Μετά από σαράντα χρόνια εισβολής και κατοχής…
Του ΜΑΡΙΟΥ ΕΥΡΥΒΙΑΔΗ
Μετά από σαράντα χρόνια οι Τούρκοι διαπίστωσαν ότι εισέβαλαν σε λάθος γεωγραφική πλευρά της Κύπρου! Εισέβαλαν, το 1974, στις βόρειες ακτές όπου καλοκάθισαν για δεκαετίες διακηρύττοντας διεθνώς ότι το Κυπριακό πρόβλημα λύθηκε επί του εδάφους με την τουρκική εισβολή. Ωστόσο, οι Τούρκοι συμπεραίνουν σήμερα, ότι έπρεπε να είχαν εισβάλει στις γεωγραφικά νότιες ακτές και όχι στις βόρειες. Διότι είναι στις νότιες που τελικά εντοπίστηκαν υδρογονάνθρακες, ο πραγματικός πλούτος-ισχύς της Κύπρου.
Επιπλέον, οι Τούρκοι διαπιστώνουν σήμερα, ότι κάθε άλλο παρά λύθηκε το πρόβλημα με την εισβολή του 1974. Τώρα επείγονται για λύση. Λέτε, να ‘‘ευθυγραμμιστούν τα άστρα’’ και να υπάρξει τελική λύση όπως πιστεύει ή θέλει να πιστεύει ο Ελληνοκύπριος διαπραγματευτής, ο κύριος Ανδρέας Μαυρογιάννης;
Εάν θυμηθούμε και την τουρκική εκδοχή για την εισβολή, τότε η ιστορική ειρωνεία είναι διπλή. Κατά την Άγκυρα, οι Τούρκοι δεν εισέβαλαν στην Κύπρο, αλλά εκτέλεσαν μια ‘‘ειρηνευτική επιχείρηση’’. Αυτό το έπραξαν εξ ανάγκης ισχυρίστηκαν, για να αποτρέψουν την επαπειλούμενη ‘‘γενοκτονία’’ των ομοθρήσκων τους που φέρεται να είχε αρχίσει το 1963/64 με θύτες τους “αιμοσταγείς” συμπατριώτες τους, τους Ελληνοκύπριους.
Εάν όντως έτσι είχαν τα πράγματα, τότε οι Τούρκοι έπρεπε πραγματικά να είχαν εισβάλει από τις νότιες ακτές, διότι η μεγάλη πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων διέμενε στις επαρχίες Λεμεσού και Πάφου. Δεν διέμεναν στην επαρχία της Κερύνειας και στις περιοχές Μόρφου και Καρπασίας. Αντίθετα, στις περιοχές αυτές, που σήμερα βρίσκονται υπό την στρατιωτική κατοχή 40 χιλιάδων νατοϊκά εκπαιδευμένων και αμερικανικά εξοπλισμένων τουρκικών στρατευμάτων, διέμεναν πριν το 1974, διακόσιες σχεδόν χιλιάδες αυτόχθονες Ελληνοκύπριοι. Ο αυτόχθων αυτός πληθυσμός ήταν διπλάσιος ολόκληρου του τουρκοκυπριακού πληθυσμού, ο οποίος, πριν την εισβολή ήταν διεσπαρμένος σε ολόκληρη την Κύπρο.
Τον Ιούλιο του 1974, όταν η Χούντα των Αθηνών οργάνωσε το πραξικόπημα κατά της νόμιμης κυβέρνησης, οι Τουρκοκύπριοι δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο που να δικαιολογούσε και να επέβαλλε την τουρκική επιδρομική επίθεση. Αυτός, δεν είναι αυθαίρετος ισχυρισμός. Επιβεβαιώνεται από τον Ραούφ Ντενκτάς, στις 15 Ιουλίου, ημέρα του πραξικοπήματος. Δυστυχώς για όσους έχουν ελληνοποιήσει την τουρκική προπαγάνδα, οι δηλώσεις Ντενκτάς δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Κατεγράφησαν ζωντανά από τους, υπό την διοίκηση της CIA, αμερικανικούς σταθμούς παρακολούθησης στην Κύπρο (Foreign Broadcast Information Service), στις 15 Ιουλίου. Το πραξικόπημα, δήλωσε ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, ήταν εσωτερική υπόθεση των Ελληνοκυπρίων και δεν αφορούσε τους Τουρκοκύπριους. Ωστόσο, πέντε μέρες αργότερα, εκδηλώθηκε η μαζική τουρκική επίθεση, άλλως πως ‘‘ειρηνευτική επιχείρηση’’, για την διάσωση δήθεν των Τουρκοκυπρίων. Μια από τις τραγικότερες συνέπειες της Τουρκικής αυτής επίθεσης υπήρξε ο βίαιος θάνατος, του ενός περίπου τοις εκατό, του συνόλου του κυπριακού πληθυσμού.
