Άλλα είχα σχεδιάσει να γράψω σήμερα, αλλά, λίγο πριν «κλείσω», σφηνώθηκε στο μυαλό μου ένα χαρούμενο παιδικό τραγουδάκι, που έλεγε:
- Tου Υπτγου ε.α. Χρήστου Μπολώση
Ήρθε πάλι η Πασχαλιά
με αγάπη με φιλιά
με αυγό και με αρνί
χαίρονται οι Χριστιανοί
Αυτό ήταν! Πώς το λένε οι κουλτουρέ, που έλεγε και ο Ζαμπέτας; Ένα ροζ συννεφάκι με τύλιξε και με πήγε κάμποσα χρόνια πίσω (τι κάμποσα, που μιλάμε για πάνω από μισόν αιώνα). Βλέπετε αυτές οι χρονιάρες μέρες, πέρα από το παρόν, περιλαμβάνουν στο μενού τους και άφθονο παρελθόν, γι’ αυτούς που έχουν αρχίσει να… μαζεύουν υπογραφές. Και με την ευκαιρία αυτή η έκφραση που χρησιμοποιείται για όσους ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν τον μάταιο τούτο κόσμο, πρέπει να βγήκε από την παλιά στρατιωτική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία όταν κάποιος μετετίθετο από μία μονάδα, έπρεπε να προσκομίσει στο 1ο Γραφείο κατάσταση με υπογραφές από όλα τα γραφεία και τμήματα, ότι δεν χρωστάει κάτι και μόνο τότε, έπαιρνε το Φύλλο Πορείας. Ίσως…
Αλλά πολύ μακάβριο το κάναμε. Είπαμε, αλλά όχι κι’ έτσι.
Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν στο ροζ συννεφάκι, το οποίο μπορεί να έχει και άλλο χρώμα προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Το σύννεφο λοιπών που μπορεί να μην έφερε βροχή και θα μας πάρει και θα μας σηκώσει εφέτος με την ανομβρία, μας μεταφέρει μακριά. Στα χρόνια της νιότης ή μάλλον στα παιδικά μας χρόνια. Τότε που οι λαμπάδες ήταν απλώς μεγάλα κεριά με κάνα δυό κορδέλες και όχι όπως οι σημερινές που μπορείς επάνω τους να δεις ολόκληρο σίριαλ, είτε αυτό είναι με την Μπάρμπι, είτε με την Φρόζεν, είτε με οτιδήποτε μπορείτε να φανταστείτε…
Εμείς τα μικρά (ναι, είμαστε κάποτε κι΄ εμείς μικρά) ζούσαμε το όνειρό μας.
Την σημασία της Μεγάλη Εβδομάδας, είχε αναλάβει να σκιαγραφήσει η καλή μας η γιαγιά (ναι, είχαμε κι’ εμείς κάποτε γιαγιά) με το: Μεγάλη Δευτέρα: Μεγάλη μαχαίρα. Μεγάλη Τρίτη: Ο Χριστός εκρύφτη. Μεγάλη Τετάρτη: Ο Χριστός επιάστη. Μεγάλη Πέμπτη: Ο Χριστός παιδεύτη. Μεγάλη Παρασκευή: Ο Χριστός στο καρφί. Μεγάλο Σάββατο: Ο Χριστός στον τάφο. Μεγάλη Κυριακή: Ο Χριστός θ’ αναστηθεί. Απλοϊκό μεν που περιγράφει όμως πλήρως το Θείο Δράμα.
Λίγο αφελές, αλλά τόσο κοντά στα ήθη και τα έθιμά μας
Μέχρι όμως να διαδράμουμε την απόσταση από την «Μεγάλη μαχαίρα» μέχρι το «Ο Χριστός θ’ αναστηθεί», συνέβαιναν διάφορα «δρώμενα», που χρωμάτιζαν τις Άγιες Μέρες.
Είχαμε την Μεγάλη Τρίτη, το Τροπάριο της «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσης γυνής» ή αλλέως το «Τροπάριο της Κασσιανής». Βέβαια τότε, δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε ποιές ακριβώς ήταν οι αμαρτίες, στις οποίες είχε περιπέσει η περί ης ο λόγος γυνή. Ούτε και μας πολυενδιέφερε άλλωστε.
Την Μεγάλη Τετάρτη, κάπου εκεί προς στο μεσημέρι, φορούσαμε τα «καλά» μας και πηγαίναμε στο Ευχέλαιο, ενώ το βράδυ είχαμε κατά κάποιον τρόπο συνέχεια εκ του προηγουμένου, αφού η χθεσινή αμαρτωλή είχε ανανήψει και άλειψε τα πόδια του Ιησού.
