Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

Αύγουστος 1949 - Αύγουστος 2024: - Ποιος θυμάται τον συμμοριτοπόλεμο; - Ποιος έφταιγε για τον αιματοβαμμένο σπαραγμό;

 



Στις 29 Αυγούστου 1949 έληξε ο Eλληνικός συμμοριτοπόλεμος, με τη στρατιωτική ήττα των δυνάμεων της Αριστεράς στους ορεινούς όγκους του Γράμμου και του Βίτσι. Ο πόλεμος άφησε πίσω του 40.000 νεκρούς στα πεδία των μαχών 50.000 πολιτικούς πρόσφυγες, 20.000 σλαβομακεδόνες που κατέφυγαν στη γειτονική Γιουγκοσλαβία. Ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων έφτασε τις 25.000 το 1947, ενώ οι εκτελεσμένοι έφτασαν μέχρι τη λήξη των εχθροπραξιών τους 3.500. Ο απολογισμός ήταν δυσβάστακτος. Και αν στον παραπάνω κατάλογο προσθέσουμε τις τεράστιες υλικές καταστροφές και τους εσωτερικούς πρόσφυγες, τότε πραγματικά βρισκόμαστε μπροστά στον πιο σκληρό πόλεμο που βίωσε η χώρα από τότε που δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος.

Οι συνέπειες του πολέμου, όμως δε σταματούν εδώ δυστυχώς. Για πολλά χρόνια ο συμμοριτοπόλεμος δίχασε την ελληνική κοινωνία, τη γέμισε φόβο, ανασφάλεια και καχυποψία. Οι ηττημένοι αριστεροί είτε ακολούθησαν το δρόμο της εξορίας, είτε έμειναν στο εσωτερικό αντιμετωπίζοντας διώξεις και πολιτική περιθωριοποίηση μέχρι το 1974. Η πολιτική έκφραση φιμώθηκε και οι πολιτικές εξελίξεις δηλητηριάζονταν κάθε τόσο από την παρέμβαση του παλατιού, του στρατού, των παρακρατικών που φοβόντουσαν και επαγρυπνούσαν για την ενδεχόμενη επανάληψη της «κομμουνιστικής ανταρσίας». Πάνω σε αυτό το φόβο πραγματικό ή φανταστικό οικοδομήθηκε η ελληνική πολιτική τουλάχιστον μέχρι την πτώση της δικτατορίας, τον Ιούλιο του 1974.

Όλα αυτά, όμως, είναι λίγο ως πολύ γνωστά. Έχουν συζητηθεί ξανά και ξανά και όλοι πλέον συμφωνούν ότι η πολιτική ζωή στην Ελλάδα καθορίστηκε εν πολλοίς από τον συμμοριτοπόλεμο και την κληρονομιά του. Μέχρι εδώ καλά. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Δεν αρκούσε ποτέ. Μετά από μια τόσο καθοριστική και τραυματική εμπειρία η κοινωνία, οι αντιμαχόμενες πλευρές έπρεπε να καταλάβουν γιατί πολέμησαν, έπρεπε να καταλάβουν γιατί αναγκάστηκαν να αφήσουν τον τόπο διαμονής και τις οικογένειες τους για να ζήσουν σε χώρες των οποίων δε μιλούσαν τη γλώσσα και δεν καταλάβαιναν τον τρόπο ζωής. Έπρεπε να κατανοήσουν γιατί ήταν αναγκαίοι οι θάνατοι των δικών τους.  Άλλωστε, μόνο έτσι θα μπορούσαν αφενός να παρηγορηθούν και αφετέρου να οργανώσουν τη ζωή τους, αλλά και τη μεταπολεμική κοινωνία από την αρχή.