Η τουρκική επιδρομική και όχι ειρηνευτική επιχείρηση, είχε διττό στόχο. Οργανώθηκε για να στηρίξει ένα έωλο τουρκικό επιχείρημα, αφού η γεωγραφία και η διασπορά του κυπριακού πληθυσμού δεν επέτρεπε στην Άγκυρα να διεκδικήσει αξιόπιστα, τον γεωγραφικό διαμελισμό της Κύπρου.
Η εισβολή και η κατάκτηση εδαφών, υπήρξαν “ικανές και αναγκαίες συνθήκες” του τουρκικού στρατηγήματος, του 1974. Δεν ήταν, ωστόσο, αρκετές. Έπρεπε, ταυτόχρονα, να υπάρξει και εθνοκάθαρση κατά του πλειοψηφούντος αυτόχθονος ελληνοκυπριακού στοιχείου στις κατακτημένες περιοχές, ώστε οι Τουρκοκύπριοι που θα μεταφέροντο εκεί, να αποτελούν πλειοψηφία. Με άλλα λόγια, ο αυτόχθων ελληνοκυπριακός πληθυσμός της περιοχής δεν προσφυγοποιήθηκε λόγω της τραγωδίας του πολέμου, αλλά λόγω του σχεδιασμού της εισβολής. Διότι χωρίς την οργανωμένη εθνοκάθαρση, μετά τον τερματισμό των εχθροπραξιών, οι πρόσφυγες θα επέστρεφαν στις εστίες τους (όπως απαιτήθηκε από τους Δυτικούς να επιστρέψουν, και επέστρεψαν οι πρόσφυγες της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας) και θα συνέχιζαν να αποτελούν την πλειοψηφία στην περιοχή, με αναλογία δύο προς ένα. Το γεγονός αυτό, θα ακύρωνε τον πολιτικό στόχο της τουρκικής επιδρομής, έστω και αν η περιοχή παρέμενε υπό τουρκικό στρατιωτικό έλεγχο.
Και πάλι, εάν ο τουρκικός στόχος δεν ήταν ο ανομολόγητος, αλλά ο διακυρηγμένος τής διασφάλισης των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι άρχισαν να θυματοποιούνται μαζικά όπως και οι Ελληνοκύπριοι, μετά την εκδήλωση της τουρκικής επίθεσης, οι εισβολείς θα έπρεπε να κινηθούν στον άξονα βορρά-νότου και όχι ανατολής-δύσης όπως έγινε στην δεύτερη εισβολή του Αυγούστου. Ακολουθήθηκε τότε, ο άξονας ανατολής-δύσης με αποτέλεσμα την ντε φάκτο διχοτόμηση της χώρας και την προγραμματισμένη εκδίωξη των αυτόχθονων κατοίκων.
Ο κατ’ εξοχήν στρατηγικός στόχος της Άγκυρας το 1974, που είχε ήδη αρχίσει δέκα χρόνια νωρίτερα, ήταν βέβαια η κατάλυση του κράτους. Αντίθετα με τον πολιτικό στόχο της κατάκτησης και εθνοκάθαρσης, ο στρατηγικός αυτός στόχος της κατάλυσης του κράτους απέτυχε παταγωδώς. Αν και λαβωμένο, το κυπριακό κράτος επιβίωσε, απέτρεψε όλες τις λυσσώδεις προσπάθειες της Άγκυρας που ακολούθησαν, για την απονομιμοποίηση του, ενώ, το 2004 εντάχθηκε με όλη την επικράτεια του στην Ε.Ε. Η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. υπήρξε περίτρανη απόδειξη της αποτυχίας του τουρκικού στρατηγικού στόχου. Μάλιστα, η συμμετοχή της Κύπρου στην Ε.Ε. στέφθηκε και με την εξάμηνη κυπριακή προεδρία της Ένωσης το 2012, γεγονός που σηματοδότησε το ναδίρ της τουρκικής πολιτικής έναντι της Λευκωσίας. Εξ’ ου, και το γεγονός ότι η Άγκυρα διέταξε την διακοπή των, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, ενδοκυπριακών συνομιλιών για την επίλυση του κυπριακού.
Συνεχίζει να υφίσταται ωστόσο, το κυπριακό πολιτικό πρόβλημα εδώ και δεκαετίες. Και αυτό πρέπει να επιλυθεί επ’ ωφελεία του κυπριακού λαού, ο οποίος, μέσα σε δύο γενιές δοκιμάστηκε από ένα αντιαποικιακό αγώνα, ένα εμφύλιο πόλεμο, ένα πραξικόπημα και μια στρατιωτική εισβολή.
