Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

Οι πρόεδροι και οι άλλοι



 
Σε μια πολιτική συναστρία, Μητσοτάκης, Τσίπρας και Γεννηματά έχουν βρεθεί να αντιμετωπίζουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μια εσωκομματική βαβούρα, αν όχι αντιπολίτευση. Το πώς ο καθένας τους την αντιμετωπίζει λέει πολλά

Μυρτώ Λιαλιούτη


Για πρώτη φορά, οι πλανήτες των ελληνικών κομμάτων ευθυγραμμίζονται: οι τρεις πρόεδροι, της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ, βρίσκονται, την ίδια στιγμή, αντιμέτωποι με την εσωκομματική τους αντιπολίτευση.  

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται να το έχει πάρει απόφαση ότι θα αντιμετωπίζει τις δημόσιες διαφοροποιήσεις του Αντώνη Σαμαρά κάνοντας σαν να μην υπάρχουν. Επικαλούμενος, δηλαδή, την κλασική ατάκα που χρησιμοποιούν πάντα οι ηγεσίες όταν τους ενοχλούν τα φαντάσματα του παρελθόντος: «Ενας πρώην πρωθυπουργός μπορεί να εκφέρει τις απόψεις του». Δεν θα ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος, αν τον δυσκόλευαν οι δημοσκοπήσεις. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, ούτε καν στα εθνικά θέματα, για τα οποία οι απόψεις Σαμαρά απηχούν μια τάση της δεξιάς πτέρυγας.  

Η πρόσφατη μέτρηση της Metron Analysis θέλει το 64% του δείγματος να είναι υπέρ των διερευνητικών επαφών και της διαπραγμάτευσης με την Τουρκία, για τα θέματα που η ελληνική πλευρά πιστεύει ότι είναι ανοιχτά. Αν η αποδοχή της κυβέρνησης ήταν μικρότερη, τότε η ανοιχτή διαφοροποίηση του πρώην πρωθυπουργού θα λειτουργούσε διασπαστικά. Επειδή, όμως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, η συνέντευξη Σαμαρά δίνει μεν τροφή στην αντιπολίτευση, αλλά επί της ουσίας ο πόλος που δημιουργείται απλώς «κρατά» τα ποσοστά της ΝΔ από τα δεξιά, όσο ο Μητσοτάκης συνεχίζει την προσέγγιση στο πολιτικό Κέντρο. Θα αποτελέσει πρόβλημα μόνο όταν ξεκινήσει η πραγματική φθορά, όταν δηλαδή ο Μητσοτάκης κληθεί, σε πολιτικό και όχι επικοινωνιακό επίπεδο πια, να πάρει αποφάσεις που θα δυσαρεστήσουν τη μία ή την άλλη πλευρά.  

Στον ΣΥΡΙΖΑ, η δημιουργία της «Ομπρέλας» σκιαγράφησε ένα δίπολο ανάμεσα στα στελέχη που την ίδρυσαν και τον Αλέξη Τσίπρα: το 3%, που προσπαθεί να διαφυλάξει την ύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ που γνωρίζει, και οι νεοφερμένοι, που μαζί με τους προεδρικούς θέλουν τον μετασχηματισμό του. Το δίπολο δεν είναι απολύτως πραγματικό, γιατί δεν είναι ενδεικτικό του πραγματικού διλήμματος εντός του κόμματος: επενδύουμε στη συνταγή του 2012 ή στην κυβερνώσα Αριστερά –και αν πάμε στο δεύτερο, πώς καλύπτονται οι πρακτικές του Νίκου Παππά; Υπό την Ομπρέλα ενώθηκαν πολιτικά στελέχη που στο παρελθόν έχουν βρεθεί σε αντίπαλες όχθες και αυτή τη στιγμή, θέλοντας και μη, λειτουργούν ως το μοναδικό αντίπαλο δέος απέναντι στην ηγεσία.  

Από τη στιγμή που δεν τον αμφισβητούν, διατηρούν το δικαίωμα να ασκούν κριτική –και η Κουμουνδούρου, με τη σειρά της, μπορεί να περηφανεύεται πως (συν)διαμορφώνει τις θέσεις της σεβόμενη την εσωκομματική δημοκρατία. Παρότι τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ είναι καθηλωμένα, ο Τσίπρας είναι αυτός που έχει το πάνω χέρι: οποιαδήποτε στιγμή θελήσει, μπορεί να κατηγορήσει την απέναντι πλευρά για εσωστρέφεια και κυρίως να επικαλεστεί το δίπολο παλιού και σημερινού ΣΥΡΙΖΑ που περιγράφεται και από τους πολιτικούς αντιπάλους του, ώστε, την ώρα των ψηφοφοριών, να έχει στην πράξη ένα αφήγημα ανανέωσης να παρουσιάσει.  

Η Φώφη Γεννηματά έχει μπροστά της το πιο καθαρό τοπίο, μια εσωκομματική μάχη με στελέχη που θέλουν να διεκδικήσουν την θέση του προέδρου του Κινήματος Αλλαγής –ο Ανδρέας Λοβέρδος δεν θα μπορούσε να το κάνει πιο ξεκάθαρο. Και έκανε μια κίνηση που δείχνει, αν μη τι άλλο, συνειδητοποίηση της κατάστασης που θα επικρατήσει στο κόμμα έως τον επόμενο Νοέμβριο. Γνωρίζοντας τι θα ακολουθήσει, αντικατέστησε τον Λοβέρδο στη θέση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου, αναγνωρίζοντας ότι το στέλεχος που τοποθετείται σε αυτή τη θέση πρέπει να αντανακλά τις απόψεις της ηγεσίας. 

Εκ του αποτελέσματος φάνηκε ότι η επιλογή της λειτούργησε απελευθερωτικά για τον Λοβέρδο, που λίγες μέρες αργότερα ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του –ο μόνος που το έχει κάνει ως τώρα. Η Γεννηματά, επομένως, όχι μόνο λόγω του πιο συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος, παίζει με ανοιχτά χαρτιά απέναντι στην εσωκομματική αντιπολίτευση, διεκδικώντας την παραμονή της. Γνωρίζοντας, παράλληλα, ότι ενδεχόμενες εθνικές εκλογές πριν από την κεντροαριστερή κάλπη που έρχεται μπορεί να αλλάξουν εντελώς τα δεδομένα.  

Τόσο εκείνη όσο και ο Τσίπρας κυνηγούν ένα ποσοστό –τα πράγματα θα είναι πολύ διαφορετικά αν το πετύχουν. Για την Κουμουνδούρου και τη Χαριλάου Τρικούπη, η ύπαρξη της εσωκομματικής αντιπολίτευσης είναι ένα ρολόι που μετράει αντίστροφα μέχρι την αναμέτρηση των συνεδρίων. Για το Μέγαρο Μαξίμου, από την άλλη, είναι υπενθύμιση. Ο Μητσοτάκης παίζει με τη γραμμικότητα του πολιτικού χρόνου, γνωρίζοντας ότι τα πράγματα δεν θα είναι πάντα τόσο εύκολα για τον ίδιο όσο είναι σήμερα. 


Πηγή: Protagon.gr