Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

Υπτγος ε.α. Χρήστος Μπολώσης: - Δήμος Μούτσης - Κράτησε για πάντα κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα


 Πάσχα του 1967, σ’ ένα στρατόπεδο της Αθήνας. Το περιβάλλον εορταστικό και τα μεγάφωνα του στρατοπέδου, αναμεταδίδουν τις εκπομπές του Β΄ Προγράμματος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Εκείνη την ώρα ακούγεται η εκπομπή της δισκογραφικής εταιρίας «Κολούμπια – Χις Μάστερς Βόϊς – Κάπιτολ», που για σήμα της είχε την εισαγωγή της «Συννεφιασμένης Κυριακής» του Τσιτσάνη, με εκτελεστή τον Στέλιο Καζαντζίδη. Αμέσως μετά ακολουθούσε η εκπομπή του αντιπάλου δέους, που ήταν  η «Οντεόν – Παρλοφόν» του Μίνου Μάτσα, με μουσικό σήμα τους «Γλάρους». Μία μεγάλη επιτυχία σε στίχους των Χαράλαμπου Βασιλειάδη (Τσάντα) και Σπύρου Περιστέρη και μουσική του Νίκου Μεϊμάρη.

  • Tου Υπτγου ε.α. Χρήστου Μπολώση

Ας γυρίσουμε όμως στην εκπομπή της Κολούμπια. Η εκφωνήτρια αναγγέλλει ότι ακολουθεί ένα τραγούδι ενός νέου συνθέτη του Δήμου Μούτση, που ερμηνεύει (προσέξτε όχι τραγουδάει, αλλά ερμηνεύει), ο πρωτοεμφανιζόμενος νέος τραγουδιστής Σταμάτης Κόκοτας. Το τραγούδι έχει τίτλο «Βρέχει ο Θεός». 

Αμέσως η γιορταστική ατμόσφαιρα πλημμύρισε από την συγκλονιστική εισαγωγή, η οποία έδωσε την θέση της στην απαλή φωνή του μεγάλου ερμηνευτή (προσέξτε ερμηνευτή και όχι τραγουδιστή) Σταμάτη Κόκοτα, ο ποίος τότε «ανέτειλε» και «έδυσε» το 2022. Να διευκρινίσουμε ότι το «έδυσε», αφορά το βιολογικό του τέλος, διότι το καλλιτεχνικό θα φωτίζει για ακόμα πολλά χρόνια την μουσική μας πραγματικότητα. 

Από τότε και μετά, τα τραγούδια του Μούτση, που μπαίνουν στα χείλια όλου του κόσμου είναι πολλά. Τι να πρωτοδιαλέξεις! Ο Μούτσης αγαπάει το λαϊκό τραγούδι, ανακαλύπτει τη μεγάλη παρακαταθήκη τού Μάρκου Βαμβακάρη, και ενδόμυχα δεν μπορεί παρά να επηρεάζεται και από αυτήν. Ας δώσουμε μερικούς τίτλους, για να γίνει φανερή η δημιουργία του εκείνης της περιόδου: «Βρέχει ο Θεός», «Πήρες το μεγάλο δρόμο», «Μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα», «Απόψε μην αργείς», «Πειραιώτισσα», «Άπονη καρδιά» (όλα σε στίχους Νίκου Γκάτσου και με ερμηνευτή τον Σταμάτη Κόκοτα), «Σ’ έβλεπα στα μάτια» (Νίκος Γκάτσος, Βίκυ Μοσχολιού), «Στου Προφήτη Ηλία» (Γιώργος Παπαστεφάνου, Σταμάτης Κόκοτας), «Μια βραδιά στη Λάρισα» (Νίκος Γκάτσος, Μαρία Δουράκη), «Στην Ελευσίνα μια φορά» (Βασίλη Ανδρεόπουλος, Μανώλης Μητσιάς), «Αύριο πάλι», «Είχαμε περηφάνια», «Μ’ ένα παράπονο» (Νίκος Γκάτσος, Γρηγόρης Μπιθικώτσης), «Κυρά μου αριστοκράτισσα» (Νίκος Γκάτσος, Λευτέρης Μυτιληναίος), «Με το πρώτο λεωφορείο» (Γιάννης Λογοθέτης, Μανώλης Μητσιάς), «Μια Παρασκευή», «Κάποιο τραίνο» (Νίκος Γκάτσος, Δήμητρα Γαλάνη), «Αυτά τα χέρια» (Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μανώλης Μητσιάς, από το σάουντρακ της ταινίας «Ένα Αστείο Κορίτσι») κ.λπ. 

