξεκινά από € 345,60 (συμπληρωμένη 15ετία) και αυξανομένου του χρόνου ασφάλισης φθάνει στο μέγιστο ποσό των € 384 στα 20 έτη ασφάλισης. Η ανταποδοτική σύνταξη υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης που προβλέπονται στο Αρ. 8 του Ν.4387/2016 και τα οποία εξαρτώνται από τα έτη ασφάλισης και τον μέσο όρο αποδοχών του εργασιακού βίου. Ειδικότερα για όσους θα βγουν στη σύνταξη το 2017, ο μέσος όρος αποδοχών υπολογίζεται για το διάστημα 2002-2016 (βλ. αναλυτικά παραδείγματα στον Πίνακα).
4. Νέος τρόπος υπολογισμού εισφορών ελευθέρων επαγγελματιών. Αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζονται οι εισφορές των ελευθέρων επαγγελματιών, οι οποίες δεν θα είναι τεκμαρτές με βάση τα χρόνια δραστηριότητας (ένταξη σε ασφαλιστικές κλάσεις), αλλά θα υπολογίζονται ως ποσοστό επί του εισοδήματος (20% επί του καθαρού αποτελέσματος συν 6,95% για ιατροφαρμακευτική κάλυψη). Για τον υπολογισμό των εισφορών ισχύει ελάχιστο όριο, το οποίο ορίζεται με εφαρμογή των παραπάνω συντελεστών σε ελάχιστο τεκμαρτό μηνιαίο εισόδημα € 586 (το όριο αυτό ισχύει και για όσους επιτηδευματίες έχουν αρνητικό αποτέλεσμα). Έτσι, η ελάχιστη καταβαλλόμενη εισφορά στον ΟΑΕΕ γίνεται: € 586 x 26,95% + €10 (εισφορά ΟΑΕΔ) = € 167,95.
5. Νέος τρόπος υπολογισμού εισφορών αγροτών. Οι εισφορές των αγροτών, ασφαλισμένων στον ΟΓΑ, διπλασιάζονται άμεσα από 7% σε 14%, με προοπτική να ανέλθουν σταδιακά στο 20% του καθαρού εισοδήματος έως το 2022.
6. Εισφορές μισθωτών. Οι εισφορές κύριας σύνταξης μισθωτών ορίζονται σε ποσοστό 20% του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών και καταβάλλονται κατά 1/3 από τον μισθωτό και κατά τα 2/3 από τον εργοδότη. Για τον υπολογισμό των εισφορών ορίζεται κατώτατο όριο μηνιαίων αποδοχών € 586 και ανώτατο όριο € 5.860.
7. Συντάξεις χηρείας. Αλλάζει επί τα χείρω το καθεστώς των συντάξεων χηρείας, καθώς πλέον θεσπίζεται νέο όριο ηλικίας στα 55 έτη για λήψη κανονικής σύνταξης. Στην περίπτωση που ο/η δικαιούχος είναι 52 ετών, η σύνταξη χορηγείται για 3ετία και κατόπιν αναστέλλεται έως το 67ο έτος. Η ρύθμιση αυτή αναμένεται να δημιουργήσει μεγάλα κοινωνικά προβλήματα στις περιπτώσεις γυναικών που ο σύζυγός τους πέθανε αιφνιδίως και οι ίδιες δεν είχαν εργαστεί προηγουμένως, καθώς είναι προφανές ότι μια γυναίκα στην ηλικία των 52 ετών και χωρίς προϋπηρεσία είναι πάρα πολύ δύσκολο να βρει εργασία στις παρούσες οικονομικές συνθήκες.
Οι συντάξεις με το νέο σύστημα - επισημάνσεις
Στον Πίνακα παρουσιάζονται οι συντάξεις που παρέχονται με βάση το νέο πλαίσιο για ΙΚΑ, Δημόσιο, ΔΕΚΟ και Τράπεζες, όπως αυτές προκύπτουν από το άθροισμα της Εθνικής Σύνταξης και της Ανταποδοτικής Σύνταξης βάσει των χρόνων ασφάλισης και του μέσου όρου αποδοχών (χωρίς συνυπολογισμό δώρων). Από τα στοιχεία του Πίνακα προκύπτουν τα εξής:
1. Το σύστημα επιδοτεί τις χαμηλότερες εισοδηματικές κλάσεις εις βάρος των υψηλότερων.
