Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2023

Υπτγος ε.α. Χρήστος Μπολώσης: - Αλλάχου ακμπάρ

 


Σουρούπωνε! Ο ήλιος έτρεχε βιαστικός να κρυφτεί πίσω από το όρος Αιγάλεω και η πόλη είχε χρωματιστεί  μ΄ εκείνο το χρώμα,  που κανένας ζωγράφος δεν μπορεί να πετύχει. Ένα απαλό χρυσοκίτρινο,  που ηρεμεί μάτια και ψυχές.

  • Tου Υπτγου ε.α.Χρήστου Μπολώση

Ο Θεμιστοκλής ο Τζερεμές,  ιδιοκτήτης του καφενείου «Η συνάντησις των φίλων» τακτοποιούσε τις καρέκλες, δήθεν ξεσκόνιζε τα τραπέζια και δήθεν έδιωχνε τις μύγες, που έφευγαν από ‘δω και πήγαιναν πάρα πέρα.

Ήταν η ώρα να αρχίσουν να έρχονται ο πελάτες. Άλλος για τον καφέ του, οι περισσότεροι για το ουζάκι τους,  όλοι όμως για αναλύσεις της επικαιρότητας.

Είναι που λέτε ο καφενές του Θεμιστοκλή του Τζερεμέ, κάπου στις ακραίες συνοικίες της Αθήνας, που σερβίρει ακόμα βαρύ γλυκό ή πολλά βαρύ και όχι με φουσκάλες έντεκα και όχι φρέντο ή εσπρέσο. Σερβίρει ακόμα ούζο με μεζέ που με κάθε νέα παραγγελία ο μεζές αυγαταίνει,  που στο τέλος με το πολύ τέσσερα ούζα, την έχεις κάνει ταράτσα.

Εκεί λοιπόν, εκτός από τα ούζα που αυγαταίνουν, γίνονται και αναλύσεις επί παντός επιστητού. Είναι να πούμε ο Σκάϊ της γειτονιάς, άνευ Πορτοσάλτε, ενώ οι πελάτες βροντάνε τα πούλια στο τάβλι. Η θεία μουσική του παλιού ελληνικού καφενέ.

Τότε, εμφανίζεται στην πόρτα ο κύριος Ερμόλαος, συνταξιούχος  καθηγητής φιλόλογος τέως ΠΑΣΟΚος και κάθεται στο γνωστό τραπεζάκι στο οποίο, εθιμικώ  δικαίω δεν κάθεται άλλος. Ο κ. Ερμόλαος είναι φανατικός νεοδημοκράτης, αλλά έχει το ελάττωμα να σκέπτεται και ενίοτε να αλλάζει γνώμη. 

Βαράει παλαμάκια, που θα πει «Πού είσαι παιδί» και το παιδί τσακίζεται. «Μάλιστα κύριε Ερμόλαε». «Σε παρακαλώ παιδί μου ένα τσάι με λεμόνι».

Παραδίπλα πάλι, κάθεται ο Σταμάτης. Συνταξιούχος κι’ αυτός, που είχε παλιά το ψιλικατζίδικο στην πλατεία. Χρόνια γνωστοί οι δυό τους, παίρνει το θάρρος και ρωτάει τον κ. Ερμόλαο:

  • Κάτι κακόκεφο σε βλέπω κύριε Ερμόλαε.
  • Άσε με ρε Σταμάτη και είμαι να σκάσω.
  • Και γιατί, αν επιτρέπεται;
  • Και βέβαια επιτρέπεται. Άκου λοιπόν. Είχα πάει με το αυτοκίνητό μου στο σούπερ μάρκετ. Ξέρεις, αυτό που είναι στη λεωφόρο. Μπαίνοντας στο υπαίθριο πάρκινγκ βλέπω 5-6 «ευπαθείς»,  να κρατούν στα χέρια τους μάκτρα, αυτά τα λάστιχα,  που προσαρμόζονται στους υαλοκαθαριστήρες. Με πλησιάζει λοιπόν ένας ψωμωμένος με μια αγκαλιά από δαύτα.
  • Τι εννοείς «ευπαθείς» κ. Ερμόλαε, ρώτησε ο Σταμάτης, που δεν στρόφαρε και πολύ.
  • Ρε Σταμάτη δεν ξέρεις τους «ευπαθείς». Είναι αυτοί που τους είδε η Σούζαν Σάραντον και ο Πάπας και συγκινήθηκαν σαν να βλέπουν Ξανθόπουλο με Μάρθα Βούρτση.
  • Α, λες για τους επενδυτές;
  • Ναι γεια σου, το ίδιο λέμε. Με πλησιάζει λοιπόν ένας και μου λέει: «Παππού να το αλλάξουμε;» και ταυτόχρονα σηκώνει το υαλοκαθαριστήρα κι’ ετοιμάζεται ν’ αφαιρέσει το μάκτρο. Δεν με πείραξε το «παππού» (που με πείραξε δηλαδή…), αλλά το θράσος του.
  • Παλικάρι, σου είπα να το αλλάξεις; τον ρωτάω εκνευρισμένος. Και  η απάντηση,  με πολύ νόημα:
  • Καλά παππού  (άντε πάλι). Δεν είμαι ούτε κλέφτης, ούτε δολοφόνος, είπε και το μάτι του γυάλιζε.

