Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

1821 και 1974 - Συγκρίνοντας δύο επετείους


 


Συγκρίνοντας δύο επετείους Διακόσια χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 και 50 χρόνια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Τα θετικά και τα αρνητικά, οι ήττες αλλά και οι νίκες, τα στρεβλά και οι πρωτοπορίες πρέπει να συνδημιουργήσουν το πεδίο της συλλογικής μνήμης, αλλά και να λειτουργήσουν ως βατήρας για να υποδεχθούμε όσα μας περιμένουν στο μέλλον 

Η συγκυρία το έφερε έτσι ώστε μέσα σε τρία χρόνια οι Έλληνες γιορτάζουν τις δύο σημαντικότερες, ίσως, επετείους της Ιστορίας τους. Τα 200 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 και τα 50 χρόνια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Ή αλλιώς, της εποχής που ονομάστηκε στον δημόσιο λόγο «Μεταπολίτευση». Τι είναι και κυρίως πώς λειτουργεί μια επέτειος; Πάνω από όλα, είναι μια επιχείρηση ανάδειξης αλλά και δημιουργίας της ιστορικής μνήμης. Λειτουργεί επίσης ως μηχανισμός διά του οποίου αναπαράγεται η συλλογική συνείδηση, αλλά και επί του οποίου προβάλλονται οι συνθήκες στη συγχρονία: φωτίζοντας το παρελθόν, μπορείς να φτάσεις εγγύτερα στην αντίληψη του παρόντος, αλλά και να εμπεδώσεις ότι το μέλλον είναι απρόβλεπτο και εξαρτάται από μια πολύπλοκη και πολυπαραγοντική εξίσωση.

 Η επετηρίδα των 200 ετών από την έναρξη του Αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία ήταν μια χαμένη ευκαιρία. Τρία χρόνια μετά και μοιάζει να μην άφησε πίσω της σχεδόν τίποτα. Αρχικά δημιουργήθηκε μια πολυμελής επιτροπή με φιλοσοφία τη γεφύρωση της μνήμης με τις επιστήμες του μέλλοντος. Βυζαντινολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, ιστορικοί της σύγχρονης εποχής, μαζί με μηχανολόγους, καθηγητές υπολογιστών, επενδυτές, ιατρούς, αλλά και έναν ιερέα, κλήθηκαν να δημιουργήσουν (;) ένα περιβάλλον εντός του οποίου θα αποτυπώνονταν οι κομβικοί σταθμοί της γοητευτικότατης πορείας της Ελλάδας: από τα προεπαναστατικά χρόνια στο σήμερα και από εκεί στο μέλλον των Ελλήνων του 21ου αιώνα. 

Δυστυχώς δεν έγινε τίποτε από αυτά. Βασικός στόχος της Επιτροπής και της επικεφαλής της τέθηκε το rebranding της χώρας στο εξωτερικό. Η «επανατοποθέτησή» της, δηλαδή, ως άλλο εμπορικό προϊόν, του οποίου το όνομα είχε σπιλωθεί τα τελευταία χρόνια εξαιτίας –προφανώς– των αλλεπάλληλων κρίσεων.

 Ούτε αυτό, όμως, επετεύχθη – ήρθε και η Covid και κάπου χάλασε τα μεγαλεπήβολα σχέδια των ζωντανών θεαμάτων. Μικρό το κακό, θα σκεφτεί κάποιος κακεντρεχής. 

Το μείζον είναι ότι η επέτειος δεν παρήγαγε το απαραίτητο ιστοριογραφικό και πολιτιστικό περιεχόμενο. Κάποια συνέδρια, ορισμένες επιπλέον διδακτορικές διατριβές που έμειναν στο σκοτάδι, μετρημένες εκδόσεις. Ακόμα και στο τηλεοπτικό και κινηματογραφικό επίπεδο οι δουλειές ήταν ελάχιστες – οι περισσότερες, δε, πρόχειρες και επιφανειακές. Με δυσκολία θα βρει κανείς σε άλλη Δυτική χώρα τόσο φτωχή πολιτισμική παραγωγή σε μια τόσο σημαντική επετηρίδα. 

Τι νέο εντυπώθηκε, άραγε, στη συλλογική μνήμη για την Ελληνική Επανάσταση; Ποιες είναι οι πτυχές του Αγώνα του 1821, όσων προηγήθηκαν και όσων ακολούθησαν, που πλέον αποτελούν κοινό κτήμα στο γνωσιακό πεδίο των Ελλήνων; Είναι έως και αμαρτία, αλλά πρέπει να το παραδεχθούμε: Η απάντηση είναι «δεν μάθαμε σχεδόν τίποτα». 

Ούτε ότι η Επανάσταση ήταν μια πράξη ενάντια και στο νέο ευρωπαϊκό κατεστημένο, που ορίστηκε από το Συνέδριο της Βιέννης το 1815. Δεν ήταν απλώς μια επανάσταση έναντι του οθωμανικού ζυγού, αλλά ένα κίνημα που τάραξε συνολικά τα νερά της Γηραιάς Ηπείρου και πυροδότησε ευρύτερες εξελίξεις. Δεν μάθαμε ούτε πως ήταν η θέληση των Επαναστατών αυτή που, μαζί με τη βοήθεια των ξένων, κράτησε αναμμένη τη φλόγα του Αγώνα, όταν μετά την επέλαση του Ιμπραήμ όλα φαίνονταν να τελειώνουν. 