Για πάρα πολλά χρόνια η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δε δόθηκε με την ειλικρίνεια και τη σαφήνεια που θα άρμοζε. Αντίθετα, η ερμηνεία του εμφυλίου πολέμου συγκροτήθηκε στη δημόσια σφαίρα και στην πολιτική, αλλά δυστυχώς και στον ακαδημαϊκό χώρο γύρω από την ερώτηση «ποιος φταίει για τον εμφύλιο πόλεμο». Αντί για μια ουσιαστική ερμηνεία που θα ήταν δύσκολη ή και αδύνατη σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου, οι δύο αντίπαλοι προτίμησαν τις αλληλοκατηγορίες. Σύμφωνα με την εκδοχή  των νικητών υπεύθυνη ήταν η Αριστερά, επειδή έστρεψε τα όπλα εναντίον της πατρίδας και της νομιμότητας και επειδή επιθυμούσε να υποβιβάσει την Ελλάδα σε δορυφόρο της Σοβιετικής Ένωσης. Επομένως, οι διώξεις, η περιθωριοποίηση, οι εκτελέσεις ήταν πράξεις δικαιολογημένες. Δίκαιη τιμωρία όσων ευθύνονταν για έσχατη  προδοσία. Από την άλλη, για την Αριστερά υπεύθυνη για τον αιματηρό συμμοριτοπόλεμο ήταν η Δεξιά η οποία όχι μόνο κάλυψε τους δοσίλογους αλλά και με την ανεξέλεγκτη βία κατά την περίοδο της λευκής τρομοκρατίας ανάγκασε τους Αριστερούς να βγουν στο βουνό, να πάρουν τα όπλα για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους και την τιμή τους, όπως είχαν κάνει και την περίοδο της Κατοχής. 

Τη δική του απάντηση σε αυτή την αντιπαράθεση που συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση για δεκαετίες και σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής ζωής, έδωσε το ΠΑΣΟΚ μετά το 1981. Όπως είναι γνωστό, με πράξη του υπουργικού συμβουλίου καταργούνται όλες οι επετειακές εκδηλώσεις του συμμοριτοπολέμου. Επιτρέπεται μόνο η τέλεση θρησκευτικών μνημοσύνων σε «θρησκευτικούς χώρους» χωρίς, όμως την παρουσία αρχών. Περίπου ένα χρόνο μετά, τον Αύγουστο του 1982 ψηφίζεται από τη Βουλή των Ελλήνων ο νόμος για την  αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944. Με μια κίνηση πολιτικής οξυδέρκειας η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να επιτύχει την Εθνική Συμφιλίωση αποφεύγοντας, όμως,  να μιλήσει για τη διαίρεση. Η καινούργια εθνική μνήμη που θα συνένωνε όλους τους Έλληνες είχε τη σφραγίδα της Αντίστασης. Στο μνημειώδη πια λόγο του την ημέρα που συζητήθηκε το σχετικό νομοσχέδιο στη Βουλή ο Α. Παπανδρέου δήλωνε: «Δεν ήλθαμε εδώ σήμερα για να δικάσουμε, πολύ περισσότερο για να διχάσουμε. Ο κύριος στόχος του νομοσχεδίου είναι η εθνική ενότητα […] Μπορούμε να ξαναδώσουμε στο λαό μας την εθνική μνήμη και αυτή νομίζω είναι η μεγαλύτερη προσφορά. Αυτήν τη μνήμη που είναι απαραίτητη τόσο για την αυτογνωσία του λαού μας όσο και για την ενότητα του έθνους μας».

Έτσι, η διαιρετική μνήμη αντικαταστάθηκε από ένα παρελθόν ένδοξο και πατριωτικό. Μετά την αναγνώριση της Εαμικής Αντίστασης και τη μετατροπή της σε Εθνική όλες οι παρατάξεις μπορούσαν να αναγνωρίσουν σε αυτή ένα κομμάτι του παρελθόντος τους. Έτσι, χτίστηκε και στην Ελλάδα ο μύθος της παλλαϊκής Αντίστασης με καθυστέρηση περίπου σαράντα ετών. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αυτή η αφήγηση έγινε κυρίαρχη ήδη από την επομένη της Απελευθέρωσης από τις δυνάμεις του Άξονα. Από τις διαιρέσεις του παρελθόντος παραμένει και αναδεικνύεται μόνο αυτή της συνεργασίας με τους κατακτητές. Όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες, όσοι δεν συνεργάστηκαν με τους κατακτητές μπορούσαν να βρουν τη θέση τους στο ενωτικό αφήγημα της Αντίστασης, να την επικαλεστούν ή να την διεκδικήσουν ως αξιοποιήσιμο παρελθόν. Την ίδια στιγμή ο συμμοριτοπόλεμος απο-πολιτικοποιείται. Στην καινούργια αφήγηση δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, καλοί και κακοί, γιατί «σε έναν συμμοριτοπόλεμο ολόκληρος ο λαός είναι ο ηττημένος», όπως δήλωνε ο Κ. Σημίτης στη Βουλή το 1985.