Αντιλαμβανόμαστε όλοι το μέγεθος αυτών των τραγουδιών, αφού 55 χρόνια αργότερα ακούγονται και συγκινούν ακόμη.

Θα δανεισθούμε μερικά κομμάτια από ένα θαυμάσιο κείμενο του Δημήτρη Καπράνου: «Κράτησε για πάντα κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα». Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην στήλη του «Οι πίσω μου σελίδες» στην «κυριακάτικη δημοκρατία» της 17 Μαρτίου 2024: «…Και εκεί που έχουμε περάσει σε άλλη διάσταση με τον yesterday, πιάνω σε αργό τέμπο ένα από τα τραγούδια «έκπληξη». «Βρήκα στο δρόμο κάτι παιδιά και τα ρώτησα / αν με θυμάσαι καμιά βραδιά Πειραιώτισσα / Αν δεις τον ύπνο σου μια νύχτα με βροχή φωτιά να καίει / είν’ η καρδιά μου που στενάζει μοναχή και σιγοκλαίει». Εκείνα τα χρόνια τα τραγούδια καταξιώνονταν από τα πάρτι.  Τόσο από το κατά πόσο θα έπαιζαν στα ηλεκτρόφωνα, αλλά, κυρίως από τις παρέες που τα τραγουδούσαν. Με τους συμμαθητές Φώτη Ιωαννάτο,  Άγγελο Ροδίτη και Δημήτρη Σακελλαρίου είχαμε ταιριάξει μία χαρά φωνητικά και στα πάρτι κλέβαμε την παράσταση, μετά τα μεσάνυχτα, μαζεύοντας και τα λάφυρα (δηλαδή κάποια ραβασάκι με τηλέφωνα), παρότι τα «κορίτσια» μας δεν μας άφηναν στιγμές μόνους! Βλέπω λοιπόν δίπλα μου την Έλλη, εξαδέλφη του Σπύρου Κοσκινά (διάσημος σκηνογράφος αργότερα στην Όπερα του Λονδίνου) να έχει δακρύσει. «Τι έπαθες;» τη ρωτώ.

«Το τραγούδι! Ποιο είναι αυτό το τραγούδι;» ρωτάει και το στήθος της ανεβοκατεβαίνει από τον λυγμό….. Για εμάς τους Πειραιώτες, το συγκεκριμένο τραγούδι του Μούτση σε ποίηση Νίκου Γκάτσου όπως και εκείνο το υπέροχο «Στην Ελευσίνα μια φορά», σε ποίηση Βασίλη Ανδρεόπουλου «κούμπωναν» υπέροχα με τα «Μάτια βουρκωμένα» του Σταύρου Ξαρχάκου. σε ποίηση Νίκου Γκάτσου με τον μοναδικό Γρηγόρη Μπιθικώτση και στις δεύτερες την ασύγκριτη Βίκυ Μοσχολιού (σπάνια εκτέλεση) και «Τα παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζιδάκι.  Σπονδή στη μνήμη της «Τετράδος της ξακουστής του Πειραιώς». Έψαξα τότε και βρήκα το βιογραφικό του Δήμου Μούτση του βιρτουόζου βιολονίστα που κατέκτησε καρδιές μας γράφοντας ροκ μουσική με μπουζούκια τον Λάκη Καρνέζη και τον Κώστα Παπαδόπουλο, με τις άγιες   φωνές του Σταμάτη Κόκοτα, του Γρηγόρη Μπιθικώτση, της Άλκηστης Πρωτοψάλτη της Βίκυς Μοσχολιού, της Δήμητρας Γαλάνη μέχρι να φτάσει στο επικό «Δεν λες κουβέντα» με τη δωρική Σωτηρία Μπέλλου. Ναι, ο Μούτσης ήταν ο πιο ροκ λαϊκός έλληνας συνθέτης.  Ασυμβίβαστος, αιρετικός, απόλυτος, εικονοκλάστης και αληθινός….»