Μετά από κάνα δεκάλεπτο νάτονε πάλι, με το ίδιο τροπάρι (παππού κ.λπ.).

  • Άνθρωπέ μου δεν θέλω καταλαβαίνεις; Απομακρύνθηκε και πάλι, ρίχνοντάς μου όμως βλέμματα, σαν του κυρίου που βλέπετε στην αρχή του κειμένου.

Εκείνη την ώρα μίλησε και ο Μίστος, ελαιοχρωματιστής το επάγγελμα, που ίσαμε τότε  παρακολουθούσε σιωπηλός μεν, προσεκτικός δε. 

  • Να δεις κύριε Ερμόλαε που μου συνέβη κι΄ εμένα κάτι τέτοιο. Εγώ που λέτε έχω ένα Ι.Χ. που, λόγω η δουλειά, έχει γίνει εμπριμέ από τις μπογιές και τους ασβέστες. Πάγαινα το λοιπόν για το μεροκάματο και με πιάνει το «κόκκινο». Σε λίγα δευτερόλεπτα, νάτος ο «ευπαθής» με τον κουβά στην άκρη και το ματσούκι στο χέρι.
  • Να καθαρίσουμε κύριος;
  • Άσε μας ρε φίλε. Αφού το όλο όχημα είναι μέσα στη μπίχλα, το καθαρό παρμπρίζ μας μάρανε;
  • Θα το κάνω να αστράφτει, επέμενε ο επενδυτής.
  • Όχι ρε φίλε, πώς το λένε; Όχι!

Φαίνεται όμως ότι το «Όχι» μου δεν ήταν αρκούντως πειστικό, όπως αυτό του Ιωάννη Μεταξά, διότι ο επενδυτής άρχισε να φασινάρει το τζάμι. Μια νερό με το σφουγγάρι, μιά με το ματσούκι καθάρισμα. Τρόπος του λέγειν δηλαδή καθάρισμα, διότι τα διάφορα οικοδομικά υλικά, που διακοσμούσαν το παρμπρίζ και το λοιπό όχημα, είχαν πετρώσει και δεν έφευγαν μήτε με καλέμι. Τέλος πάντων. Κάποτε ο ευπαθής τελειώνει και μου λέει απλώνοντας το χέρι: 

  • Τελείωσα κύριος.
  • Από τι; Σου είπα εγώ να μου κάνεις κάτι;

Και τότε, τα μάτια του άστραψαν, επίσης σαν του κυρίου τα φωτογραφίας  και μου πετάει το σφουγγάρι στο παρμπρίζ και το κάνει σαν χάρτη της Υδρογραφικής Υπερεσίας. Κάτι πήγα να πω, αλλά στο μεταξύ άναψε το «πράσινο» και οι πισινοί μου άρχισαν, κατά τις ελληνικές παραδόσεις, να κορνάρουν δαιμονιωδώς.

  • Το οποίον κύριοι, φιλοσοφεί ο κ. Ερμόλαος, πάνε οι εποχές που με ύφος μισοκακόμοιρο σε παρακαλάγανε. Τώρα απαιτούνε, με τα λόγια προς το παρόν και σε λίγο θα απαιτούνε και με τα έργα, και δεν θέλω ούτε να φαντάζομαι, ποια θα είναι τα έργα. Από την άλλη η κυβέρνησή μας, φροντίζει να εγκαταστήσει στην Ελλαδίτσα μας  την…  Χαμάς  

Υστερόγραφο: Και πάντα λίγο γέλιο κάνει καλό

  • Ταξιτζής από το Λονδίνο

Ο ισλαμιστής ιεροκήρυκας Zakir Nike, μπήκε σε ένα ταξί στο Λονδίνο και είπε δυνατά στον οδηγό ταξί:

– Αδελφέ, σε παρακαλώ κλείσε το ραδιόφωνο, γιατί, όπως είπε και το Ιερό Κοράνι, απαγορεύεται να ακούω μουσική, γιατί στην εποχή του Προφήτη, δεν υπήρχε μουσική, ειδικά Δυτική, που είναι η μουσική των άπιστων. Αλάχου Ακμπάρ.

Ο ταξιτζής έκλεισε ευγενικά το ραδιόφωνο, σταμάτησε το ταξί και άνοιξε την πόρτα.

Ο Zakir τον ρώτησε:

– Τι κάνεις αδερφέ…;

Ο ταξιτζής απάντησε ευγενικά:

– Στην εποχή του προφήτη Δεν υπήρχε ταξί, δεν υπήρχαν βόμβες, δεν υπήρξε κλοπή, δεν υπήρχαν ομιλητές στα τζαμιά για να ξυπνήσουν παιδιά, ηλικιωμένοι ή άρρωστοι, δεν υπήρξαν θάνατοι, δεν υπήρχε AK-56. Παντού υπήρχε μόνο ειρήνη… Οπότε σκάσε, βγες έξω και περίμενε την καμήλα σου…!!!

  • Κι’ άλλο ένα

πηγή:https://www.dimokratia.gr/apopseis/570152/allachoy-akmpar-2/