Το ερώτημα όμως παρέμενε: «Ποιος έφταιγε για τον αιματοβαμμένο σπαραγμό»; Οι υπεύθυνοι καταδεικνύονται αυτή τη φορά με έμφαση έξω από τα όρια και το σώμα του έθνους: οι ξένες δυνάμεις, τα διεθνή κέντρα εξουσίας, τα ξένα συμφέροντα, οι ηγέτες των παρατάξεων που είτε υπηρετούσαν τα ξένα συμφέροντα συνειδητά είτε παρασύρθηκαν γιατί αγνοούσαν το διεθνές παιχνίδι.  Πάντως, ο ελληνικός λαός, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια εκδοχή σε καμία περίπτωση δεν συναίνεσε στον αιματοβαμμένο σπαραγμό. Αντίθετα, «είχε ενταχθεί στην Εθνική Αντίσταση, γιατί πίστευε, ότι η μετακατοχική περίοδος θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από πολιτικές και οικονομικές διαδικασίες διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν πριν το 1940». Η εξέλιξη όμως των γεγονότων οδήγησε στη σύγκρουση, την οποία η πλειοψηφία  καταδίκαζε (Σημίτης, Πρακτικά Συνεδριάσεων της Βουλής, 28.2.1985: 4871).

Το αφήγημα αυτό ήταν βολικό για όλους. Σε πρώτη φάση η Νέα Δημοκρατία του Ε. Αβέρωφ δεν μπόρεσε να δεχτεί τη δικαίωση και την αναγνώριση της δράσης του ΕΑΜ ως αντιστασιακής και πατριωτικής. Η αποχώρηση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος από την αίθουσα της Βουλής την ώρα που ψηφιζόταν το νομοσχέδιο, ωστόσο, δεν είχε τη δύναμη να ανακόψει την ορμή της νέας αφήγησης η οποία γινόταν κυρίαρχη με αστραπιαίο ρυθμό. Το μόνο που κατάφερε ήταν να χαρίσει την πρωτοβουλία της Εθνικής Συμφιλίωσης στο ΠΑΣΟΚ και να εγκλωβίσει τη ΝΔ στην υπεράσπιση της εθνικοφροσύνης που είχε ήδη απο-νομιμοποιηθεί από το 1974. Πολύ γρήγορα, όμως, η Δεξιά εναρμονίστηκε με την καινούργια εθνική μνήμη και άρχισε να τιμά την Εθνική Αντίσταση και την Εθνική Συμφιλίωση. Από το 1983 και μετά οι επιτελείς της ΝΔ συμμετείχαν ανελλιπώς στους εορτασμούς για τη μάχη του Γοργοποτάμου, ενώ το μνημείο της Εθνικής Συμφιλίωσης ανεγέρθη στην πρωτεύουσα επί δημαρχίας Μ. Έβερτ. Ήταν η εποχή που όλοι έκλαιγαν (δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι) βλέποντας την ταινία του Παντελή Βούλγαρη Πέτρινα Χρόνια.

