Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Συντάξεις: Πόσους "ακουμπούν" οι αυξήσεις - Πότε υποβάλλεται η αίτηση για την λήψη της αύξησης - Οι παλαιοί συνταξιούχοι θα λάβουν αυξήσεις όταν θα .....! - Μετά από πόσα συντάξιμα χρόνια περιορίζονται οι αυξήσεις







Σε αυξήσεις κύριων συντάξεων από 12 έως και πάνω από 250 ευρώ τον μήνα για όσους έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης οδηγεί η τελική διάταξη του σχεδίου νόμου του υπουργείου Εργασίας για τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης. 
Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση που αποτελεί άλλωστε και προσωπικό στοίχημα του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννη Βρούτση, βρίσκεται στην τελική ευθεία, καθώς αναμένεται να δοθεί άμεσα (πιθανότατα και σήμερα) στη δημοσιότητα. 
Στη συνέχεια, θα κατατεθεί στη Βουλή με στόχο να ψηφιστεί έως τις 15 Φεβρουαρίου. Οι αυξήσεις θα δοθούν αναδρομικά, από την 1η Οκτωβρίου 2019 σε περίπου 150.000 συνταξιούχους που βγήκαν στη σύνταξη από τον Μάιο του 2016 και μετά. Αφορούν βέβαια και όλους τους νέους συνταξιούχους, αλλά εμμέσως και όλους τους παλαιούς, προ του νόμου Κατρούγκαλου συνταξιούχους με προσωπική διαφορά, που είχαν πάνω από 30 έτη ασφάλιση.
Η «Κ» παρουσιάζει τα τελικά ποσοστά αναπλήρωσης, που πριμοδοτούν την παραμονή στην αγορά εργασίας μετά τα 30 και έως τα 40 έτη. Στην πράξη, δίνουν ένα ισχυρό κίνητρο στους ασφαλισμένους να συνταξιοδοτηθούν τουλάχιστον με 35ετία, καθώς το σωρευτικό ποσοστό αναπλήρωσης μόνο για την ανταποδοτική σύνταξη, από 33,81% αυξάνεται σε 37,31%, ήτοι αυξημένο κατά 3,5 μονάδες. Συνολικά, στα 40 έτη ασφάλισης, το σωρευτικό ποσοστό αναπλήρωσης ορίζεται στα 50,01% έναντι 42,80% με το προηγούμενο σύστημα του ν. Κατρούγκαλου, ήτοι αυξημένο κατά 7,21 ποσοστιαίες μονάδες.
Η καθοριστική δεκαετία
Η 10ετία «κλειδί» για τις νέες αυξημένες συντάξεις βρίσκεται μεταξύ των 30 και 40 ετών ασφάλισης, ενώ και μετά τα 40 έτη, το ποσοστό αναπλήρωσης αυξάνεται κατά 0,05% ετησίως. Το κέρδος κλιμακώνεται όσο προστίθενται χρόνια πληρωμένων εισφορών πάνω από τα 30, με τις αυξήσεις να ξεκινούν από 12 ευρώ, έπειτα από 33 έτη ασφάλισης και συντάξιμο μισθό 700 ευρώ και να αγγίζουν τα 252 ευρώ στην 40ετία, η συμπλήρωση της οποίας φαίνεται να... ξεκλειδώνει τις υψηλότερες αυξήσεις.
Όπως επανειλημμένως έχει τονίσει ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης, στόχος των παρεμβάσεων είναι να αποκατασταθεί η ανταποδοτικότητα μεταξύ των ετών ασφάλισης και του ποσού της σύνταξης για όσους συμπληρώνουν πάνω από 30 χρόνια εργασίας, μετά και την απόφαση του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματικά τα σημερινά ποσοστά αναπλήρωσης. 
