Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

ΑΝΥΕΘΑ από τη Βουλή:Και το υπόλοιπο 50% θα καταβληθεί.


Αποτέλεσμα εικόνας για φωτο υπουργου βιτσαΑποτέλεσμα εικόνας για φωτο υπουργου βιτσα


Ομιλία ΑΝΥΕΘΑ Δημήτρη Βίτσα κατά τη συζήτηση στη Βουλή για τον προϋπολογισμό του 2016 (04/12/2015)

Θέλω, κατ’ αρχήν, να επισημάνω ένα πράγμα σε σχέση με το πώς γίνεται ο δημόσιος διάλογος. Διάβασα σε ένα έγκριτο ενημερωτικό site σήμερα το πρωί κάτι το οποίο και θέλω να το κρίνετε. Τίτλος: «Αντικειμενικές αξίες. Μειώσεις σε ακριβές περιοχές, αυξήσεις σε φθηνές». Τι συμπέρασμα βγάζετε; Ότι κάτι κακό κάνει αυτή η Κυβέρνηση και ιδιαίτερα το Υπουργείο Οικονομικών. Διαβάζω μετά το κείμενο που ακολουθεί αυτόν τον τίτλο: «Σε μείωση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων στις περισσότερες περιοχές της χώρας προχωράει η ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών από το επόμενο έτος. Οι νέες αντικειμενικές αξίες αναμένεται να είναι μειωμένες σε μέσα επίπεδα έως και 45% στην Αττική και έως 39% στην υπόλοιπη Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία που έχει συλλέξει ο «Ελεύθερος Τύπος». Σε ελάχιστες περιοχές οι αντικειμενικές αξίες θα πρέπει να αυξηθούν, καθώς παραμένουν σε επίπεδα χαμηλότερα από τις τιμές της αγοράς, παρά την κρίση». Τι συμπέρασμα βγάζετε; Αυτό βάλτε το τώρα για τα «κόκκινα» δάνεια, για την προστασία της πρώτης κατοικίας και πάμε λέγοντας.
Όμως, πρέπει να αποκαταστήσουμε την πολιτική συζήτηση και αυτό εμένα ιδιαίτερα με ενδιαφέρει. Και προσπαθώντας να αποκαταστήσω -και δεν θα πω τίποτε άλλο για την Αντιπολίτευση, μάλιστα δεν είναι καν προς την Αξιωματική Αντιπολίτευση το περισσότερο- υπάρχει μια ενδιαφέρουσα σημειολογία, διπλή και ταυτόχρονη, στη φετινή συζήτηση του Προϋπολογισμού. Πολλοί και πολλές, και από τη Συμπολίτευση και από την Αντιπολίτευση, επισημάνατε σε αυτήν τη συζήτηση ότι είναι ο πρώτος Προϋπολογισμός που συντάσσει, ζητά να ψηφισθεί και καλείται να εκτελέσει η Κυβέρνηση με πυρήνα την Αριστερά. Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος σύγχρονα και αυτονόητα μας λέει ότι είναι ο πρώτος Προϋπολογισμός εδώ και δεκαετίες όπου δεν συμμετέχει στη σύνταξή του ούτε η Νέα Δημοκρατία ούτε το ΠΑΣΟΚ, σήμερα ως μέρος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.
Μήπως αυτό ονομάζει «κρίση νομιμοποίησης» ο πρώην Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ; Εγώ θα έλεγα «πανικός λόγω απώλειας». Όμως, ο ελληνικός λαός δύο φορές επέλεξε μέσα στο 2015 αλλαγή σελίδας. Και εμείς γνωρίζουμε ότι βαδίζουμε έναν δύσκολο δρόμο. Και γνωρίζουμε σήμερα ότι έχουμε μπροστά μας έναν πραγματικό Προϋπολογισμό, που αναγνωρίζει την πραγματικότητα όπως είναι, όπως έχει διαμορφωθεί και χαράζει το δρόμο προς μια πραγματικότητα όπως θέλουμε να είναι και γι’ αυτό δουλεύουμε, η Κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού.
Σήμερα, και μέσα στους δύο αυτούς μήνες αυτής της Κυβέρνησης, υλοποιούμε τα τρία πρώτα βήματα. Ολοκληρώσαμε τα προαπαιτούμενα, εκταμιεύσαμε τα 2 δισεκατομμύρια που θα ενισχύσουν κατά κύριο λόγο την υγεία, την παιδεία, αλλά και θα είναι μια ένεση μιας πρώτης ανακούφισης στην εσωτερική αγορά. Εξασφαλίζουμε τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος για να ανταποκριθεί στο ρόλο του σαν ένα εργαλείο της αναπτυξιακής προσπάθειας, και μάλιστα με τρόπο που απαιτεί πολύ λιγότερα, δηλαδή μόλις το ¼ των προϋπολογισμένων. Κάτι τέτοιο μόνο ως επιτυχία μπορεί να σημειωθεί. Μετά αρχίζουμε, βέβαια, την κουβέντα.

