Η ισχύς ενός κράτους δεν εδράζεται μόνο στα όπλα του, αλλά στη βούλησή του να διατηρήσει τα μέσα της ισχύος αυτής, ακόμη και όταν οι περιστάσεις δείχνουν ειρηνικές. Αυτό φαίνεται να αντιλαμβάνεται πλέον και η Γερμανία.
Ο Ομοσπονδιακός στρατός της χώρας, δεν βρίσκεται πια σε φάση συρρίκνωσης αλλά ανασύνταξης. Η εποχή της «ειρήνης χωρίς προετοιμασία» —που χαρακτήρισε τη μεταψυχροπολεμική Ευρώπη— φαίνεται να φτάνει στο τέλος της. Έτσι, διακόσιες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, οι οποίες επρόκειτο να αποδοθούν σε πολιτική χρήση, παραμένουν τελικά υπό στρατιωτικό έλεγχο.
Το Υπουργείο Άμυνας της Γερμανίας ανακοίνωσε την αναστολή της μετατροπής στρατιωτικών υποδομών σε πολιτικές, επικαλούμενο την ανάγκη να εξασφαλιστεί επαρκής αριθμός βάσεων για τη σχεδιαζόμενη αύξηση των δυνάμεων. Πρόκειται για μια απόφαση που φέρει τη βαρύτητα μιας στρατηγικής μεταστροφής: η Γερμανία αντιλαμβάνεται ότι η ασφάλεια δεν είναι πλέον θεωρητική έννοια, αλλά πρακτική επιταγή.
Σύμφωνα με στοιχεία που διαθέτει το ARD-Hauptstadtstudio, 13 ενεργές εγκαταστάσεις θα παραμείνουν επιχειρησιακές, ενώ 187 πρώην στρατιωτικοί χώροι που ανήκουν στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Διαχείρισης Ακινήτων (BImA) χαρακτηρίζονται ως κατάλληλοι για επαναστρατιωτικοποίηση εφόσον χρειαστεί.
Ανάμεσά τους, ο παλαιός αερολιμένας του Βερολίνου-Τέγκελ, σύμβολο της μεταψυχροπολεμικής αφέλειας, ξαναβρίσκει ρόλο στον νέο κύκλο της ιστορίας.
Στη Βαυαρία, τέσσερις εγκαταστάσεις —δύο αεροπορικές βάσεις και δύο στρατώνες— παραμένουν ενεργές.
Στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, στη Ρηνανία-Παλατινάτο και στο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, η παράδοση εδάφους στην πολιτική χρήση αναστέλλεται επ’ αόριστον.
Στην Κάτω Σαξονία και στο κρατίδιο Μπάντεν-Βυρτεμβέργη, η Budeswehr ακυρώνει τα σχέδια αποστρατιωτικοποίησης επιμέρους στρατώνων.
Αυτές οι εγκαταστάσεις, από την Bleidornkaserne του Ουλμ έως τη Meierwik-Kaserne στο Γκλύκσμπουργκ, θα αποτελέσουν μέρος μιας νέας δομής: της λεγόμενης «στρατηγικής εφεδρείας εγκαταστάσεων». Πρόκειται για χώρους που μπορούν να ενεργοποιηθούν μέσα σε λίγες ημέρες, εάν οι συνθήκες το απαιτήσουν. Οι Γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν προετοιμάζεται για πόλεμο, αλλά για τη διατήρηση της ειρήνης μέσα από τη δυνατότητα του πολέμου.
Η στρατιωτική ετοιμότητα, άλλοτε θέμα συμμαχικής ευθύνης, γίνεται ξανά εθνικό καθήκον. Η Γερμανία, αναθεωρώντας την αφελή πίστη ότι η γεωπολιτική μπορεί να εξοβελιστεί με προθέσεις, δείχνει να ξαναθυμάται πως η ισχύς είναι η μόνη γλώσσα που οι λαοί κατανοούν στα όρια του κινδύνου.
Η απόφαση αυτή δείχνει μια σαφή μετατόπιση της γερμανικής πολιτικής ασφαλείας: από τη λογική της «ειρήνης μέσω οικονομίας» επιστρέφει στη λογική της ενεργούς στρατιωτικής ετοιμότητας.
Η Γερμανία αναγνωρίζει ότι η ασφάλεια είναι πρωταρχική προϋπόθεση της κοινωνικής και οικονομικής σταθερότητας — άρα, οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις δεν είναι “περιττά ακίνητα”, αλλά κρίσιμες υποδομές εθνικής ασφάλειας.
Η κυβέρνηση δεν διστάζει να αναιρέσει προηγούμενες αποφάσεις αν η γεωπολιτική πραγματικότητα το απαιτεί. Υπάρχει διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες, αλλά όχι εις βάρος της εθνικής ασφάλειας και επιδιώκεται συνύπαρξη στρατιωτικού και πολιτικού σχεδιασμού, όχι σύγκρουση.
Αντιπαραβολή με την ελληνική πραγματικότητα