Έτσι, τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης δίνουν ένα ισχυρό κίνητρο παραμονής στην ασφάλιση κυρίως σε μισθωτούς και κατά δεύτερο λόγο σε ελεύθερους επαγγελματίες, για το μεγαλύτερο δυνατό χρονικό διάστημα, ενώ ωθούν τους ασφαλισμένους να ασφαλίζονται για το σύνολο του εργασιακού τους βίου, προκειμένου να ξεπεράσουν τα 30 έτη ασφάλισης.
Οι νέοι συντελεστές
Αναλυτικά, τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης αφορούν τα έτη ασφάλισης από τα 30 έτη και μετά. 
Συγκεκριμένα, για τα έτη από 30,01 έως 33, το ετήσιο ποσοστό ορίζεται σε 1,98% έναντι 1,42% με το παλαιό καθεστώς. Στην πράξη, το ποσοστό αναπλήρωσης αυξάνεται σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο (για τα έτη από 27,01 έως 30) κατά 0,77 ποσοστιαίες μονάδες έναντι αύξησης της τάξεως του 0,21 που προέβλεπε η προηγούμενη μεταρρύθμιση. Το σωρευτικό ποσοστό αναπλήρωσης –πάντα για το ανταποδοτικό σκέλος της σύνταξης– για τα 33 έτη ασφάλισης καθορίζεται σε 32,31% έναντι 30,63% που ισχύει σήμερα.
Για τα έτη από 33,01 έως 36 το ετήσιο ποσοστό αναπλήρωσης ορίζεται με βάση το νέο σχέδιο νόμου, στο 2,50% έναντι 1,59% με το ισχύον υπό κατάργηση καθεστώς. Σωρευτικά, το ποσοστό για 36 έτη ασφάλισης ανέρχεται πλέον σε 39,81%, καθιστώντας την ασφάλιση συμφέρουσα για τη συνταξιοδότηση. Το αντίστοιχο ποσοστό του νόμου Κατρούγκαλου είναι της τάξεως του 35,40%. 
Από 36,01 έτη ασφάλισης έως και 40, το νέο ετήσιο ποσοστό αναπλήρωσης ορίζεται στο 2,55%, με το σωρευτικό να φθάνει και να ξεπερνάει κατά τι το 50% (50,01%). Από εκεί και πέρα, για κάθε έτος επιπλέον ασφάλισης, το ποσοστό αυξάνεται κατά 0,5%. Ο νόμος Κατρούγκαλου όριζε για τα έτη από 36,01 έως και 39 ποσοστό αναπλήρωσης της τάξεως του 1,8%, με το σωρευτικό ποσοστό να μην ξεπερνά το 40,8%. Για κάθε ένα έτος από τα 39,1 και μετά, το ετήσιο ποσοστό ήταν της τάξεως του 2%, πριμοδοτώντας κατά κύριο λόγο μη μισθωτούς με δική τους επιχείρηση, που παραμένουν στην εργασία και στην ασφάλιση για πολλά χρόνια.
Η «Κ» παραθέτει σήμερα αναλυτικά παραδείγματα για το πώς τα νέα αυτά ποσοστά διαμορφώνουν τις νέες συντάξεις. Όπως, μάλιστα, έχει αποκαλύψει ο κ. Βρούτσης, συνολικά, οι αυξήσεις «ακουμπούν» περίπου ένα εκατομμύριο συνταξιούχους. Συγκεκριμένα, αυξημένες συντάξεις θα λάβουν όσοι υποβάλλουν αιτήσεις μετά την ψήφιση του νόμου, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης.
Οι παλαιοί ασφαλισμένοι
Αυξήσεις στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις τους, καθώς και αναδρομικά τουλάχιστον 5 μηνών, θα λάβουν και οι περίπου 150.000 συνταξιούχοι που βγήκαν στη σύνταξη με τον νόμο Κατρούγκαλου, από τις 13 Μαΐου 2016 και μετά, έχουν δουλέψει –και ασφαλιστεί– για πάνω από 30 έτη. 