Σε μια αντίστοιχη διαδικασία, θυμάμαι ότι το γεγονός ότι έρχονταν ξένα funds θεωρείτο ψήφος εμπιστοσύνης στις προσπάθειες της Κυβέρνησης. Τώρα είναι ξεπούλημα. Εντάξει, χάσαμε τη δυνατότητα να παρακολουθούμε το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία να λένε πόσο αντιαναπτυξιακός και πόσο υφεσιακός είναι ο Προϋπολογισμός του ενός προς τον άλλον, κάτι που γινόταν μέχρι το 2012, αλλά δεν έχουμε χάσει τη μνήμη.

Το τρίτο βήμα είναι το ζήτημα της διαχείρισης του χρέους. Δεν θα επιμείνω σ’ αυτό. Ξέρουμε ότι αν δεν λυθεί ο βραχνάς του χρέους, ό,τι και να πετύχουμε και σαν Κυβέρνηση θα είναι πρόσκαιρο και πάντως ασταθές. Με το χρέος βιώσιμο και διαχειρίσιμο, τότε μπορεί η οικονομία να ανοίξει νέους δρόμους και η κοινωνία μας να βγει από τον φαύλο κύκλο της κρίσης.

Φτάνει ο Προϋπολογισμός; Λέω, όχι. Χρειαζόμαστε ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα, χρειαζόμαστε αναπτυξιακό νόμο κι ένα νόμο για την κοινωνική οικονομία, ώστε να ολοκληρώσουμε κατ’ αρχήν το αναπτυξιακό παζλ με κοινωνικό πρόσημο. Εδώ θέλω να βάλω και μια άλλη διάσταση. Και η ανάπτυξη έχει πρόσημο. Γιατί από αναπτύξεις ζήσαμε πολλές σ’ αυτήν τη χώρα, που είχαν όμως ένα συγκεκριμένο πρόσημο και ήταν η βάση της κρίσης που ακολούθησε και θα πω δυο πράγματα και πάνω σ’ αυτά.

Θα ήθελα να επισημάνω ορισμένα ζητήματα τα οποία αφορούν το Υπουργείο της Εθνικής Άμυνας
Γνωρίζουμε κατ’ αρχήν ότι μπορούμε να βασιζόμαστε στους ανθρώπους των Ενόπλων Δυνάμεων. Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι η οικονομική κρίση και τα αποτελέσματά της δεν έχει μειώσει στο ελάχιστο την αξιοπιστία, το φρόνημα και το αξιόμαχο του στρατεύματος. Οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν πλήρη επίγνωση της αποστολής τους και πρέπει όλοι να είμαστε περήφανοι για το επίπεδό τους. Πρέπει όλοι να σταθούμε με εμπιστοσύνη απέναντι στις Ένοπλες Δυνάμεις και το προσωπικό τους.

