Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Συντάξεις: Γιατί προσφεύγουμε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την παρακράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης



Σύγκρουση δικαστών με την κυβέρνηση λόγω συντάξεων


    Σχετικά με την βασιμότητα της προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την αντισυνταγματική παρακράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και την αναζήτησή της για το πριν τον Φεβρουάριο του 2017 διάστημα,  σας παραθέτουμε την γνώμη της μειοψηφίας των Δικαστών, η οποία τάσσεται ακριβώς με το περιεχόμενο των δικών μας αιτιάσεων.

            Σημειωτέον ότι η αναφορά στην διετή παραγραφή, είναι μία άποψη (την οποία ούτως ή άλλως λαμβάνουμε υπόψιν σαν πιθανότητα), αλλά κατά την γνώμη μας,  εφόσον κρίθηκε η παρανομία της παρακράτησης, έχει εφαρμογή το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ως αδικοπραξία που εμπίπτει στην πενταετή παραγραφή.

Απόσπασμα της Απόφασης υπ΄αριθμόν 244/2017 ΕΣ Ολομέλεια
...

Γ. Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Σωτηρία Ντούνη, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Χρυσούλα Καραμαδούκη και Μαρία Βλαχάκη και οι Σύμβουλοι Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ελένη Λυκεσά, Αργυρώ Λεβέντη, Βιργινία Σκεύη, Κωνσταντίνος Εφεντάκης, Αγγελική Μαυρουδή και Δημήτριος Τσακανίκας, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Προκειμένου για αξιώσεις που απορρέουν από την εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου, ο αποκλεισμός, με δικαστική απόφαση, της δυνατότητας οποιουδήποτε προσώπου να επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση των απαιτήσεων του αφενός δεν ευρίσκει έρεισμα στις διατάξεις του άρθρου 108Α του π.δ/τος 1225/1981, αφετέρου αντίκειται σε θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές και διατάξεις.
               Πράγματι, τη διατύπωση, με δικαστική απόφαση, κανόνων γενικής εφαρμογής αποκλείει πρωτίστως η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντάγματος), ως ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους συνταγματικής αρχής του Κράτους Δικαίου, σύμφωνα με την οποία τέτοιοι κανόνες επιτρέπεται να θεσπίζονται μόνον από τα όργανα της νομοθετικής εξουσίας - ή, κατόπιν ειδικής εξουσιοδότησης νόμου, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση - και όχι από τα δικαστήρια, των οποίων το έργο, κατά το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος, συνίσταται στην επίλυση διαφορών μεταξύ συγκεκριμένων κάθε φορά προσώπων, με την έκδοση απόφασης που ισχύει μεταξύ των υποκειμένων της δίκης.
               Ως μόνη δε περίπτωση δικαστικής απόφασης που επάγεται αποτελέσματα έναντι πάντων, το Σύνταγμα, με το άρθρο 100 παρ. 1 και 4, αναγνωρίζει την αρμοδιότητα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου να κηρύσσει διάταξη νόμου ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική, περίπτωση που είναι συγχρόνως και η μόνη κατά την οποία κάμπτεται ο γενικά καθιερούμενος, με τα άρθρα 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος, διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, βάσει του οποίου οποιοδήποτε δικαστήριο έχει την εξουσία, αλλά και την υποχρέωση να ελέγχει, στο πλαίσιο αποκλειστικά της εκδίκασης της αγόμενης ενώπιον του διαφοράς, τη συμφωνία προς το Σύνταγμα κάθε κανόνα δικαίου που διέπει την εκάστοτε επίδικη έννομη σχέση και να αποκρούει την εφαρμογή του, όταν κρίνει τον κανόνα αυτό ως αντισυνταγματικό. Και ναι μεν, η υιοθέτηση του θεσμού της πρότυπης δίκης συνεπάγεται, σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό, τη συγκέντρωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, τούτο, όμως, δεν σημαίνει και την ανάθεση στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου των προνομιών του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ούτε, κατά μείζονα λόγο, των Συνταγματικών Δικαστηρίων που απαντώνται σε άλλες έννομες τάξεις, για αυτό, άλλωστε, και ο δικονομικός νομοθέτης, τελώντας προφανώς σε επίγνωση των ως άνω ορίων, ρητά στο άρθρο 108Α του π.δ/τος 1225/1981 διέλαβε ότι η σχετική απόφαση της Ολομέλειας «δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιον της δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες». 

Εξ άλλου, ο εκ προοιμίου αποκλεισμός της δυνατότητας ολόκληρων κατηγοριών προσώπων να επιδιώξουν και να επιτύχουν δια των δικαστηρίων την ικανοποίηση των περιουσιακών τους αξιώσεών τους - πολύ περισσότερο όταν, όπως εν προκειμένω, αυτές ερείδονται στην παράβαση του Συντάγματος - δεν συνιστά απλό περιορισμό, αλλά πλήρη στέρηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, ευθέως αντίθετη προς τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της τελευταίας, ενώ, σε κάθε περίπτωση, η απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί πρότυπης δίκης, με την οποία διάταξη νόμου κρίνεται αντισυνταγματική, δεν μπορεί να δεσμεύσει, ως προς τη μετάθεση του χρόνου επέλευσης των αποτελεσμάτων της διάγνωσης της αντισυνταγματικότητας, το δικαστή του Τμήματος, που θα επιληφθεί στο μέλλον απαίτησης θεμελιούμενης στην εν λόγω αντισυνταγματικότητα, ώστε να μην επιδικάσει τα ποσά που αναλογούν στα παρελθόντα χρονικά διαστήματα, αφού τέτοια δέσμευση κατ’ αποτέλεσμα θα ισοδυναμούσε με το να τον υποχρεώσει να εφαρμόσει νόμο αντισυνταγματικό, κατά παράβαση του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος.
 Όσον αφορά, τέλος, την επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού που θα επιφέρει η, χωρίς διακρίσεις, αναλόγως του εάν έχουν ήδη προσφύγει ή όχι, ικανοποίηση των δικαιούχων, πέραν του ότι από τα διαθέσιμα, σύμφωνα με τις οικείες εκθέσεις του Γενικού Λογιστηρίου Κράτους κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 3865/2010, στοιχεία αναφορικά με το ύψος των εσόδων από την παρακράτηση της εισφοράς δεν προκύπτουν ενδείξεις ότι η επιστροφή της μπορεί καθεαυτή να ανατρέψει τη δημοσιονομική ισορροπία του Κράτους, είναι βέβαιο ότι μετριάζεται από το ότι οι σχετικές αξιώσεις υπόκεινται στη σύντομη διετή παραγραφή του άρθρου 61 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (πρβλ. 4333/2014 Ολομ. Ελ. Συν.), με το νομοθέτη να μην κωλύεται, περαιτέρω, να αναλάβει πρωτοβουλία για τη συμβιβαστική επίλυση των διαφορών που θα ανακύψουν, με την εισαγωγή ρύθμισης για τη σταδιακή καταβολή των οφειλόμενων διαφορών συντάξεων, όπως πολλάκις στο παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις έχει συμβεί (βλ. ενδεικτικά το άρθρο 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007), γεγονός το οποίο, και πάλι, αναδεικνύει την, υπό την εκδοχή του χρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων της περί αντισυνταγματικότητας κρίσης, ανεπίτρεπτη υποκατάσταση του δικαστή στην άσκηση του νομοθετικού έργου.