Αλλά και οι παλαιοί ασφαλισμένοι, πριν από τον νόμο του 2016, θα έχουν όφελος από τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης, καθώς θα μειωθεί ή θα μηδενιστεί γρήγορα η προσωπική τους διαφορά και θα βρεθούν πιο κοντά στις μελλοντικές αυξήσεις συντάξεων. Οι εν λόγω συνταξιούχοι θα πρέπει να περιμένουν αυξήσεις στην τσέπη μετά το 2023 και αφού συμψηφιστεί στο 100% η προσωπική διαφορά τους με τις γενικές ετήσιες αυξήσεις που θα δίνονται με βάση την εξέλιξη του ΑΕΠ (50%) και του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (50%).
Με τα ποσοστά αναπλήρωσης που ενέκρινε ο υπουργός Εργασίας, μετά και την ολοκλήρωση της απαιτούμενης αναλογιστικής μελέτης, η σύνταξη αυξάνεται όσο περισσότερα χρόνια ασφάλισης έχει ένας συνταξιούχους και όσο μεγαλύτερος είναι ο συντάξιμος μισθός του. 
Έτσι, για παράδειγμα, συνταξιούχος με 33 έτη ασφάλισης και συντάξιμο μισθό 700 ευρώ παίρνει σήμερα με βάση το Ν. 4387 που έμεινε γνωστός ως νόμος Κατρούγκαλου, σύνταξη 598 ευρώ τον μήνα (μεικτά). Με τους νέους συντελεστές αναπλήρωσης, η σύνταξη αυξάνεται στα 610 ευρώ τον μήνα, ήτοι κατά 12 ευρώ. 
Ακόμη μεγαλύτερη αύξηση, της τάξεως των 25 ευρώ τον μήνα, θα έχει κάποιος νέος συνταξιούχος μετά 33 έτη ασφάλισης, αλλά συντάξιμες αποδοχές 1.500 ευρώ, καθώς η αύξησή του από 843 ευρώ θα διαμορφωθεί μετά τον επανυπολογισμό της με βάση τα νέα ποσοστά, στα 869 ευρώ τον μήνα.
Στην περίπτωση που ο συντάξιμος μισθός ανέρχεται σε 3.500 ευρώ, πάντα μετά 33 έτη ασφάλισης, ο συνταξιούχος θα λάβει από την ψήφιση του νόμου Βρούτση και μετά, της τάξεως των 1.515 ευρώ, κατά 59 ευρώ αυξημένη σε σχέση με τα 1.456 ευρώ που έβγαζε ο νόμος του 2016.
Εφόσον τα έτη ασφάλισης αυξηθούν στα 36, θα αυξηθεί περισσότερο και η σύνταξη. Έτσι, για παράδειγμα, συνταξιούχους με συντάξιμες αποδοχές 1.000 ευρώ και σύνταξη 738 ευρώ με βάση τον νόμο Κατρούγκαλου, θα δει αύξηση της τάξεως των 44 ευρώ, καθώς θα λάβει από την ψήφιση της νέας μεταρρύθμισης και μετά 782 ευρώ. Πολύ μεγαλύτερη, της τάξεως των 132 ευρώ τον μήνα, θα είναι η αύξηση στην περίπτωση που οι συντάξιμες αποδοχές του συνταξιούχου που έχει εργαστεί για 36 έτη, ήταν 3.000 ευρώ.
Στα 39 έτη ασφάλισης, ο νόμος Κατρούγκαλου ξεκινούσε με συντάξεις από 670 ευρώ τον μήνα (στην περίπτωση που οι συντάξιμες αποδοχές ήταν της τάξεως των 700 ευρώ) κι έφτανε έως τα 1.812 ευρώ (με 3.500 ευρώ συντάξιμες αποδοχές). Πλέον, με την εφαρμογή των νέων συντελεστών αναπλήρωσης, οι συντάξεις ξεκινούν από 716 ευρώ τον μήνα (αύξηση 47 ευρώ) και καταλήγουν σε 2.045 ευρώ τον μήνα (αύξηση κατά 233 ευρώ).