Δηλαδή, η σύνταξη προσεγγίζει τις μέσες μηνιαίες αποδοχές του εργασιακού βίου, όσο αυτές είναι μικρότερες, αλλά τείνει να γίνει ένα όλο και μικρότερο κλάσμα τους όσο οι αποδοχές αυξάνονται. Σχετικά είναι χαρακτηριστικό ότι αυτός που έχει μέσες μηνιαίες αποδοχές € 600, μετά από 40 έτη ασφάλισης προσδοκά να λάβει σύνταξη € 602,35.
Αντίστοιχα, αυτός που έχει μέσες μηνιαίες αποδοχές € 1200 (και άρα έχει καταβάλει τις διπλάσιες εισφορές) δεν θα λάβει για το ίδιο διάστημα ασφάλισης τη διπλάσια σύνταξη, αλλά € 843,74 (ποσοστό 70%).
Ακόμη χειρότερη γίνεται η αναλογία για αυτόν που έχει μέσες αποδοχές € 2.500, ο οποίος μετά από 40 έτη ασφάλισης θα λάβει σύνταξη € 1366,76 (ποσοστό 55%).
Το χαρακτηριστικό αυτό λειτουργεί μεν αναδιανεμητικά υπέρ των εισοδηματικά ασθενέστερων, αλλά από την άλλη μεριά αδικεί εκείνους που θα καταβάλουν μεγάλες ασφαλιστικές εισφορές κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου.
Το γεγονός αυτό ενδέχεται δυστυχώς να οδηγήσει σε αύξηση των αδήλωτων μορφών εργασίας με συνέπεια τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
2. Ο ελάχιστος χρόνος ασφάλισης για την καταβολή σύνταξης είναι τα 15 έτη, αλλά για την καταβολή ολόκληρης της εθνικής σύνταξης το κατώφλι είναι τα 20 έτη. Για να έχουν επομένως οι ασφαλισμένοι κάπως ικανοποιητική σύνταξη, θα πρέπει να συμπληρώσουν τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης.
3. Μετά τη συμπλήρωση 20 ετών ασφάλισης ο ρυθμός αύξησης της σύνταξης σε συνάρτηση με τα έτη ασφάλισης δεν είναι γραμμικός, δηλαδή με την πάροδο του χρόνου το ποσό σύνταξης που κερδίζει ο ασφαλισμένος για κάθε έτος παραμονής στην εργασία γίνεται μεγαλύτερο.
Παράδειγμα: έστω ασφαλισμένος με μέσο όρο αποδοχών € 1500. Αν έχει ήδη 25 έτη ασφάλισης και προσθέσει δύο ακόμη έτη (δηλαδή φθάσει τα 27 έτη ασφάλισης), «κερδίζει» μια αύξηση στη σύνταξή του κατά €29.
Εργαζόμενος με τις ίδιες αποδοχές, αν έχει συμπληρώσει 33ετία και συνεχίζει να εργάζεται για δύο έτη ακόμη (φθάσει δηλαδή τα 35 έτη ασφάλισης), η αύξηση που «κερδίζει» στη σύνταξή του θα είναι €48. Αντίστοιχα η επέκταση της ασφάλισης από τα 40 στα 42 έτη, θα αυξήσει τη σύνταξη κατά €56. Το χαρακτηριστικό αυτό λειτουργεί ως κίνητρο για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιμήκυνση του χρόνου ασφάλισης.
4. Καθώς η παρατεταμένη ύφεση έχει συμπιέσει τις αμοιβές, σημαντικές μπορεί να είναι οι συνέπειες στον υπολογισμό της σύνταξης βάσει του μέσου όρου αποδοχών, ο οποίος αναπόφευκτα μειώνεται.
Ας λάβουμε ως παράδειγμα εργαζόμενο που έχει συμπληρώσει 35ετία ασφάλισης και ο μέσος όρος αποδοχών του στο διάστημα 2002-2016 είναι € 2.000. Σε αυτή την περίπτωση αν έβγαινε τώρα σε σύνταξη θα ελάμβανε με τον νέο νόμο € 996,59. Αν εργαστεί ακόμη για 5 έτη και οι αποδοχές του έχουν μειωθεί στα € 1.200, τότε ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών διαμορφώνεται στα € 1.800 και η προσδοκώμενη σύνταξη φθάνει στα € 1085,14. Δηλαδή η σύνταξή του θα αυξηθεί μόνο κατά € 88,55 με άλλα 5 χρόνια ασφάλισης.