«Το Υψωμα 731, όπου βρίσκεται το τάγμα μου, σείεται συνεχώς. Σκόνη, φωτιά και καπνός, η ατμόσφαιρα είναι βαριά, δύσκολα αναπνέει κανείς από τα αέρια των εκρήξεων, κόλασις πυρός, μας περιβάλλουν οι καπνοί και οι φλόγες, δεν μπορούμε να διακρίνωμεν τι γίνεται εις απόστασιν δέκα μέτρων».
Η στακάτη περιγραφή του ταγματάρχη Δημητρίου Κασλά, διοικητή του 2ου Τάγματος του 52ου Συντάγματος της 1ης Μεραρχίας που βρίσκονταν πάνω στο Υψωμα 731, μαρτυρεί στο ελάχιστο τον καταιγισμό πυρός που εξαπέλυσαν οι ιταλικές δυνάμεις εναντίον του ελληνικού στρατού στα βουνά της Τρεμπεσίνας. Η ιταλική ομοβροντία ξεκίνησε στις 6.20 το πρωί της 9ης Μαρτίου 1941 και το έδαφος στο ύψωμα σταμάτησε να τρέμει μετά δύο ώρες και ενώ είχαν εκτοξευθεί περίπου 100.000 οβίδες πάνω στις ελληνικές θέσεις.
Το Υψωμα 731 ήταν ένας μικρός λόφος αλλά με μεγάλη στρατηγική σημασία, γιατί βρισκόταν στη φυσική είσοδο που οδηγούσε στην κωμόπολη της Κλεισούρας, την οποία ήθελαν να ανακαταλάβουν οι Ιταλοί. Ο Μπενίτο Μουσολίνι παρακολουθούσε αυτοπροσώπως την ιταλική επιχείρηση στην οποία πόνταρε την αξιοπιστία του απέναντι στον Χίτλερ, την ώρα που ο Κασλάς διέταζε να καλυφθούν τα ελληνικά όπλα με κουβέρτες για να προστατευθούν από τις πέτρες και τα χώματα που έπεφταν πάνω τους στον λόφο, που είχε αποκτήσει κρατήρες όπως ένα ηφαίστειο. Ηξερε όμως τι έπρεπε να κάνει. «Επί των θέσεών σας θα αμυνθείτε μέχρις εσχάτων», ήταν οι διαταγές του συνταγματάρχη Θεμιστοκλή Κετσέα.
Αυτές τις διαταγές ακολούθησαν ο Κασλάς και οι ελληνικές δυνάμεις που αμύνθηκαν νικηφόρα στο Υψωμα 731, σε ένα από τα φονικότερα και πιο αιματοβαμμένα επεισόδια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, το οποίο περιγράφει αναλυτικά ο συγγραφέας Τζον Σ. Καρ στο βιβλίο του «Η ήττα του Μουσολίνι στο Υψωμα 731» (εκδ. Ψυχογιός) και υποστηρίζει ότι η αποτυχία κατάληψης της ορεινής θέσης, που είχε στρατηγική σημασία, σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τον Ιταλό δικτάτορα.
«Ηταν η τελευταία του ευκαιρία. Στοιχημάτισε πολλά σε αυτήν τη μάχη και επειδή ήξερε ότι ο Χίτλερ παρακολουθούσε ήθελε να αποδείξει ότι ήταν ακόμα ηγέτης αλλά όταν ηττήθηκε το ιταλικό στρατιωτικό κατεστημένο στράφηκε εναντίον του», μας λέει ο Καρ για τον Μουσολίνι και τη μάχη του Υψώματος. «Ηταν το αποκορύφωμα μιας σειράς σφαλμάτων που ξεκίνησαν με την εισβολή της 28ης Οκτωβρίου, που δεν έπρεπε ποτέ να έχει γίνει», συμπληρώνει.
Συναντήσαμε τον συγγραφέα στο Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας, εκεί όπου πέρασε αρκετές ώρες ψάχνοντας στα αρχεία και στη βιβλιοθήκη του μουσείου για αναφορές και μαρτυρίες που θα του επέτρεπαν να ξαναζωντανέψει, όπως λέει στην εισαγωγή του βιβλίου, «την τεράστια ένταση και, ναι, τη φρίκη της διάρκειας ενός μηνός μάχης του Υψώματος 731» που δεν είχε περιγραφεί ποτέ πριν επαρκώς, όπως επισημαίνει, στα αγγλικά. «Στην ευρωπαϊκή ή στην αμερικανική ιστοριογραφία δεν υπάρχουν πολλές αναφορές στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο διότι ήταν στο περιθώριο των ευρύτερων πολεμικών συγκρούσεων και δεν είχαν εμπλακεί οι μεγάλοι παίκτες, όπως η Βρετανία, η Γερμανία, η Ρωσία και η Αμερική», συμπληρώνει ο Βρετανός συγγραφέας με την ελληνική καταγωγή. Αυτό το κενό προσπάθησε, μας λέει, να καλύψει με το τελευταίο του βιβλίο και παλαιότερα με το χρονικό της ελληνοϊταλικής σύγκρουσης («Η άμυνα και η πτώση της Ελλάδας, 1940-1941», εκδ. Ψυχογιός).
Ηρωισμός και σκληρότητα
Στο βιβλίο ο Καρ περιγράφει το χρονικό της επίθεσης στο Υψωμα 731, τη στρατηγική των δύο πλευρών, τις πράξεις ηρωισμού των δύο πλευρών αλλά και πρωτοφανούς σκληρότητας, όπως οι διαταγές του στρατηγού Βραχνού να βάλλεται κάθε απόπειρα των Ιταλών να βοηθήσουν τους τραυματίες τους στο πεδίο της μάχης. Η νίκη, ωστόσο, ήταν πικρή, όπως επισημαίνει, αφού τον Απρίλιο του ’41 ξεκίνησε η ναζιστική εισβολή. Πέρα από τις επίσημες αναφορές και τα ημερολόγια των αξιωματικών, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι μαρτυρίες των απλών στρατιωτών, όπως αυτή του οπλίτη Ματέο Πεκοράρο, που ξεκίνησε τα Χριστούγεννα του ’40 από το Σαλέρνο της Νάπολης με υψηλό ηθικό για να γράφει, ένα μήνα μετά, για τον άνεμο που «ουρλιάζει σαν την ψυχή ενός καταραμένου» καθώς περπατούσε μαζί με συναδέλφους του σε μια ομιχλώδη κοιλάδα φορώντας μουσκεμένες χλαίνες ενώ γύρω του έσκαγαν όλμοι του ελληνικού στρατού. «Είσαι σε υπηρεσία και περιμένεις τον θάνατο», έγραφε.
Στο τέλος του βιβλίου ο Καρ θίγει το μεγάλο ζήτημα των στρατιωτών που χάθηκαν στα βουνά της Αλβανίας, αλλά τα οστά τους δεν έχουν βρεθεί ή δεν έχουν ταυτοποιηθεί με τους απογόνους τους, μια πικρή ιστορία που ακόμη δεν έχει τελειώσει για την ελληνική πλευρά. Τα οστά του Πεκοράρο, ο οποίος τελικά πέθανε στην Αλβανία, επέστρεψαν στην πατρίδα του στις αρχές του 2000.
πηγή:https://www.kathimerini.gr/culture/561554170/i-machi-poy-erixe-ton-ntoytse/