Προκειμένου, όμως, σε όλες και όλους να γίνει αντιληπτή η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στον χώρο της άμυνας, θέλω να παραθέσω τα εξής στοιχεία: 
Στην κατηγορία των αποδοχών από το 2009 μέχρι το 2015 είχαμε μείωση κατά 35%. 
Στο λειτουργικό σκέλος του Προϋπολογισμού στο ίδιο χρονικό διάστημα η μείωση έφτασε στο 60% και στα εξοπλιστικά, δηλαδή αγορά εξοπλισμών αλλά και συντήρηση και επισκευές, η μείωση στο ίδιο διάστημα κυμάνθηκε –σωστά- στο 68%.

Βεβαίως, έχω μαζί μου τους Προϋπολογισμούς όλων των ετών από το 2001 έως το 2015 και πραγματικά όταν δει αυτές τις μειώσεις κάποιος, θα πει «πολλές μειώσεις». Και είναι έτσι. Αλλά τι χρειάζονταν τα 2,2 δισεκατομμύρια για τα εξοπλιστικά προγράμματα το 2008; Τι χρειάζονταν τα 2 δισεκατομμύρια για τα εξοπλιστικά προγράμματα μόνο γι’ αυτό το σκέλος το 2009; Και βεβαίως, τι χρειάζεται να γράφουμε νούμερα που δεν τα εκτελούμε; Μήπως τα χρειαστούμε; Υπάρχει ένα μεγάλο ερώτημα όσον αφορά αυτό το θέμα.

Εμείς κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε μαζί με τη στρατιωτική ηγεσία αυτήν τη δυσμενή, τη δύσκολη κατάσταση. Όμως, θέλω να σημειώσω τα εξής: Παίρνοντας έναν Προϋπολογισμό που συντάχθηκε το 2014 για το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, έχουμε υλοποιήσει το σύνολο του Προϋπολογισμού και αφού τον έχουμε μειώσει κατά 100 εκατομμύρια με βάση αυτά που οι προηγούμενες Κυβερνήσεις είχαν υπογράψει στο μεσοπρόθεσμο. Και το έχουμε κάνει αυτό, ώστε να παράγεται ένα συνεχώς καλύτερο έργο.

Πού βρέθηκαν τώρα όσα ειπώθηκαν εδώ περί τεράστιας νέας μείωσης, περί τεράστιων νέων περικοπών, όταν δεν παίρνουν υπ’ όψιν τους ότι έχουμε την ικανότητα και έχουμε τη δυνατότητα να διαμορφώσουμε αυτήν την κατάσταση, ώστε να έχουμε και νέα μείωση στα εξοπλιστικά προγράμματα το νέο έτος, αλλά να εκτελούμε πλήρως όλη τη διαδικασία την οποία έχουμε αποφασίσει και έχουμε ακολουθήσει και μάλιστα σε συνεργασία πάντοτε με τη στρατιωτική ηγεσία, ώστε οι μειώσεις αυτών των πιστώσεων να απορροφώνται μαζί με τα Γενικά Επιτελεία.

Πού ακούστηκε ότι εμείς δεν πληρώσαμε το επίδομα παραμεθορίου; Μόνο στη σφαίρα της φαντασίας αυτών που το λένε, γιατί το γνωρίζουν αυτό οι άνθρωποί μας στις Ένοπλες Δυνάμεις. 
Και πού ακούστηκε ότι δεν καταβάλλουμε το 50% της επιδικασθείσας από το Συμβούλιο της Επικρατείας; Κι εγώ λέω σήμερα ότι γυρνώντας το ρολόι της οικονομίας, γυρνώντας τη μηχανή της οικονομίας και το υπόλοιπο 50% θα καταβληθεί. 
Άρα, μαζί με τα Γενικά Επιτελεία έχουμε λύσει αυτά τα ζητήματα.

Προχωράμε έχοντας συγκεκριμένη λογική. Όταν λέμε εμείς «Ένοπλες Δυνάμεις, άμυνα, η οποία μπορεί να τα βγάλει πέρα», μιλάμε για τρία βασικά πράγματα: εθνική, αμυντική, βιομηχανική στρατηγική. Το προέβλεπε ο νόμος το 2011. Ποτέ δεν έγινε. Ποιους δεν εξυπηρετούσε; Δεύτερον, μιλάμε για την αναδιοργάνωση που δεν σημαίνει μείωση, σημαίνει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Τρίτον, μιλάμε για τη μέριμνα.