Ούτε ότι ο διχασμός δεν είναι στο DNA των Ελλήνων, αλλά ήταν απολύτως λογικό μεταξύ των εντελώς ετερόκλητων ομάδων που συναποτέλεσαν το επαναστατικό σώμα να υπάρξουν διαιρέσεις και συγκρούσεις. Πόσα καταλάβαμε, άραγε, για την ασφυξία που επικρατούσε μέσα στα στενά σύνορα του νέου κράτους, αλλά και ανάμεσα σε αυτόχθονες και ετερόχθονες, και που σχεδόν τελολογικά οδήγησε στη γέννηση της Μεγάλης Ιδέας – της κινητήριας δύναμης του ελληνισμού έως και τη Μικρασιατική Καταστροφή; 

Αυτά είναι μόνο λίγα. Πλέον, δεν έχει σημασία τι έγινε – σημασία έχει να διαχειριστούμε αυτό που έρχεται. Και αυτό που έρχεται είναι η επέτειος των 50 ετών από αλληλένδετα και σε πλήρη αντίστιξη μεταξύ τους γεγονότα. Το προδοτικό πραξικόπημα της χούντας κατά του Μακαρίου, που αποτέλεσε την αφορμή για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η οποία και οδήγησε στην πτώση της δικτατορίας και τον σχηματισμό της κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Τραγική ειρωνεία της Ιστορίας: Οταν στην Ελλάδα πανηγύριζαν για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, στην Κύπρο έκλαιγαν για τους νεκρούς τους και αναζητούσαν τους αγνοουμένους τους. 

Πριν από όλα τα άλλα, έχει έρθει η ώρα να αποδεχθούμε ότι η Ελλάδα πολέμησε στην Κύπρο με την Τουρκία και ηττήθηκε. Μόνον έτσι θα επουλωθεί το τραύμα. Από εκεί και πέρα, θα πρέπει να αναδείξουμε τα συλλογικά επιτεύγματα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Ή αλλιώς, της «Μεταπολίτευσης», που παρότι ήταν μια μικρή σε χρονική διάρκεια πολιτική και πολιτειακή μεταβολή που ολοκληρώνεται με την κατάργηση της μοναρχίας, έχει εμπεδωθεί στη μνήμη ως η περίοδος που ξεκινά το καλοκαίρι του 1974 και συνεχίζεται έως σήμερα. Μια εποχή που εσχάτως λοιδορήθηκε όσο καμία άλλη. 

Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία είχε και συνεχίζει να έχει στρεβλώσεις. Ποια ιστορική περίοδος, όμως, δεν ήταν γεμάτη από τέτοιες; Και αντίστροφα: Εζησε ποτέ η Ελλάδα εποχή μεγαλύτερης και συνεχόμενης ομαλότητας; Το 1974 σήμανε το τέλος της εμπλοκής του στρατού στα πολιτικά πράγματα. Σήμανε την ειρήνευση, αλλά και το τέλος της πολυετούς θεσμικής παρεκτροπής, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Ελληνες ήταν πολίτες διαφορετικών κατηγοριών, αναλόγως των φρονημάτων τους. Μεταπολίτευση σημαίνει ουσιαστική εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Διεύρυνση της κοινωνικής και της οικονομικής βάσης. Σημαίνει εθνική συμφιλίωση και σηματοδοτεί την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, η οποία επικυρώνεται με την είσοδο στην Ενωμένη Ευρώπη. 

Η Μεταπολίτευση, ειδικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, καλεί σε συγκρίσεις: Σε τι θέση βρίσκεται η Ελλάδα σε σχέση με τους γείτονές της; Γιατί και η Ελλάδα βαλκανική χώρα είναι, δεν συνορεύει ούτε με το Βέλγιο ούτε με το Λουξεμβούργο. 

Πρέπει να ξεχάσουμε γιατί εκτροχιαστήκαμε και φθάσαμε στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα ένα βήμα πριν από την άβυσσο; Προφανώς και όχι. Ολα αυτά μαζί, τα θετικά και τα αρνητικά, οι ήττες αλλά και οι νίκες, τα στρεβλά και οι πρωτοπορίες, πρέπει να συνδημιουργήσουν το πεδίο της συλλογικής μνήμης, αλλά και να λειτουργήσουν ως βατήρας για να υποδεχθούμε όσα μας περιμένουν στο μέλλον. 

Η νέα πραγματικότητα υποκρύπτει τα νέα διακυβεύματα – τις νέες προκλήσεις που φέρνουν η κλιματική κρίση, η μετανάστευση, οι πολεμικές συγκρούσεις. Οπως το 1974, έτσι και τώρα. Ας μη χαθεί και αυτή η ευκαιρία 



Πηγή: Protagon.gr