Τα είπε όλα ο Δημήτρης Καπράνος.

Εγώ να θυμηθώ μία εύθυμη ιστοριούλα με τον αλησμόνητο Δήμο Μούτση.

Και πρώτα μία μικρή εισαγωγή που έγραψε η Νέλλη Καλαμαρά στην ιστοσελίδα Queen: «Αν μετρήσει κανείς πόσες δεκαετίες έχουν περάσει από το 1961, την πρώτη χρονιά λειτουργίας του ‘’Μαγεμένου Αυλού’’, θα καταλάβει αμέσως γιατί μιλάμε. Χωρίς αμφιβολία για ένα εστιατόριο ιστορικό. Οι άνθρωποι όμως είναι που κάνουν τα μαγαζιά θρυλικά, και ο ‘’Μαγεμένος Αυλός’’ στην πλατεία Προσκόπων στο Παγκράτι, αξίζει σίγουρα αυτόν τον χαρακτηρισμό. Άραγε πόσες ιστορίες θα είχαν να αφηγηθούν αυτοί οι τοίχοι και τα τραπέζια, αν μπορούσαν να μιλήσουν; Τι θα είχαν να πουν για το «ραντεβού» της Αλίκης Βουγιουκλάκη με τον τότε διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο; Για το Μάνο Χατζιδάκι, ένα από τα πιάνα του οποίου, ακόμη κοσμεί σε περίοπτη θέση το εστιατόριο; Για το Δημήτρη Χορν και τα γέλια του, όταν δειπνούσε με την Έλλη Λαμπέτη; Άραγε ποιο αγαπημένο όλων μας τραγούδι εμπνεύστηκε ο Νίκος Γκάτσος σε αυτόν εδώ το χώρο και ποια πολιτικά σχέδια καταστρώθηκαν μεταξύ πολιτικών και δημοσιογράφων πάνω από το signature φοντύ;» 

Μιλάμε λοιπόν για τον «Μαγεμένο Αυλό» και για τον κ. Δημήτρη Θεοφίλου, ιδιοκτήτη για πάνω από 50 χρόνια. Ο κ. Θεοφίλου και είναι επόμενο αυτό, είναι ένα «άλμπουμ», από χιουμοριστικά έως σπαρταριστά περιστατικά, που συνέβησαν στον «Μαγεμένο Αυλό» (δεν μου αρέσει η λέξη «μαγαζί» γι’ αυτόν ειδικά το χώρο) και έχουν πρωταγωνιστές δημοσιότητες. 

Ένα από αυτά, είχε ήρωα τον Δήμο Μούτση. Ένα  βράδυ λοιπόν ήταν μαζεμένη μία μεγάλη παρέα από γνωστούς καλλιτέχνες, πράγμα σύνηθες για τον «Αυλό». Σε μια στιγμή λοιπόν, σηκώθηκε ο Μούτσης και δήλωσε ότι θα μιμηθεί τον τρόπο με τον οποίο διευθύνει ο μεγάλος Μάνος Χατζηδάκις και αμ έπος αμ έργον. Κάτω από τις επιδοκιμασίες της παρέας ο Μούτσης άρχισε να μιμείται τον Μάνο, ο οποίος βέβαια απουσίαζε. Ώσπου ξαφνικά κάνει την εμφάνισή του στην είσοδο ο μεγάλος συνθέτης, ο οποίος αμέσως αντιλαμβάνεται τι γίνεται και φωνάζει αυστηρά στον Μούτση «Τι κάνεις εκεί Δήμο;». Ο Μούτσης αιφνιδιάζεται για λίγο αλλά συνέρχεται αμέσως και λέει «Να, μαέστρο δείχνω στα παιδιά, πώς διευθύνει ο Μίκης». 

Το πατιρντί που ακολούθησε, έδωσε άφεση αμαρτιών στον Δήμο Μούτση.

Αλησμόνητε Δήμο, τώρα που πήρες τον μεγάλο δρόμο, μη ξεχάσεις να δώσεις τα φιλιά μας στον  Σταμάτη Κόκοτα…

πηγή:https://www.dimokratia.gr/apopseis/575810/dimos-moytsis/