Και θα ήθελα μόνο ένα να αναφέρω -μια και με πήρε ο χρόνος- που αφορά ένα πράγμα που θα γίνει στον επόμενο μήνα, την αμυντική βιομηχανία. Στον υπό αναθεώρηση νόμο για τις προμήθειες των Ενόπλων Δυνάμεων, που πρέπει να σας πω ότι όλοι τον ονομάζουν «νόμο για τις μη προμήθειες των Ενόπλων Δυνάμεων», με την έννοια ότι ήμασταν η μόνη χώρα που πήραμε την Κοινοτική Οδηγία και την κάναμε νόμο όπως ήταν, ενώ η ίδια προβλέπει εξαιρέσεις, πράγμα που το έκανε η Πολωνία και αυτήν τη στιγμή είναι η έβδομη χώρα στην Ευρώπη, σ’ αυτόν, λοιπόν, το νόμο θα υπάρχει ρητή πρόβλεψη ότι η χώρα θα διεκδικεί εγχώρια βιομηχανική συμμετοχή από τους υποψήφιους προμηθευτές στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας -ιδιαίτερα αφορά τη συνθήκη λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης-, αν δεν έχει άλλους τρόπους για να αναπτύξει και να συντηρήσει τους τομείς της. Με αυτόν τον τρόπο συνδυάζουμε την κρατική αμυντική βιομηχανία με την ιδιωτική αμυντική βιομηχανία, αλλά και τη δυνατότητα που έχουν τα στρατιωτικά εργοστάσια.

Τέλος, το επόμενο χρονικό διάστημα –ήδη έχει κατατεθεί στη Βουλή- θα υπάρξει ένα νομοσχέδιο που λύνει ζητήματα που αφορούν τη μέριμνα. Εδώ θα λύσουμε για πάντα –ελπίζω για πάντα- το ζήτημα του στρατιωτικού ρουσφετιού ή αλλιώς «βύσματος». Εμείς περιγράφουμε έναν σχεδιασμό και υλοποίηση των μεταθέσεων των οπλιτών, ώστε να υπάρχει ένα σύστημα μοριοδότησης που θα ενισχύσει και τη διαφάνεια και την αξιοκρατία και θα επιλύει και κοινωνικά προβλήματα.

Αλλά έχουμε και μια κοινωνική προσφορά. Σε συμφωνία με το Υπουργείο Υγείας, όσοι γιατροί έχουν τελειώσει και πηγαίνουν στον στρατό, με κόστος που αναλαμβάνει το Υπουργείο Υγείας, με την έννοια ότι θα πληρώνονται από το Υπουργείο Υγείας, θα κάνουν το αγροτικό τους -και θα προσμετράται σ’ αυτό- εκεί που δεν λύνεται το ζήτημα μέχρι τα τώρα.

(Χειροκροτήματα από τις πτέρυγες του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξαρτήτων Ελλήνων)

Το ίδιο θα κάνουμε με τους δικηγόρους οι οποίοι ασχολούνται σε νομικά γραφεία. Και αυτό θα προσμετράται στην άσκηση επαγγέλματος. Και ακόμα προχωράμε, ώστε να λύνουμε τέτοια ζητήματα και με άλλα επαγγέλματα, επιστημονικά και μη.

Τέλος –γιατί θα τα συζητήσουμε και στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο που ελπίζω όλοι μαζί να το ψηφίσουμε και να γίνει νόμος- θα λύσουμε χρονίζοντα θέματα που αφορούν τους ανυπότακτους με τα τεράστια πρόστιμα, που δεν επιτρέπουν σε δικά μας παιδιά και έξοχους επιστήμονες να γυρίσουν στην Ελλάδα, να κάνουν το καθήκον τους, αλλά και να μπορούν να προσφέρουν.

Σας ευχαριστώ.