Κάπου εκεί και οι νοικοκυρές άρχισαν να έχουν τα πάρε δώσε με τον φούρνο της γειτονιάς. Η μητέρα μου, πιστή στις παραδόσεις, κάποια Μ. Τετάρτη, άρχισε τις προπαρασκευαστικές ενέργειες για την παρασκευή πασχαλινών κουλουριών. Μία ενέργεια ήταν να βρούμε την λαμαρίνα, η οποία βρισκόταν στον φούρνο του Κωνσταντάρα, μία οικογένεια αρτοποιών, την οποία σήμερα την συναντάς ολόκληρη στον… οικογενειακό τους τάφο.
Την αποστολή προσκομίσεως της λαμαρίνας από τον φούρνο, είχα αναλάβει εγώ, την οποία και εξετέλεσα στο ακέραιο. Επίσης ανέλαβα και την μεταφορά των κουλουρακίων για ψήσιμο. Την δεδομένη στιγμή η μητέρα μου, μού έδωσε μία… μαξιλαροθήκη για να βάλω μέσα τα ψημένα πλέον κουλουράκια, όπερ και εγένετο. Σε λίγο η μαξιλαροθήκη μετέφερε το πολύτιμο, όπως νόμιζα, περιεχόμενό της από τον φούρνο στο σπίτι, το οποίο και παρέδωσα πανευτυχής στην μητέρα μου και έσπευσα στην απέναντι από το σπίτι μου αλάνα, όπου από στιγμή σε στιγμή θα άρχιζε ακόμα ένα τοπικό ντέρμπι ποδοσφαίρου, από την τσακαλαρία της γειτονιάς.
Και τότε…
Τότε βλέπω την μητέρα μου έξαλλη να κραδαίνει την μαξιλαροθήκη και να την εκτοξεύει στο διπλανό από την αλάνα χωράφι, μαζί με τα κουλουράκια. Τον λόγο τον έμαθα αργότερα. Τα περίφημα πιά κουλουράκια, δεν είχαν φουσκώσει καθόλου. Πλακέ πήγαν στον φούρνο, κόντρα πλακέ γύρισαν. Ποτέ δεν έμαθα τον λόγο της πανωλεθρίας. Συμβαίνουν αυτά.
Κάπως έτσι κυλούσε η Μεγάλη Εβδομάδα. Με την Μεγάλη Πέμπτη και το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου», το οποίο μας συγκλόνιζε, καίτοι είμαστε πιτσιρικάδες, σε αντίθεση με εκείνο της Κασσιανής…
Την Μεγάλη Παρασκευή το πρωί, στασίδι στην εκκλησία για να… επιθεωρήσουμε αν στολίζουν καλά τον Επιτάφιο τα κορίτσια, ενώ η βραδινή περιφορά, που την συνόδευαν τα μελωδικότατα «Εγκώμια» αλλά και οι ευωδιές της Άνοιξης σε μάγευαν.
Μια χρονιά, που υπηρετούσα στον Έβρο έτυχε να πάρω άδεια το Πάσχα και το βραδάκι της Μεγάλης Παρασκευής, με βρήκε ταξιδεύοντας. Το θέαμα που αντίκριζα ήταν εκπληκτικό. Από κάθε χωριό που περνούσα οι Επιτάφιοι με διασταύρωναν ενώ στο βάθος μακριά σε όλα τα χωριουδάκια φαινόταν οι φωτεινές κατανυκτικές πομπές των πιστών. Αξέχαστες εικόνες.
Ε, τα υπόλοιπα τα ξέρετε.
Το βράδυ του Μ. Σαββάτου ατέλειωτη προσμονή μέχρι να χτυπήσει η καμπάνα (τότε δεν είχε τηλεόραση να σπρώξεις την ώρα που δεν περνούσε με τίποιτα). Κάποιες απόπειρες για ζούλα κάποιο κουλουράκι ή κόκκινο αυγό αποκρούονταν από τον αντιπυραυλικό θόλο, που άκουγε στο όνομα «μητέρα».
Κάπως έτσι γίνονταν τότε τα πράγματα. Όχι και πολύ διαφορετικά αλλά και τόσο διαφορετικά από σήμερα, διότι άλλο να είσαι 10 χρονών και άλλο να θέλεις 10 χάπια στην καθισιά σου.
Τέλος πάντων.
Καλό Πάσχα φίλοι μου. Εμείς θα τα ξαναπούμε την Δευτέρα 20 Μαΐου.
Και έτσι για να σας την σπάσω με την Μεγαλοβδομαδιάτικη νηστεία…
https://www.dimokratia.gr/apopseis/577218/irthe-pali-i-paschalia/