Κανείς δε ρώτησε ενοχλητικές ερωτήσεις και όλοι επιβεβαίωσαν ένα αφήγημα βολικό, ενωτικό και αξιοποιήσιμο. Η ηττημένη Αριστερά αναζητούσε νομιμοποίηση και αναγνώριση μετά από σαράντα σχεδόν χρόνια πολιτικής περιθωριοποίησης και διώξεων. Άλλωστε, ο συμμοριτοπόλεμος ήταν ένα παρελθόν ανεπιθύμητο που και οι ίδιοι ήθελαν να ξεχάσουν: ήττα, φυλακίσεις, εξορίες. Από την άλλη η νομιμοποίηση των δύο ΚΚΕ το 1974 και η προσήλωσή τους στις αρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας απαιτούσε την αποσιώπηση του επαναστατικού τους παρελθόντος. Η εθνικοπατριωτική μνήμη της εαμικής Αντίστασης ήταν οπωσδήποτε πιο βολική. Η Δεξιά από την άλλη, δεν μπορούσε να είναι υπερήφανη για τη νίκη της στον συμμοριτοπόλεμο. Ήταν άλλωστε μια θλιβερή νίκη επί ενός αντιπάλου – αδελφού. Το ΠΑΣΟΚ συγκρότησε μέσα από την αναγνώριση της Αντίστασης και την Εθνική Συμφιλίωση έναν μηχανισμό προσπορισμού ψήφων από την αριστερά. Τα γνωστά σε όλους συνθήματα «ο αγώνας τώρα δικαιώνεται» και ο «λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά» εικονογραφούν θαυμάσια αυτό το μηχανισμό. Από τη μια η ευγνωμοσύνη για την αναγνώριση και από την άλλη η διασφάλιση ότι οι διώξεις του συμμοριτοπολέμου δεν θα επαναληφθούν, εφόσον η Δεξιά έμενε μακριά από την εξουσία κρατούσαν την Αριστερά δέσμια του φόβου που είχε κληροδοτήσει στους ηττημένους ο εμφύλιος πόλεμος. Υπόσχονταν επιπλέον στο ΠΑΣΟΚ, κατοχύρωση πολιτικής δύναμης και κυριαρχίας.

Το 1989 οι δύο παραδοσιακοί αντίπαλοι βρέθηκαν στην ίδια κυβέρνηση. Με την ψήφιση του νόμου για την άρση των συνεπειών του συμμοριτοπολέμου στις 29 Αυγούστου 1989 και τη συμβολική καύση των φακέλων ο εμφύλιος πόλεμος πέρασε οριστικά στη λήθη. Έπαψε πια να καθορίζει την πολιτική συμπεριφορά κομμάτων και πολιτών και έμεινε στην Ελληνική ιστορία ως ένα παράδειγμα προς αποφυγή. Καταδικάστηκε ως ανθρωποσφαγή.

Όμως, η μνήμη και η λήθη έχουν καμιά φορά τους δικούς μηχανισμούς που λειτουργούν ανεξάρτητα από τη δική μας θέληση. Μπορεί οι πολιτικές ελίτ να βιάστηκαν να κλείσουν τις πληγές και οι απλοί πολίτες να βολεύτηκαν με αυτή την εξέλιξη. Άλλωστε, ποιος θέλει να θυμάται τα δυσάρεστα; Τους φόνους, τη βία, τις καταστροφές;  Έτσι, η αμνησία και η ευημερία εξέθρεψαν πολλές γενιές Ελλήνων που αντί να ασχολούνται με θέματα ενοχλητικά προτιμούσαν τις σπουδές τους, ακριβές ή φθηνές διακοπές, ταξίδια, καταναλωτικά αγαθά και ελαφρά αναγνώσματα, περιοδικά life style και άλλα πολλά. Ποιος ενδιαφερόταν μέσα στην ευφορία του ευρώ, των Ολυμπιακών Αγώνων και της Eurovision για τη δεκαετία του 1940; Είχε πλέον μόνο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον. Ασχολούνταν με αυτά ιστορικοί και πολιτικοί επιστήμονες, ενώ η υπόλοιπη κοινωνία απείχε.

