Πολλαπλές κρίσεις πέρασε αυτός ο τόπος τα τελευταία 15 χρόνια, από την χρεοκοπία έως και την πανδημία και στοιχεία όπως αυτά που έφερε χθες στην δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς στη χώρα μας, μάλλον δεν εκπλήσσουν
Για παράδειγμα, ό,τι η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών υπολογίζεται στο 32,2% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών, δεν είναι ένα στοιχείο που αποκλείαμε. Το να ξοδεύει ένα φτωχό νοικοκυριό περίπου το ένα τρίτο από όσα ξοδεύει ένα μη φτωχό (όχι ένα πλούσιο αλλά ένα μη φτωχό, κατά τους στατιστικούς ορισμούς που χρησιμοποιεί η ΕΛΣΤΑΤ) αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό τις ανισότητες που υφίστανται στην πατρίδα μας, για λόγους που όλοι κατανοούμε και δεν είναι της παρούσης.
Αυτό που είναι ωστόσο απολύτως της παρούσης, σε μία περίοδο που η χώρα μας καυχάται ότι έχει ξεπεράσει τις κρίσεις, ότι διαθέτει από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη και ότι παράγει το ένα υπερπλεόνασμα μετά το άλλο, είναι το τι ξοδεύαμε πριν τις κρίσεις και τι ξοδεύουμε σήμερα.
Κατά την ΕΛΣΤΑΤ, λοιπόν, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2024 ήταν μειωμένη κατά 16,6% σε σύγκριση με το 2008. Με άλλα λόγια, δυο χρόνια πριν την προσφυγή στο ΔΝΤ και στην κοινοτική εποπτεία, το ελληνικό νοικοκυριό ξόδευε 16,6% περισσότερο από ό,τι ξοδεύει σήμερα, ή εντέλει το 2024 (που μετρά η μελέτη της ΕΛΣΤΑΤ), δηλαδή 16 χρόνια μετά.
Όλα αυτά, δε, ενώ έχει μεσολαβήσει και υψηλός πληθωρισμός τα προηγούμενα χρόνια και η ακρίβεια συνεχίζει να μαστίζει το μέσο ελληνικό νοικοκυριό.
Θα πείτε, ίσως, με κάποιο βαθμό δίκιου, “τι συγκρίνεις βρε άνθρωπε;” σκεπτόμενοι πιθανώς ότι τότε τα εισοδήματα ήσαν διαφορετικά, καθώς δεν υπήρχαν τα οριζόντια μαχαίρια σε μισθούς και συντάξεις που μεσολάβησαν, οι τράπεζες δάνειζαν ωσάν να μην υπάρχει αύριο, η φοροδιαφυγή κάλπαζε και η Ελλάδα διαβιούσε μία επίπλαστη ευημερία ξοδεύοντας λεφτά που… δεν είχε.
Σύμφωνοι, θα αναφωνήσουμε και εμείς. Δεν παύει, όμως, να “πονάει” αυτό το στοιχείο, ότι δηλαδή 16-17 χρόνια μετά ακόμη υπολειπόμαστε κατά 16,6% όσων ξοδεύαμε τότε, δηλαδή το 2008, όταν είχε ήδη παρέλθει ικανός χρόνος από τις “αμαρτωλές” ημέρες του 1999. Ιδίως όταν μιλάμε για ένα στοιχείο που αφορά στον μέσο όρο και όχι στην μισθολογική ή εισοδηματική πραγματικότητα που βίωνε τότε ο καθένας από εμάς.
Τώρα για τα λοιπά στοιχεία που έφερε στο φως της δημοσιότητας η ΕΛΣΤΑΤ, κρατάμε “μικρό καλάθι”. Για παράδειγμα, ότι τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 17,1% του προϋπολογισμού τους, κατά μέσο όρο, για ενοίκιο είναι ένα στοιχείο που αφορά ενδεχομένως κάποια άλλη, γειτονική χώρα και όχι την δική μας, υπό το φως τόσο του μέσου μισθού, όσο και της εκτόξευσης των ενοικίων, κυρίως στα αστικά κέντρα.
Όμως τα έχουν αυτά οι στατιστικές και οι “μέσοι όροι”. Χρησιμεύουν, όμως, ώστε να αποτυπώσουν με στοιχεία αυτό που οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ως απάντηση στην κλασσική ερώτηση: “πώς πάνε τα πράγματα”; Ε’ λοιπόν, 16 χρόνια μετά και να μην έχουμε ορθοποδήσει ακόμη, πώς να πάνε τα πράγματα, είναι η απάντηση!
Δίχως, ούτε προς στιγμήν, να διαγράφονται και οι ευθύνες των προηγουμένων κυβερνήσεων, αυτή η απάντηση αφορά κυρίως την παρούσα, η οποία κρατά το τιμόνι της χώρας την τελευταία εξαετία-επταετία.
πηγή:https://www.euro2day.gr/specials/reveille/article/2318034/h-pikrh-alhtheia-gia-thn-tseph-toy-ellhna.html