Ακόμη μεγαλύτερη είναι η αύξηση για υψηλές συντάξιμες αποδοχές και 40 έτη ασφάλισης. Έτσι, ενώ με τα ποσοστά αναπλήρωσης που έθεσε το 2016 ο νόμος της προηγούμενης κυβέρνησης, για συντάξιμες αποδοχές 3.500 ευρώ η ανώτατη κύρια σύνταξη ήταν της τάξεως των 1.882 ευρώ, πλέον, με τη νέα μεταρρύθμιση, η σύνταξη θα είναι αυξημένη κατά 252 ευρώ τον μήνα, και θα φθάνουν τις 2.134 ευρώ.
Στη συνέχεια βέβαια, οι αυξήσεις περιορίζονται, καθώς όπως φαίνεται στόχος της προωθούμενης μεταρρύθμισης είναι να στηρίξει την παραμονή στην αγορά εργασίας μετά τα 30 και τουλάχιστον έως τα 40 έτη. Έτσι, μετά 42 έτη ασφάλισης και συντάξιμο μισθό 2.000 ευρώ, η σύνταξη αυξάνεται κατά 84 ευρώ και από 1.320 ευρώ θα αυξηθεί στα 1.404 ευρώ.  
Ο «ν. Βρούτση» 
Τον δρόμο προς τη Βουλή, προκειμένου να γίνει νόμος του κράτους έως τα μέσα Φεβρουαρίου, αναμένεται να πάρει το ασφαλιστικό σχέδιο νόμου με αλλαγές και ανατροπές σε συντάξεις και εισοδήματα για πάνω από 4 εκατ. ασφαλισμένους στον ΕΦΚΑ και στο ΕΤΕΑΕΠ. 
Εκτός από τις αυξήσεις στις κύριες συντάξεις, που θα προβλέπει ο νέος ασφαλιστικός «νόμος Βρούτση», αυξήσεις αναμένονται και στις επικουρικές συντάξεις περίπου 300.000 δικαιούχων του ΕΤΕΑΕΠ. Πρόκειται γι’ αυτούς που το καλοκαίρι του 2016 υπέστησαν τις περικοπές του ν. Κατρούγκαλου, καθώς επιβλήθηκε μαχαίρι σε επικουρικές συντάξεις που στο άθροισμα με τις κύριες ξεπερνούσαν τα 1.300 ευρώ. 
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, οι ωφελούμενοι θα δουν απευθείας αυξήσεις στην τσέπη τους από 5 ευρώ έως 196 ευρώ, ενώ μεσοσταθμικά 99,57 ευρώ. Σημαντική μείωση, από 60% σε 30%, προβλέπει διάταξη του σχετικού σχεδίου νόμου στο «πέναλτι» των συνταξιούχων που εργάζονται. Κεντρικό ρόλο στη μεταρρύθμιση του υπουργείου Εργασίας διαδραματίζει η διοικητική και οργανωτική ενοποίηση του ΕΦΚΑ με το ΕΤΕΑΕΠ με τη δημιουργία του e-ΕΦΚΑ. 
Στόχος είναι να προκύψουν οικονομίες κλίμακας και να βελτιωθεί ο χρόνος απονομής των συντάξεων, ώστε έως τον Ιούνιο του 2021 το 90% των νέων συντάξεων να εκδίδεται ψηφιακά. Στον τομέα των εσόδων, οι παρεμβάσεις του υπουργείου Εργασίας αφορούν τις εισφορές αλλά και τη δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού στήριξης του συστήματος. Οι νέες ασφαλιστικές εισφορές για 1,4 εκατ. ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες αποδεσμεύονται από το εισόδημα και είναι ελεύθερης επιλογής. Οσο για την πρόσθετη χρηματοδότηση με 970 εκατ. ευρώ για το 2020 και ίση με το 0,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα έτη, προβλέπεται ότι θα καλύπτει τις αυξήσεις των συντάξεων καθώς και άλλες πρόσθετες ή έκτακτες συνταξιοδοτικές δαπάνες.