Για να επιτευχθεί ειρήνη στήν Κύπρο πρέπει να υπάρξει πραγματική και όχι πλασματική ‘‘ευθυγράμμιση των άστρων’’. Για μια τέτοια εξέλιξη πρέπει να συνυπάρξουν δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη αφορά στην αναθεώρηση των περί Κύπρου αποικιακών και ψυχροπολεμικών θέσεων των ΗΠΑ και της Βρετανίας, χωρίς τις οποίες, η τουρκική ‘‘θέση’’ και ‘‘αφήγηση” θα είχε, προ πολλού, καταρρεύσει. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και για στρατηγικούς κυρίως λόγους, η Ουάσινγκτον και το Λονδίνο παρεχώρησαν δικαίωμα βέτο στην Τουρκία επί της Κύπρου. Η συνθήκη αυτή συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας και εκδηλώθηκε, με ακραίο και κυνικό τρόπο, με το κρατοκτόνο σχέδιο Ανάν του 2004, το οποίο παραχωρούσε τον στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου στην Άγκυρα.
Η δεύτερη προϋπόθεση για την πραγματική ‘‘ευθυγράμμιση των άστρων’’, αφορά στην Τουρκία. Η Άγκυρα πρέπει να εγκαταλείψει το μηδενικού αθροίσματος παιχνίδι της, όπως και τη συναφή με αυτό αντίληψη, ότι η Κύπρος δεν μπορεί να λειτουργεί ως συγκροτημένο κράτος, αυτόνομο και αυτεξούσιο, παρά μόνο ως σατραπεία της. Δεν είναι λύση μια τουρκική ειρήνη στην Κύπρο και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Μπορεί οι παραπάνω δυο προϋποθέσεις να φαντάζουν εξωπραγματικές. Τίθεται, όμως, το ερώτημα: Γιατί οι ινδονησιακές δυνάμεις απεχώρησαν από το Ανατολικό Τιμόρ μετά από δεκαετίες κατοχής, γιατί οι Σοβιετικοί απεχώρησαν από το Αφγανιστάν (και πριν από αυτούς, οι Αμερικανοί από το Βιετνάμ και αργότερα από το Ιράκ), γιατί οι Ισραηλινοί απεχώρησαν από τον Λίβανο και γιατί πέντε χρόνια αργότερα, -το 2005-, θα αποχωρήσουν και οι συριακές δυνάμεις κατοχής από την ίδια χώρα και θα πρέπει να εξαιρείται η αποχώρηση του Αττίλα από την Κύπρο;
Και, γιατί στο πλαίσιο μιας πιθανά διαφαινόμενης λύσης, θα πρέπει, όπως απαιτείται, να παραμείνουν τουρκικά ‘‘εγγυητικά’’ στρατεύματα στη Κύπρο; Γιατί όλοι, σήμερα, συμφωνούμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει λύση στην ουκρανική-κριμαϊκή κρίση χωρίς την αποκατάσταση της νομιμότητας, χωρίς τη χρήση βίας και με σεβασμό για την ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας; Γιατί αυτοί που πρωτοστατούν στην περίπτωση της Ουκρανίας-Κριμαίας, υποστηρίζουν με πάθος τα περί ‘‘κόκκινων γραμμών’’ της Τουρκίας στην Κύπρο, που συνεπάγονται την εσαεί παρουσία ξένων στρατευμάτων στο νησί;
Το επιχείρημα, σήμερα, που φαίνεται να υιοθετείται ‘‘καθολικά’’ από την λεγόμενη Διεθνή Κοινότητα, όπως και από την κυβέρνηση Αναστασιάδη, είναι ότι το ‘‘αναπάντεχο’’ γεγονός της εντόπισης υδρογονανθράκων στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου θα λειτουργήσει ως ‘‘καταλύτης’’ για μια λύση, όχι μηδενικού αθροίσματος. Αφήνω αναπάντητο το θεμιτό ερώτημα κατά πόσον η Άγκυρα θα μετετρέπετο σε θιασώτη ‘‘ειρήνης’’ στην Κύπρο, όπως παρουσιάζεται σήμερα, εάν οι υδρογονάνθρακες εντοπίζοντο στις βόρειες ακτές της Κύπρου και όχι στις νότιες.
Το υπό εξέλιξη σήμερα σενάριο ειρήνης στη Κύπρο, είναι ότι με τα καινούργια δεδομένα και μαζί με τις επάλληλες κρίσεις στην Μέση Ανατολή και τώρα στην Ουκρανία, επείγει όσο ποτέ, μια λύση του Κυπριακού η οποία με την ‘‘ευθυγράμμιση των άστρων’’ θα επιτρέψει την οικοδόμηση ενός υποσυστήματος ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο. Το υποσύστημα, αυτό, θα έχει επίκεντρο την Κύπρο και θα συμπεριλαμβάνει Ισραήλ, Τουρκία και Ελλάδα. Οψόμεθα. Ωστόσο, ένα τέτοιο υποσύστημα ασφαλείας θα πρέπει να οικοδομηθεί με τέτοια ευρηματικότητα ώστε να λειτουργήσει με όρους ισοτιμίας, με όρους αμοιβαιότητας, αλληλοσεβασμού και χωρίς να καταστρατηγεί τον ευρωπαϊκό νομικό και πολιτικό πολιτισμό.