Τα πράγματα άλλαξαν άρδην με την οικονομική κρίση. Όταν η επίπλαστη ευμάρεια των προηγούμενων ετών εξέλιπε, οι άνθρωποι ξαναθυμήθηκαν το παρελθόν, το οποίο ζωντάνεψε σε μερικές, ευτυχώς, όχι τόσο βίαιες εκδοχές του. Εξαίρεση αποτελεί η Χρυσή Αυγή απόγονος της Ελληνικής ακροδεξιάς της Κατοχής, του Εμφυλίου και της Χούντας ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες της,  και απολαμβάνει τη στήριξη ενός μεγάλου ποσοστού των Ελλήνων ψηφοφόρων.  Γιατί; Επειδή η διαίρεση θάφτηκε βιαστικά, «κάτω από το χαλί» και στην ουσία έμεινε ανεπεξέργαστη. Η Εθνική Συμφιλίωση ήταν εργαλειακή, επιβεβλημένη από τις πολιτικές ελίτ για να εξυπηρετήσει τρέχουσες πολιτικές ανάγκες. Κανείς δε θέλησε στα αλήθεια να κατανοήσει τι έγινε, κανείς δε θέλησε να αναλάβει τις ευθύνες του, να ζητήσει συγγνώμη και να αντιμετωπίσει τις πράξεις και τις παραλείψεις του. Ούτε οι νικητές, αλλά δυστυχώς ούτε και οι ηττημένοι…… Η οικονομική ευμάρεια και η πρόοδος βοήθησαν όλους μας να ξεχάσουμε. Όταν, όμως η οικονομία κατέρρευσε, κατέρρευσε και το αφήγημα της Εθνικής Συμφιλίωσης. Σα να τράβηξε κάποιος απότομα το βέλο. Είναι γνωστό και αναμενόμενο ότι σε περιόδους κρίσης οι κοινωνίες διαιρούνται, η αλληλεγγύη υποχωρεί και τότε οι διαιρέσεις του παρελθόντος, όταν δεν έχουν γίνει αντικείμενο ενδελεχούς επεξεργασίας επανέρχονται.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι κινδυνεύουμε να ξαναζήσουμε συμμοριτοπόλεμο, πραξικοπήματα και παρεκτροπές από τη νομιμότητα; Όχι. Ευτυχώς το δημοκρατικό πολίτευμα είναι ισχυρό και η πολιτική αντιπαράθεση βρίσκεται πολύ μακριά από όλα αυτά. Ωστόσο, η σταδιακή διολίσθηση στη βία, η γοητεία που ασκούν τα κηρύγματα της Χρυσής Αυγής και ο μιλιταρισμός της στη νεολαία, η ευκολία με την οποία καταφεύγουν ορισμένοι σε συνθήματα που αναφέρονται στην διαίρεση, ακόμη και το ανιστόρητο «ραντεβού στα γουναράδικα» δείχνουν μια κοινωνία η οποία δεν μπόρεσε να κατανοήσει το παρελθόν της. 

Δεν μπόρεσε να συμβιβαστεί με αυτό και έτσι να το αφήσει πίσω της και να το ξεπεράσει. Αυτό γιατί ποτέ δεν πέρασε από την ερώτηση «ποιος φταίει για τον συμμοριτοπόλεμο» στην ερώτηση «γιατί και πως συνέβη ο εμφύλιος πόλεμος». Αν αυτό είχε συμβεί, αν αντί να αποστρέφουμε το βλέμμα από το ενοχλητικό παρελθόν, ή να το θυμόμαστε επιλεκτικά και εργαλειακά προσπαθούσαμε να το κατανοήσουμε, να καταλάβουμε ποιοι πολέμησαν και για ποιους λόγους, πως άφησαν οι άνθρωποι τα σπίτια τους και τη ζωή τους για να συμμετάσχουν σε ένα πόλεμο σκληρό και αποτρόπαιο, θα μπορούσαμε ενδεχομένως και να απεγκλωβιστούμε από αυτό. Θα καταλαβαίναμε επίσης, ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ποτέ (ευτυχώς!). Μόνο ξαναγράφεται ξανά και ξανά μέχρι να συμφιλιωθούμε με τα τραύματά μας, να τα κατανοήσουμε και τελικά να προχωρήσουμε. 




https://tvxs.gr/apopseis/arthra-gnomis/aygoystos-1949-aygoystos-2014-poios-thymatai-ton-emfylio/